«Ετσι πλιο, παιδάκι μου, όταν εστεφανώθη η μάννα μου με τον πατέρα μου, ήτον χήρα από άλλον άνδρα, κι εκείνος από άλλην γυναίκα απόχηρος. Ο αφέντης μου - έτσι τον εκράζαμε τότε τον πατέρα - από την πρώτη γυναίκα είχε δύο παιδιά μικρά, έναν γυιον μεγαλείτερον, τον Κωνσταντή, που τον εσκότωσαν άδικα, οι Τούρκοι στην Πόλη, κι είπαν πως αγίασε. Σαν όνειρο το θυμούμαι. Οταν ήμουν εγώ ως πέντε χρόνων κορίτσι, πανδρεύθη ο Κωνσταντής, κι έκαμ' ένα παιδί, κι επήγε στην Πόλη με το καράβι, και πλέον δεν ξαναγύρισε.
Η μητέρα μου πάλι, από τον πρώτον άνδρα, είχε μίαν κόρη, την Ουρανίτσα, που ήμουν εγώ ως οκτώ χρόνων, όταν αρραβωνίσθη. Αυτό το θυμούμαι καλλίτερα.
- Να σου πω, μάννα, εσύ έχεις, μη προς βάρος, μες στο σπίτι, τριών λογιών παιδιά. Οσο και να την αγαπά την Ουρανίτσα ο μητρυιός της, δε θα την έχει σαν τα παιδιά του, τα γκαρδιακά. Είναι το σπίτι σας σαν μια φωλιά, από λογιών των λογιών πουλιά, όπου κάθε πουλί έχει και τη λαλιά του. Δεν αφήνεις την Ουρανίτσα, να την παρ' η μητέρα μου στο σπίτι καλλίτερα, να την έχει συντροφιά, που είναι μονάχη της, όσο θα λείπω εγώ, ωσπού νάρθω, καλό κατευόδιο, να στεφανωθώ».
- Ξέρω κι εγώ, πλιο, είπε μόνο. Να ιδούμε τι θα πη κι ο πεθερός σου.
- Ο πεθερός μου, είπεν ο Σπύρος, τι θα πη;... φθάνει να θέλεις του λόγου σου.
Ο πεθερός ήτον ο αφέντης μου, ο μητρυιός της Ουρανίτσας. Εκείνος δεν είπεν όχι, επειδή πέφταμε πολλά παιδιά μες στο σπίτι, κι η μάννα μου γεννούσε ακόμα.
- Ας πάη καλλίτερα με τη συμπεθέρα, τη Μπερνίτσα, είπεν.
- Ας πάη πλιο, είπε κι η μάννα μου.
Η Ουρανίτσα, κι αυτή, σαν να της άρεσε να πάη να καθίση με την πεθερά της. Η συμπεθέρα, η Μπερνίτσα, χήρα, άλλο παιδί δεν είχε παρά μίαν κόρη πανδρεμένη, με δύο παιδιά, και τον γυιο της τον Σπύρο. Οποτε έλειπε ο Σπύρος, έμενε μονάχη της στο σπίτι. Ωστε εφάνη πρόθυμη να δεχθεί τη νύφη της για συντροφιά.
Πέρασαν δύο - τρεις μήνες, κι η Ουρανίτσα, η αδερφή μου, εζούσε πολύ αγαπημένα με την πεθερά της. Κι η συμπεθέρα με τη μάννα μου είχαν αγάπες, κι όλοι ήσαν χαρούμενοι. Κι επερίμεναν, ημέρα με την ημέρα, να έρθη κανένα καΐκι από πάνω, να τους φέρει γράμμα απ' τον Σπύρο. Κι ελογάριαζαν ως το φθινόπωρο, που έρχονται τα καράβια και δένουν στην πατρίδα για να ξεχειμάσουν, νάρθη κι ο Σπύρος, με το καλό και τότε να γίνει κι ο γάμος. Πέρασε η Λαμπρή, ήλθε κι ο Μάης με τα λουλούδια, ήλθε κι ο θεριστής με τα χρυσά στάχια, ήλθε και ο Αλωνάρης με τις θημωνιές. Και σαν εμβήκ' ο Αουστος, έξαφνα ένα πρωί η συμπεθέρα η Μπερνίτσα βλέπει τη νύφη της και της εφάνη σαν ύποπτη και φοβισμένη. Ευθύς άρχισε να την εξετάζη.
- Τι έχεις, κορίτσι;
Η Ουρανίτσα άρχισε τα κλάματα. Εσκυψε το κεφάλι ως τον κόρφο της πεθεράς της, το εχαμήλωσε παρακάτω ως τη μέση της, της εφίλησε τα γόνατα, και ηθέλησε να ξομολογηθή. Μα η φωνή της έτρεμε. Δεν μπορούσε να βγάλη λόγο.
- Θα μου πης;
Της Ουρανίτσας ήταν κομμένη η φωνή της. Ωστόσο, να απάνω κάτω τι μπορούσε να πη...
- Σαν έφυγε... κι επόδισε... κι ήρθε πίσω... έλειπες του λόγου σου... ήσουν στην αδραδέλφη μου... ένα δειλινό...
Ηθελε να πη, ότι ο αρραβωνιαστικός της την ηύρε μονάχη, τον καιρό που είχε μπαρκάρει την πρώτη φορά, κι επόδισε' και την έπιασε, και την κατεχράσθη.
Η Μπερνίτσα δεν ηθέλησε να το πιστέψει.
- Και μου το κρύβεις τόσον καιρό;
- Κι εγώ δεν ήξερα... τώρα ένοιωσα, είπε με κλάματα η Ουρανίτσα.
- Ψέματα λες; είπεν αγρία η Μπερνίτσα. Είσαι σε τέτοια θέση που δεν ημπορεί να είναι απ' τον καιρό που λείπει ο γυιος μου... Με κανέναν άλλονε!..
Ο λόγος αυτός της πεθεράς ήτον μαχαίρι δίκοπο, ήτον αστροπελέκι, ήτον θάνατος. Η Ουρανίτσα άρχισε να τρέμη όλη, εκοκκίνισε, εκιτρίνισε, έπλεε στον ιδρώτα, πιάσθηκεν ο ανασασμός της.
- Εγώ! μπόρεσε μόνο να πη... θα πιω φαρμάκι!
- Να, εκειδά, πάνω στο ράφι τόχω, είπε σκληρά η πεθερά της. Πάρε το και πιε το!..
Αυτόν τον λόγον είπε, και της γύρισε τις πλάτες.
Εβαλε η Μπερνίτσα τις φωνές, έτρεξαν οι γειτόνισσες. Σε λίγο έφθασε και η μάννα μου ξεμανδήλωτη, τραβώντας τα μαλλιά της. Ετρεξα κι εγώ, πιανόμενη απ' τη φουστάνα της μητέρας μου, οχτώ χρονών κορίτσι, κλαίοντας, χωρίς ν' αγρικώ και να νοιώθω το γιατί.
Την εσαβάνωσαν, την έκλαψαν σιγανά, χωρίς μοιρολόγια. Η Μπερνίτσα «έπιασε τη χάσα». Δεν της εβάστα η καρδιά - δεν κοτούσε να πη την αλήθεια της μητέρας μου.
Υστερα, έπρεπε να τη θάψουν, πριν βασιλέψη ο ήλιος. Εκείνον τον καιρό δεν είχαμε δημάρχους, είχαμε δημογερόντους του χωριού, πρωτόγερους. Κι ο πρωτόγερος του χωριού, ο κυρ-Αναγνώστης, ένας άνθρωπος όλο με συννεφιασμένο μέτωπο και ζαρωμένα φρύδια, δεν ήθελε να δώσει άδεια να θάψουν τη φαρμακωμένη στον άγιο τον τόπο, στα Μνημούρια, εκεί που έθαφταν τους Χριστιανούς. Κι ο παπάς της εκκλησιάς, σύμφωνος, δεν ηθέλησε να διαβάση, της φτωχής, ούτε ένα τρισάγιο. Καθώς μου είπε ύστερα ο πνευματικός είχαν δίκιο, για να μη δίνεται κακό παράδειγμα. Επειτα, η αδελφή μου, ήτον η πρώτη ψυχή, ύστερα από αμνημόνευτα χρόνια, που σκοτώθηκε μονάχη της. Αλλοτε δεν είχε ξαναγίνει αυτό στον τόπο μας.
Μερικοί άλλοι έλεγαν, ότι δεν έπρεπε να ταφή επάνω στον τόπο, μη τυχόν βρυκολακιάση κι έρθη πίσω - επειδή ο βρυκόλακας μόνο αρμυρά νερά δεν μπορεί να περάση. Βλέπεις εκείνα τα νησάκια, που είν' ένα καμάρι, ένα στολίδι εμπρός στο λιμάνι μας; Κοίταξ' εκείνο το νησί που το λένε Μαραγκό! Ετσι το έλεγαν απ' αρχής, έτσι άρχισαν πάλι να το λένε και τώρα. Μα έναν καιρό, το είχαν ονοματίσει απ' το όνομα της αδελφής μου!
Ο γείτονάς μας ο Γιαλουγγής, με τη βάρκα του και με τον σύντροφό του μαζύ, τον Φραγκούλη της Μπάλιανας, επήραν το λείψανο επάνα εις ένα πλατύ μαδέρι, και το κουβάλησαν, το βράχο, τον κατήφορο ως τη βάρκα. Η μάννα μου έτρεχε κατόπιν, κι εγώ μαζύ της. Κόσμος από περιέργεια ακολούθησαν, ως κάτω στο γιαλό. Μερικοί έλεγαν κι άσχημα λόγια.
- Σκύλα!... ψοφίμι!...
Την εμβαρκάρησαν στη φελούκα, κι έπιασαν τα κουπιά οι δυο τους, επήγε μαζύ κι ένας άνθρωπος μ' ένα σελάχι, με μια κουμπούρα στη μέση, και μ' ένα χονδρό ραβδί στο χέρι. Ανθρωπος με μεγάλα μουστάκια και με μακρυά μαλλιά, και με μια μαύρη σκούφια. Ηταν ο καβάσης της δημογεροντίας. Τον είχε στείλει ο πρωτόγερος για συνοδεία. Επήραν μαζύ τους δύο τσάπες κι ένα φτιάρι. Αλλο δεν άφησαν να πατήση στη βάρκα. Τη μάννα μου την έδιωξαν μακρυά. Εγύρισε πίσω με τα κλάματα. Οι άλλες οι μαννάδες, όταν γυρίζουν απ' το ξόδι, απ' την εκφορά του νεκρού, παύουν τα μοιρολόγια. Η μάννα μου τότες τ' άρχισε...
Εκλαιε, αμέρωτα, απαρηγόρητα, και μ' έκαμε κι εμένα να κλαίω. Ανάμεσα την ερωτούσα.
- Πού την πάνε, μάννα, την Ουρανίτσα μας;
Εκεί στη ρίζα ενός βράχου, εις ένα μέρος όπου το χώμα εξείχεν ολίγον, εις έναν μικρόν όχθον, ως μιάμισυ οργυιά το μάκρος, και τέσσαρες πιθαμές το πλάτος, ανθούσε μια όμορφη ιτσιά, γεμάτη απ' ωραία ασπροκίτρινα λουλουδάκια ίτσια, τόσα πολλά και φουντωτά κι άφθονα, ώστε μπορούσαν να γεμίσουν ως δέκα καλάθια. Εκεί ήταν ο τάφος της φτωχής αδελφής μου. Από τότε το Μαραγκό άρχισαν να το λένε «το νησί της Ουρανίτσας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου