Το περιοδικό «Marxism Today» ήταν η επίσημη μηνιαία επιθεώρηση του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οποιος ξεφύλλιζε ωστόσο τις σελίδες του διαπίστωνε με έκπληξη ότι το περιοδικό αυτό, με την τολμηρή και πρωτότυπη θεματολογία του, με τις «αιρετικές» θεωρητικές του αναζητήσεις και με την εικονοκλαστική πολιτική γραμμή του, ξεχώριζε και διέφερε από τα περισσότερα αντίστοιχα έντυπα που εξέδιδαν τα διάφορα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα.
Διόλου τυχαία άλλωστε, η διανοητική και πολιτική επιρροή του υπερέβαινε κατά πολύ τον κύκλο των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε αυτή την επιτυχία του «Marxism Today» καθοριστική ήταν η συμβολή του Μάρτιν Τζέικς (Martin Jacques), ο οποίος υπήρξε ο διευθυντής του περιοδικού από το 1977 μέχρι τον τερματισμό της έκδοσής του, το 1991. Το κείμενο του Μάρτιν Τζέικς, που παρουσιάζουμε εδώ, γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1990, στον απόηχο των μεγάλων «σεισμικών» δονήσεων και των ιστορικών αλλαγών που έφερε το 1989.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι τα γεγονότα του 1989 αντιπροσωπεύουν μια ιστορική στιγμή στην ιστορία του σοσιαλισμού. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Κατέρρευσαν σχεδόν ταυτόχρονα όλα τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης που διακήρυσσαν ότι είναι σοσιαλιστικά και που εμπνέονταν επίσημα από τη μαρξιστική παράδοση. Και στην περίπτωση που θα υπήρχε ακόμα κάποια αμφιβολία, αρκεί να θυμηθούμε τα γεγονότα που αντιπροσωπεύουν το άνοιγμα μιας εξαιρετικής χρονιάς. Αναφέρομαι φυσικά στα γεγονότα της πλατείας Τιανανμέν, που έγιναν σε μια χώρα όπου, διαφορετικά από την Ανατολική Ευρώπη, το κομμουνιστικό καθεστώς διέθετε ιστορικά μεγάλο εθνικό κύρος. Ακόμα και στην Κίνα υπάρχουν επιγραφές πάνω στους τοίχους που σηματοδοτούν το τέλος του παλαιού καθεστώτος.
Και έπειτα, φυσικά, υπάρχει η Σοβιετική Ενωση. Με μιαν ορισμένη έννοια, όλα άρχισαν σε αυτή τη χώρα με την εκλογή του Γκορμπατσόφ ως γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ το 1985. Στην αρχή φαινόταν ότι αυτός θα μπορούσε να μεταρρυθμίσει με επιτυχία τη χώρα του, αλλά τώρα τα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν. Ο Γκορμπατσόφ θα περάσει πιθανόν στην Ιστορία ως μία από εκείνες τις μορφές που προκάλεσαν τη ρήξη ενός παλαιού συστήματος μάλλον, παρά συνέβαλαν στη δημιουργία ενός νέου. Ο παλαιός κόσμος πεθαίνει ακόμα και στη Σοβιετική Ενωση, την έδρα και τον γενέθλιο τόπο του κομμουνιστικού συστήματος. Αυτό που παρατηρούμε είναι αναμφίβολα το τέλος μιας εποχής, το τέλος της εποχής του 1917, της ρωσικής επανάστασης, η οποία συνέβαλε τόσο πολύ στη διαμόρφωση της πολιτικής και της κουλτούρας μας στον εικοστό αιώνα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη σοσιαλιστική παράδοση; Πρώτα απ' όλα διαφαίνεται το τέλος της γεωγραφικής διαίρεσης της Αριστεράς.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους η Αριστερά της Δύσης και η Αριστερά της Ανατολής έχουν πολύ λίγα κοινά στοιχεία. Η κατά το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλδημοκρατική Αριστερά της Δυτικής Ευρώπης έχει μιαν όψη βαθιά διαφορετική από τα κομμουνιστικά κόμματα που κυριαρχούσαν στην Ανατολή. Οι δύο πραγματικότητες μιλούν μιαν εντελώς διαφορετική γλώσσα. Τώρα παρακολουθούμε όμως την επανενοποίηση της Αριστεράς στη Δύση και στην Ανατολή. Για πρώτη φορά αρχίζει να εμφανίζεται μια νέα γλώσσα, το λεξιλόγιο της οποίας περιλαμβάνει λέξεις όπως δημοκρατία, κοινωνία πολιτών, δικαιώματα του πολίτη, αγορά, κοινωνική δικαιοσύνη και οικολογία.
Δεν θα 'πρεπε να υποτιμήσουμε τη σημασία όλων αυτών. Για πάνω από 70 χρόνια, και ιδιαίτερα από το 1945, η δυτική Αριστερά έζησε στη σκιά της υποθήκης της Ανατολής, όπου ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία ήταν ξένες μεταξύ τους έννοιες. Αυτό το διαζύγιο φτάνει τώρα στο τέλος του.
Κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες
Η διαίρεση της Αριστεράς ωστόσο δεν ήταν μόνο γεωγραφικό ζήτημα, αλλά ήταν και πολιτικό. Η Οκτωβριανή Επανάσταση γέννησε τα κομμουνιστικά κόμματα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και εκείνες της Δυτικής Ευρώπης. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και έπειτα το 1917 συνέβαλαν στη διαίρεση της Δεύτερης Διεθνούς και των σοσιαλιστικών της κομμάτων. Από εκείνη την περίοδο κι έπειτα, σε πολλές χώρες υπήρχε τόσο ένα σοσιαλιστικό κόμμα όσο και ένα κομμουνιστικό κόμμα. Και για πολύ καιρό -σίγουρα για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου του Μεσοπολέμου- υπήρξε μια οξεία ιδεολογική ρήξη ανάμεσα στις δύο παραδόσεις. Αυτό που άρχισε να επικρατεί στην ευρωπαϊκή σκηνή στη δεκαετία του 1970 (και ακόμα νωρίτερα στην περίπτωση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) με τη γέννηση του ευρωκομμουνισμού, δυνητικά είχε ήδη καταργήσει τις θεμελιώδεις ιστορικές διαφορές μεταξύ κομμουνισμού και σοσιαλδημοκρατίας: ο σκοπός της επανάστασης αντικαταστάθηκε από εκείνον της μεταρρύθμισης, η δυτική δημοκρατία προτιμήθηκε από το σοβιετικό σύστημα, στη δημοκρατία αποδόθηκε υπερήφανα η προτεραιότητα σε σχέση με την ταξική λογική.
Το 1989 σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής διαίρεσης της Αριστεράς που γεννήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είναι το τέλος της εποχής των κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν υπάρχει τώρα κανένας θεμελιώδης ιστορικός λόγος για την ύπαρξή τους. Ισως σε ορισμένες χώρες αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν για ειδικούς εθνικούς ή συγκυριακούς λόγους, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να μεταμορφωθούν σε κάτι αρκετά διαφορετικό. Γενικά επομένως θα συμβούν δύο πράγματα: ή αυτά θα σοσιαλδημοκρατικοποιηθούν (η περίπτωση του ιταλικού Κ.Κ. είναι η πιο φανερή: στην πραγματικότητα, από πολλές απόψεις, αυτό είναι ήδη ένα σοδιαλδημοκρατικό κόμμα) ή προορίζονται να χαθούν (όπως, για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία).
Ισως όμως το πιο σημαντικό γεγονός είναι ότι το 1989 αντιπροσωπεύει το τέλος μιας ορισμένης αντίληψης του σοσιαλισμού και του τρόπου με τον οποίο αυτός μπορεί να επιτευχθεί.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση βασιζόταν στην πεποίθηση ότι τα στάδια της ανάπτυξης μπορούσαν να υπερπηδηθούν, ότι η Ιστορία μπορούσε να επιταχυνθεί μέσα από σύντομους δρόμους, ότι αν η εργατική τάξη -δηλαδή ο παράγοντας της αλλαγής- ήταν πολύ αδύναμη, αυτή θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το κράτος και η υστέρηση θα μπορούσε να εξαλειφθεί με αναγκαστική εκβιομηχάνιση. Το κόστος που προέκυψε ήταν τρομερό.
Η επανάσταση βασιζόταν και στην ιδέα του βολονταρισμού. Ενα επαναστατικό κόμμα, που κατέχει τους νόμους της Ιστορίας, ήταν εξουσιοδοτημένο να κάνει στην πράξη ό,τι ήθελε. Ηταν η αλαζονεία της παντογνωσίας. Ολα ήταν δυνατά, κανένα οχυρό δεν θα μπορούσε να μείνει απόρθητο.
Η επανάσταση βασιζόταν και στην έννοια της ουτοπίας, στην ιδέα ότι θα μπορούσε να καταστραφεί η παλιά κοινωνία, για να οικοδομηθεί στη θέση της κάτι εντελώς διαφορετικό. Ηταν η κοινωνική μηχανική σε μαζική κλίμακα. Υπήρχε και η πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να οικοδομηθεί σε μία μόνο χώρα, αν και μόνο με τον Στάλιν αυτό έγινε ρητή δέσμευση. Και τονίζοντας την έννοια του σοσιαλισμού σε μια χώρα και συνεπώς σε ένα συνασπισμό χωρών, δημιουργήθηκε η ιδέα ότι ο σοσιαλισμός μπορούσε να είναι ένα είδος απελευθερωμένης περιοχής, που υπάρχει σε μια περισσότερο ή λιγότερο λαμπρή απομόνωση, έξω από τον εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο, σε ανταγωνισμό προς αυτόν ώς το σημείο να τον κάνει να υποχωρεί σιγά σιγά. Ηταν ο κόσμος των αντιθέτων, των ασυμφιλίωτων αξιών, της αυτάρκειας που αντιπαρατίθεται στην αλληλεξάρτηση. Η υπερπήδηση των σταδίων, ο βολονταρισμός, η ιδέα της ολικής ουτοπίας έχασαν την αξιοπιστία τους εξαιτίας της αποτυχίας του 1917. Αυτές οι ιδέες αναμφίβολα συνδέθηκαν κυρίως με την κομμουνιστική παράδοση, αλλά αυτές διατηρούν μιαν ορισμένη αξία ακόμα και σε άλλα ρεύματα της σοσιαλιστικής παράδοσης, συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας.
Ισως όμως, πέρα από αυτά, η πιο σημαντική ιδεολογική συνέπεια που πρέπει να αντληθεί στρέφεται γύρω από την ιδέα του σοσιαλισμού ως διαχωρισμένου συστήματος, που βρίσκεται σε αντίθεση προς τον καπιταλισμό. Η κατάρρευση της μπολσεβίκικης παράδοσης σηματοδοτεί το τέλος της σοσιαλιστικής ουτοπίας ως εναλλακτικής λύσης. Η έμφαση τώρα θα δίνεται στην αλληλεξάρτηση μάλλον παρά στην αυτάρκεια, σε έναν κόσμο με όρια, στον οποίο η κοινωνική πρόοδος σε μια χώρα θα εξαρτάται πάντα από το επίπεδο της προόδου σε άλλες χώρες. Ο βολονταρισμός παλαιού τύπου θα αντικατασταθεί από την αλληλεξάρτηση και την αμοιβαία επίδραση. Ωστόσο η ιδέα του σοσιαλισμού ως ριζικής αντίθεσης στον καπιταλισμό και ως ουσιωδώς εθνικού μορφώματος εκτείνεται πολύ πέρα από την κομμουνιστική παράδοση. Το θυμίζω αυτό για να δείξω πόσο η ιδεολογική κατάρρευση του 1989 και όλα όσα ακολουθούν προχωρούν πολύ πέρα από την κομμουνιστική παράδοση. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο κομμουνισμός είναι όμοια. Αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικές παραδόσεις, αλλά περιέχουν και κοινές ιδέες και επιρροές.
Το μέλλον του μαρξισμού
Ισως σε αυτό το σημείο μπορεί να είναι χρήσιμο να πούμε κάτι για την απόκλιση ανάμεσα στο 1989 και στη μαρξιστική παράδοση. Θα ήταν λάθος να υπαινισσόμαστε, όπως έκαναν ορισμένοι, ότι το γκουλάγκ ενυπήρχε ήδη στον Μαρξ.
Φυσικά είναι δυνατό να διακρίνουμε στα γραφτά του Μαρξ ένα συνδυασμό βολονταρισμού και ντετερμινισμού, που καταλήγει τελικά σε ελιτισμό και αυταρχισμό. Αυτά τα γραφτά ωστόσο σκιαγραφούν έναν ορισμένο αριθμό πιθανών πολιτικών διαδρομών. Τα κυριότερα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, χωρίς εξαιρέσεις, θεωρούσαν πάντοτε τον Μαρξ το θεμέλιο της έμπνευσής τους. Στην εποχή της ιστορικής ρήξης μέσα στη Δεύτερη Διεθνή, όλοι οι κύριοι πρωταγωνιστές της σύγκρουσης δήλωναν ότι είναι μαρξιστές. Οι μενσεβίκοι στη Ρωσία ήταν εξίσου μαρξιστές όσο και οι μπολσεβίκοι. Ο Λένιν, ο Κάουτσκι, ο Πλεχάνοφ και ο Μπερνστάιν, όλοι τους θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές. Αλλά μετά τη ρωσική επανάσταση, η λενινιστική παράδοση οικειοποιήθηκε τη μαρξιστική παράδοση.
Τα κομμουνιστικά κόμματα έγιναν οι θεματοφύλακες του μαρξισμού ως πολιτικής θεωρίας.
Ακόμα και μετά το 1956 (όταν μαρξισμός και κομμουνιστικά κόμματα έπαψαν να είναι συνώνυμα), εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονταν μαρξιστές κατέληξαν να προσχωρούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην παράδοση του 1917. Μιλώ φυσικά για τη Δύση. Στις κομμουνιστικές χώρες ο μαρξισμός -ή ο μαρξισμός-λενινισμός, όπως καθιερώθηκε- έγινε απλώς η επίσημη ιδεολογία του κράτους και επομένως έχασε τη διανοητική του ενέργεια και τη δύναμή του. Επρόκειτο μόνο για προπαγάνδα διατυπωμένη με μια ψευδοθεωρητική γλώσσα.
Το 1989 έκοψε τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τον μαρξισμό με το 1917. Ξαφνικά η μαρξιστική παράδοση απελευθερώθηκε από την παρατεταμένη σύνδεσή της με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτό, ωστόσο, συνεπαγόταν και μιαν άλλη επίπτωση. Αν και ο μαρξισμός στη Δύση εκφράζεται για πολλά χρόνια με πολλαπλά ρεύματα σκέψης (με το 1956 ως αφετηρία), αυτός φέρνει ακόμα τα σημάδια του παρελθόντος του, ως κάτι που έγινε μυθολογικό και τοποθετήθηκε πάνω σε ένα βάθρο. Ενώ η αυθεντική σκέψη του Μαρξ αναπτύχθηκε παράλληλα και σε αλληλεπίδραση με τη σκέψη άλλων στοχαστών, η λενινιστική παράδοση και ιδιαίτερα η σταλινική συνέβαλαν στην πραγματικότητα στην απομόνωση του μαρξισμού από άλλα συστήματα σκέψης.
Κατά συνέπεια, παρά την εποχή του πλουραλισμού, μια ορισμένη θρησκευτικότητα παρέμεινε συνδεδεμένη με τη μαρξιστική παράδοση. Αυτή η συνθήκη εμφανίζεται τώρα σίγουρα αποδυναμωμένη και ένα από τα αποτελέσματα θα μπορούσε να είναι μια απομάκρυνση από τη μαρξιστική ιδέα, ακριβώς ως αντίδραση στις ιδέες του Μαρξ, του Γκράμσι ή άλλων. Υπάρχει όμως και μια ακόμα περιπλοκή. Αν η Οκτωβριανή Επανάσταση έχασε τη σχέση αποκλειστικότητας που είχε με τη μαρξιστική παράδοση, τότε και οι ιδέες αυτής της παράδοσης δεν «ανήκουν» πλέον στην κομμουνιστική παράδοση. Δεν ανήκουν πλέον με την έννοια εκείνη που τους απέδιδαν προηγούμενα. Από δω προκύπτει το ότι ο Μαρξ μπορεί να επανενταχθεί στο κύριο ρεύμα της σοσιαλιστικής παράδοσης ως μία από τις τόσες επιδράσεις και πηγές ιδεών.
Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία
Αν εξετάσουμε την ιστορία του σοσιαλισμού στον εικοστό αιώνα, δεν υπάρχουν αμφιβολίες για το γεγονός ότι η παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας θριάμβευσε επί εκείνης του κομμουνισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σοσιαλδημοκρατία, ως κυρίαρχη τώρα παράδοση του σοσιαλισμού, δεν έχει προβλήματα. Αντίθετα, και αυτή περνάει μιαν ορισμένη κρίση, αν και όχι όμοια με το ιστορικό δράμα και το τέλος του κομμουνισμού. Η λαμπρή περίοδος της σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε αναμφίβολα η περίοδος ανάμεσα στο 1945 και στη δεκαετία 1970. Η κοινωνική της συνιστώσα, που εστιαζόταν στη βιομηχανική εργατική τάξη, ήταν πολύ σαφής, ακέραιη και, για μεγάλο μέρος εκείνης της περιόδου, ακόμα αναπτυσσόμενη. Παρουσίαζε μια πολιτική προοπτική που αναδείχτηκε ηγεμονική, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στις περισσότερες δημοκρατίες των άλλων αναπτυγμένων χωρών. Η κεϊνσιανή κοινωνία της κοινωνικής ευημερίας αποτελούσε σίγουρα το πιο ριζοσπαστικό και επιτυχημένο μοντέλο που γέννησε ποτέ η σοσιαλδημοκρατία. Η χρήση του κράτους ως εργαλείου για την εξασφάλιση της επίτευξης των στόχων της -πλήρης απασχόληση, κράτος της ευημερίας, αναδιανομή, σχεδιοποίηση κ.ο.κ.- λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό.
Αυτή η κατάσταση άρχισε φανερά να εξαντλείται στα τέλη της δεκαετίας 1970, όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και σε άλλες αναπτυγμένες δημοκρατίες. Εκείνη την εποχή, η παλιά κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας φαινόταν καθαρά ότι παρακμάζει. Η βιομηχανική εργατική τάξη μειωνόταν αριθμητικά και έχανε τη συνοχή της. Ταυτόχρονα, το παλιό μοντέλο του 1945 άρχισε να αποδιαρθρώνεται, απειλούμενο από ένα συνδυασμό δημοσιονομικής κρίσης, διεθνοποίησης της οικονομίας, μεταβαλλόμενων προσδοκιών και επιθέσεων της νεοσυντηρητικής Δεξιάς.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατέκτησαν σημαντικές κυβερνητικές θέσεις σε πολλές χώρες στη δεκαετία 1980, αλλά, με εξαίρεση τη Σουηδία, όπου το μοντέλο της συνεργατικής ευημερίας επιβίωσε, αυτά δεν είχαν ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Στην οικονομική τους πολιτική, αυτά έδρασαν συχνά πάνω στις ίδιες βάσεις της νεοσυντηρητικής Δεξιάς, ακολουθώντας μια λιγότερο ή περισσότερο θατσερική στρατηγική. Ενώ στην περίοδο από το 1945 ώς τα μέσα της δεκαετίας 1970 η σοσιαλδημοκρατία ήταν ηγεμονική, προσδιορίζοντας το ευρύτερο πλαίσιο και τις προτεραιότητες της πολιτικής, ακόμα και όταν δεν βρισκόταν στην κυβέρνηση, στη δεκαετία του 1980 συνέβαινε το αντίθετο. Η νεοσυντηρητική Δεξιά ήταν εκείνη που καθόριζε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την πολιτική ατζέντα (...).
Τέλος εποχής
Τι μπορούμε να πούμε σχετικά με την κατάσταση του σοσιαλισμού; Πρώτα απ' όλα η ιδέα ότι αυτός αντιπροσωπεύει μια σφαιρική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό έχει ήδη ξεπεραστεί, τουλάχιστον για το προβλέψιμο μέλλον.
Το τμήμα του κόσμου που είχε παραμείνει έξω από το σύστημα της αγοράς προχωράει τώρα, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορα, ανάλογα με την περίπτωση, για να ενσωματωθεί στη διεθνή οικονομία (δηλαδή στη δυτική οικονομία).
Δεύτερον, η σοσιαλδημοκρατική παράδοση δεν έχει πλέον ένα σαφές πολιτικό σχέδιο, ούτε εκφράζει πλέον τις προσδοκίες της κοινωνίας με τον τρόπο που το έκανε στους καιρούς των παχιών αγελάδων, από το 1945 ώς τη δεκαετία 1970. Γενικότερα επιβεβαιώθηκε μια προφανής υποχώρηση ορισμένων από τους θεσμούς και από τις πολιτικές που συνδέονταν με τον σοσιαλισμό.
Η πιο φανερή έκφραση αυτού του πράγματος είναι η υποχώρηση του κράτους απέναντι στην αγορά.
Αναδύονται επομένως με τρόπο επίμονο πολλά ερωτήματα. Πού βαδίζει ο σοσιαλισμός στα τέλη του εικοστού αιώνα και, ίσως πιο θεμελιακά, τι σημαίνει σοσιαλισμός; Υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η σοσιαλιστική παράδοση βρίσκεται κοντά στο να ανανεώσει το οικονομικό της πρόγραμμα. Αντίθετα μάλιστα ακριβώς σε αυτό το πεδίο αυτή στερείται σήμερα αξιοπιστίας και πρωτοτυπίας. Ο κομμουνιστικός κόσμος απομακρύνεται πολύ γρήγορα από τις παλιές του αρχές, που απέτυχαν δραματικά, ενώ οι δυτικές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη δεκαετία του 1980 υιοθέτησαν μια νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Στις ρίζες της παρακμής του παλιού κεϊνσιανού μοντέλου, κατά την άποψή μου, βρίσκεται η διεθνοποίηση των εθνικών οικονομιών. Οι παλιές ρυθμιστικές δομές σαρώθηκαν από τη διαδικασία της διεθνοποίησης.
Στην πραγματικότητα, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που υπονόμευσε το σοσιαλδημοκρατικό οικονομικό πρόγραμμα δεν ήταν ο θατσερισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά η υλική μεταβολή της οικονομίας.
Αν είναι αλήθεια ότι ζούμε κάποια μορφή αλλαγής εποχής, με τη μετάβαση από τον φορντισμό στον μεταφορντισμό, από τον οργανωμένο καπιταλισμό στον απορρυθμισμένο, από μια κοινωνία των συλλογικών ενώσεων σε μιαν ευέλικτη κοινωνία, τότε προκειμένου η σοσιαλιστική παράδοση να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτή τη μετάβαση με επιτυχία, θα πρέπει να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές (...).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου