Εκανε το μιούζικαλ, είδος ελληνικό
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Διαλιανίδης
υπήρξε ένα ταλέντο που δοκιμάστηκε σ' όλα τα είδη του κινηματογράφου με
επιτυχία: δράμα, κωμωδία, φιλμ νουάρ, κατοχική ιστορία.
Ομως ξεχώρισε και έγινε ο ένας και μοναδικός, όταν έφερε στη
σκοτεινή αίθουσα τον πολύχρωμο, χορευτικό και τραγουδιστό κόσμο του
μιούζικαλ.
Ο μετρ της μεγάλης θεαματικότητας πέθανε το περασμένο Σάββατο, ύστερα από σύντομη νοσηλεία με προβλήματα νεφρικής ανεπάρκειας. Η κηδεία του θα είναι πολιτική, σύμφωνα με την επιθυμία του. Θα γίνει σήμερα στις 3 το μεσημέρι, από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που καθόρισε το ελληνικό σινεμά όσο κανένας άλλος, πράγμα που παραδέχονται και οι πολέμιοι της τέχνης του, κρατούσε μέχρι τα τελευταία του χαμηλούς τόνους όταν τον ρωτούσαν για το έργο του. Είχε γεννηθεί πριν από 87 χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου του 1923. Πέντε χρόνια μετά το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» (1957), με την ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962) εισήγαγε στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο της Φίνος Φιλμ την ελληνική εκδοχή του αμερικανικού μιούζικαλ. Πρωταγωνιστούσε η Εθνική των κωμικών: Ντίνος Ηλιόπουλος, Ζωή Λάσκαρη, Ρένα Βλαχοπούλου, Μάρθα Καραγιάννη, Κώστας Βουτσάς. Τη μουσική είχε συνθέσει ο Μίμης Πλέσσας, μόνιμος συνεργάτης του και στα επόμενα μιούζικαλ.
Ξεκίνησε με «Μουσίτσα»
Η πρώτη ταινία που είχε υπογράψει ως σκηνοθέτης ήταν η «Μουσίτσα», το 1959, με πρωταγωνίστρια την ξανθιά πια Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μέσα σε σαράντα χρόνια αδιάκοπης δημιουργίας, πάντα προσαρμοστικός στους νέους καιρούς και στα νέα τεχνικά μέσα, σκηνοθέτησε κοντά εκατό ταινίες.
Είχε επιλέξει να είναι αγαπητός στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε. Δεν είχε σχεδόν για κανέναν και καμία την κακιά κουβέντα. Ισως αυτή η στάση ζωής του να χρωστούσε πολλά, σαν ένα είδος ευγνωμοσύνης, στον σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκο. Αυτός ήταν που ενθάρρυνε τον νεαρό χορογράφο και χορευτή, που εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο Γιάννης Νταλ, να αφήσει τη Θεσσαλονίκη χάριν της Αθήνας. «Ο Λάσκος ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος, ειλικρινής, δεν ζήλευε τους συναδέλφους του, δεν είχε κακίες και μικρότητες», θυμόταν.
Πρώτα χορευτής
Το νεαρό παιδί που συνάντησε ο Λάσκος είχε δύσκολη παιδική ηλικία, αφού δεν γνώρισε ποτέ τους φυσικούς του γονείς και μεγάλωσε με θετούς. Εν τούτοις, το περιβάλλον του δεν στάθηκε εμπόδιο στην κλίση του, που δεν ήταν άλλη από το θέαμα. Πρώτες σπουδές στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης και κατευθείαν στη Βιέννη, όπου σπούδασε χορό στη Σχολή Μούσλιγκερ.
Αφ' ης στιγμής «κατέβηκε» στην Αθήνα, δεν πέρασε ούτε μία μέρα που δεν σκηνοθέτησε. Η τελευταία παρουσία πίσω από την κάμερα ήταν για την τηλεοπτική σειρά «Μικρές αμαρτίες» (1999). Για σαράντα χρόνια κέρδισε το σεβασμό και την εκτίμηση των συνεργατών του, γιατί διέθετε ευγένεια, ευσυνειδησία, οργανωτικές δυνατότητες και ακρίβεια σ' αυτά που ζητούσε. Κατάφερνε να ολοκληρώνει τα γυρίσματα των ταινιών του το πολύ σε οκτώ εβδομάδες σε χαμηλού κόστους παραγωγές.
Λάνσαρε τη Λάσκαρη
Ταινία-σταθμός της κινηματογραφίας του είναι ο «Κατήφορος», που έκανε το όνομά του περιζήτητο. Το φιλμ προβλήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1961 και έκοψε 161.331 εισιτήρια! Μ' αυτό εγκαινιάστηκε η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, η οποία κράτησε ώς το 1977, με την ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται».
Πρωταγωνίστρια του «Κατήφορου», η παντοτινά αγαπημένη του ηθοποιός Ζωή Λάσκαρη. Την ανέδειξε σε ηλικία 16 ετών, αλλάζοντας το επώνυμό της από Κουρούκλη σε Λάσκαρη, για να μην την μπερδεύουν με τη συνεπώνυμη ξαδέλφη της Ζωή Κουρούκλη. Ετσι, η σταρ Ελλάς του 1959 θα γίνει, μέσα σε δύο χρόνια, πανελλήνιο σύμβολο του σεξ.
«Τη Ζωίτσα τη λάτρεψα. Ηταν η μούσα μου. Ηταν κάτι παραπάνω απ' αυτό. Ηταν η αδελφή μου. Η σχέση μου μαζί της ήταν εντελώς διαφορετική απ' ό,τι με τις άλλες πρωταγωνίστριες με τις οποίες συνεργάστηκα. Κατά κάποιον τρόπο την καταπίεζα. Εννοούσα να επεμβαίνω και στην ιδιωτική της ζωή. Είναι αστείο, αλλά συνέβαινε. Οταν η Ζωίτσα έκανε κάποια αταξία, έρχονταν σε μένα και το λέγανε για να της κάνω παρατήρηση. Γι' αυτόν το λόγο συνέχεια καβγαδίζαμε», είχε εξομολογηθεί στον Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη («Στο τέλος μιλάει το πανί», «Αμμος»).
Ηθελε ηθοποιούς-ορχήστρα
Ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν ήθελε ηθοποιούς-«αγγούρια». Στις προτεραιότητές του βρίσκονταν ερμηνευτές-μικρές ορχήστρες: να παίζουν, να χορεύουν, να τραγουδούν. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι πριμοδοτούσε ηθοποιούς σαν τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τη Χλόη Λιάσκου, τον Βαγγέλη Σειληνό, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Κώστα Βουτσά, τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Θανάση Βέγγο. Και βεβαίως τη Ζωή Λάσκαρη.
Το 1970 έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο με το «Μαριχουάνα στοπ», ενώ την ίδια δεκαετία έκανε την είσοδό του στο τότε νέο μέσο της τηλεόρασης, με το «Λούνα Παρκ» (1974-1981) και αργότερα με «Τα λιονταράκια» (1985). Με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης έκανε επιτυχία με το «Ρετιρέ» (1990-1992) και τους «Μικρομεσαίους» (1992-1993), ενώ μετέφερε τηλεοπτικά και το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή (1995). Στη δεκαετία του '80 γύρισε τις ονομαζόμενες κοινωνικές ταινίες του, με κυρίως νεανικά προβλήματα εκείνης της εποχής: «Τα τσακάλια» (1981), «Καμικάζι αγάπη μου» (1983) κ.ά.
Πήρε Χρυσό Αλέξανδρο
Η μοναδική φορά που τιμήθηκε για το έργο του ήταν με τον Χρυσό Αλέξανδρο του 43ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με διευθυντή τον Μισέλ Δημόπουλο. Στο αφιέρωμα αυτό επέλεξε να προβληθούν οι ταινίες του: η μουσική «Κορίτσια για φίλημα», το δράμα «Στεφανία», το φιλμ νουάρ «Οταν η πόλις πεθαίνει», η κωμωδία «Η χαρτοπαίχτρα» και το κατοχικό δράμα «Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο». «Οχι για μένα. Για όλους αυτούς τους εργάτες, που δούλεψαν και φτιάξαμε αυτόν τον κινηματογράφο. Ας μη με τιμούσαν εμένα. Γιατί, κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι ταινίες μου δεν θα υπήρχαν», είχε πει σε συνέντευξή του στην «Ε» (4 Νοεμβρίου 2002).
* Συλληπητήρια έστειλαν η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και το τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΝ. *
Ταινίες κλασικές και αγαπημένες
«Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» (1960), «Ζητείται ψεύτης» (1961), «Ο ατσίδας» (1962), «Η κυρία του κυρίου» (1962), «Η ψεύτρα (1963), «Κάτι να καίει» (1964), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Ραντεβού στον αέρα» (1966), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1966), «Νύχτα γάμου» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), «Ενας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), «Ξύπνα Βασίλη» (1969), «Γυμνοί στον δρόμο» (1969), «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσας» (1971), «Επαναστάτης Ποπολάρος» (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Μαριχουάνα στοπ» (1971) κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου