9.11.13

Η κοσμολογική περίοδος της Αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας



Το πιο άμεσο πλαίσιο των αρχών της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας το έχει σχηματίσει η κοσμογονική ποίηση, που προσπάθησε να παρουσιάσει με μυθικό περίβλημα την προϊστορία της δεδομένης κατάστασης του κόσμου και να εκφράσει έτσι τις αντιλήψεις που επικρατούσαν αναφορικά με την αέναη μεταβολή των πραγμάτων σε μορφή διηγήσεων για τη γέννεση του κόσμου. Κατά την παρουσίαση αυτή, όσο πιο ελεύθερα άρχιζαν να αναπτύσσονται οι προσωπικές απόψεις, τόσο υποχωρούσε το μυθικό στοιχείο της εποχής, για χάρη του τονισμού αυτής της μονιμότερης κατάστασης, ώσπου τελικά πρόβαλε το ερώτημα ποια ήταν η πρώτη αιτία (ἀρχὴ) που διατηρείται σταθερή σ’ όλη αυτή τη χρονική εναλλαγή και πως μεταβάλλεται στα επιμέρους πράγματα ή πως αυτά ξαναγυρίζουν σ’ εκείνη.
Προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκε αρχικά η σχολή των φυσιολόγων της Μιλήτου τον 6ο αιώνα π. Χ, από την οποία μας είναι γνωστοί, ως οι τρεις κύριοι εκπρόσωποί της, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Βάσεις τους ήταν ορισμένες γνώσεις τις οποίες είχαν συγκεντρώσει από πολύ παλιά οι θαλασσοπόροι Ίωνες, και πολλές δικές τους – συχνά λεπτότατες – παρατηρήσεις· στηρίχτηκαν ασφαλώς και στην πείρα των λαών της Ανατολής, ιδιαίτερα των Αιγυπτίων, με τους οποίους είχαν πολύ στενές σχέσεις. Οι γνώσεις αυτές συγκεντρώνονταν με νεανικό ζήλο. Το ενδιαφέρον στρεφόταν κυρίως στα ερωτήματα σχετικά με τη φύση, ιδιαίτερα σχετικά με τα φαινόμενα που αναφέρονταν στα πρωταρχικά φυσικά στοιχεία, που για την εξήγησή τους διατυπώνονταν πολλές υποθέσεις, παράλληλα όμως  και σε γεωγραφικά και αστρονομικά, κυρίως, προβλήματα, όπως το σχήμα της γης, η σχέση της με το ουράνιο στερέωμα, η φύση του ήλιου, της σελήνης, των πλανητών, καθώς και το είδος και η αιτία της κίνησή τους. Αντίθετα, δε συναντούμε παρά αδύναμες ενδείξεις για μια γνωστική προσπάθεια προσανατολισμένη στον οργανικό κόσμο και τον άνθρωπο.
Οι προσπάθειες όμως των Μιλησίων να προσδιορίσουν την ενιαία αρχή του κόσμου οδήγησαν ήδη με τον Αναξίμανδρο πιο πέρα από το χώρο της εμπειρίας, στην κατασκευή μιας μεταφυσικής ερμηνευτικής έννοιας, της έννοιας του «ἀπείρου», και έστρεψαν έτσι την επιστήμη από την έρευνα των δεδομένων προς τι εννοιολογικές θεωρήσεις. Ενώ ο Ξενοφάνης, ο θεμελιωτής της ελεατικής σχολής, από τη φιλοσοφική έννοια της ενότητας του κόσμου έβγαλε τα συμπεράσματα που προέκυπταν για τη θρησκευτική συνείδηση, ο Ηράκλειτος, παλεύοντας σκληρά, συνέτριψε με σκοτεινές, θρησκευτικά χρωματισμένες θεωρήσεις τις προϋποθέσεις για την αποδοχή μιας σταθερής ουσίας, και δεχόταν ένα μόνο νόμο της μεταβολής των πραγμάτων ως έσχατο περιεχόμενο της γνώσης. Από την άλλη όμως μεριά η ελεατική σχολή, με κύριο εκπρόσωπό της τον Παρμενίδη, έπλασε, το ίδιο αυστηρά, την έννοια του είναι· την έννοια αυτή – στην επόμενη γενιά της σχολής – την υπερασπίστηκε ο Ζήνων, και μόνο με τον Μέλισσο αποδυναμώθηκε κάπως ο απόλυτος χαρακτήρας της.
Σύντομα εμφανίστηκαν διάφοροι ερευνητές που επανέφεραν στο προσκήνιο το ενδιαφέρον για την επιστήμη που ερμηνεύει τη φύση, το οποίο είχε παραμεριστεί από την ανάπτυξη των πρώτων μεταφυσικών αντιθέσεων. Προς αυτό το σκοπό επιδίωξαν και πάλι, με πιο διεξοδικό τρόπο, να πλουτίσουν τις γνώσεις τους, στρέφοντας τώρα περισσότερο την προσοχή τους σε παρατηρήσεις, ερωτήματα και υποθέσεις από την περιοχή της οργανικής φύσης και προσπαθώντας να μεσολαβήσουν με τις ερμηνευτικές θεωρίες τους στις εννοιολογικές αντιθέσεις του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη.
Από αυτές τις ανάγκες γεννήθηκαν γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π. Χ., διαδοχικά και με κάποιες θετικές αλλά και εχθρικές μεταξύ τους σχέσεις, οι θεωρίες του Εμπεδοκλή, του Αναξαγόρα και του Λεύκιππου, του ιδρυτή της ατομικής σχολής των Αβδήρων. Η πολυμορφία των θεωριών αυτών και η πρόδηλη αλληλεξάρτησή τους αποδείχνουν – αν λάβουμε υπόψη ότι τα επί μέρους άτομα και οι σχολές χωρίζονταν από μακρινές αποστάσεις – μια μεγάλη ζωντάνια στην ανταλλαγή απόψεων και στη φιλοσοφική κίνηση· η εικόνα αυτή γίνεται ακόμη πιο πλούσια όταν αναλογιστούμε ότι η παράδοση που έχουμε μπροστά μας δεν έχει προφανώς διατηρήσει παρά μόνο την ανάμνηση για τα περισσότερα σημαντικά πράγματα και ότι στην πραγματικότητα κάθε όνομα από αυτά που μας είναι γνωστά σημαίνει έναν ολόκληρο κύκλο επιστημονικής εργασίας.
Ιδιότυπα ξέχωρη θέση κατείχαν την ίδια περίοδο οι πυθαγόρειοι. Και αυτοί καταπιάστηκαν με το μεταφυσικό πρόβλημα που προέκυψε από την αντίθεση του Ηράκλειτου με τους Ελεάτες, αλλά πίστευαν πως τη λύση του θα την έβρισκαν με τη βοήθεια των μαθηματικών. Με τη θεωρία των αριθμών, που πρώτος γραμματειακός εκπρόσωπός της μας είναι γνωστός ο Φιλόλαος, οι πυθαγόρειοι πρόσφεραν πολλά σημαντικότατα κίνητρα στην παραπέρα πορεία της σκέψης. Επίσης η αρχική ηθικοθρησκευτική τάση του Συνδέσμου των πυθαγορείων γινόταν αισθητή στις διδασκαλίες τους, όπου οι αξιολογικοί καθορισμοί καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της θεωρητικής σκέψης. Βέβαια δεν επιχείρησαν, όπως άλλωστε και ολόκληρη η φιλοσοφία της περιόδου αυτής, να πραγματευτούν επιστημονικά τα ηθικά προβλήματα, αλλά στην κοσμολογία, την οποία θεμελίωσαν στις αστρονομικές τους παρατηρήσεις (που ήταν πολύ ανεπτυγμένες χάρη στα μαθηματικά), έχουν εισχωρήσει αισθητικά και ηθικά  συνάμα στοιχεία.

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΜΙΕΤ, 1986

Δεν υπάρχουν σχόλια: