26.12.14

Φαντασία, Φαντασιακό, Δημιουργία, Αυτονομία.


kastoriadis
Το Περιοδικό - Ιδέες + Φιλοσοφία, Κείμενα - 26/12/2014
O Κορνήλιος Καστοριάδης πέθανε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997, σε ηλικία 75 ετών. Ο Καστοριάδης υπήρξε ένας σημαντικός Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, που έδρασε και δημιούργησε στη Γαλλία. Από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Αναδημοσιεύουμε εδώ, «τις τέσσερις λέξεις» του.
Οι τέσσερις λέξεις *
του Κορνήλιου Καστοριάδη
1. Φαντασία
Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα; Επαναλαμβάνουν, εδώ και αιώνες, ότι είναι ο ορθός λόγος. Αρκεί όμως να προσέξουμε τη συμπεριφορά των άλλων γύρω μας αλλά και τη δική μας, για να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν αληθεύει. Οι ατομικές και οι συλλογικές συμπεριφορές πολύ συχνά είναι παράλογες. Τα ζώα είναι πιο “λογικά” από εμάς· δεν σκοντάφτουν, δεν τρώνε δηλητηριώδη μανιτάρια, κάνουν αυτό που πρέπει, για να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν. Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Είναι το πάθος και οι επιθυμίες; Ναι, πράγματι. Τα ζώα από ό,τι μπορούμε να ξέρουμε δεν έχουν πάθη ούτε πραγματικές επιθυμίες τα ζώα έχουν ένστικτα. Τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα του πάθους και των επιθυμιών; Είναι ακριβώςτο γεγονός ότι το πάθος και οι επιθυμίες -ο έρωτας, η δόξα, το κάλλος, η εξουσία, ο πλούτος- δεν είναι «φυσικά» αλλά φαντασιακά αντικείμενα.
Η φαντασία, λοιπόν, είναι το ίδιον του ανθρώπου. Η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα.Η φαντασία, ακόμη και εάν κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, δεν αναχαιτίζεται. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική ροή από εικόνες, ιδέες, αναμνήσεις, επιθυμίες, αισθήματα. Μια ροή που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε καν να την ελέγξουμε, τουλάχιστον όχι πάντα. Κάποιες φορές το κατορθώνουμε, λίγο ως πολύ, προκειμένου να σκεφτούμε λογικά και συστηματικά. Αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναπάντεχες αναμνήσεις και επιθυμίες διακόπτουν τον στοχασμό μας. Η φαντασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στη διαστροφή, στην τερατωδία αλλά, επίσης, στην αυταπάρνηση και σε κάθε μεγαλειώδη δημιουργία. Χάρη στη φαντασία το ένστικτο έπαψε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της συμπεριφοράς μας. Χάρη στη φαντασία μπορούμε να δημιουργούμε. Χάρη σ’ αυτήν δημιουργήσαμε την τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Η φαντασία δεν γνωρίζει όρια και κανόνες, ούτε ηθικούς και λογικούς νόμους. Πάντως, εάν είχαμε αφεθεί χωρίς περιορισμούς στη φαντασία, ασφαλώς δεν θα είχαμε επιβιώσει ως είδος. Ο άνθρωπος επιβίωσε ως είδος, επειδή δημιούργησε κοινότητες, κοινωνίες, θεσμούς, κανόνες που οριοθετούν και περιορίζουν τη φαντασία, αλλά και που συχνά επίσης την καταπνίγουν.
2. Φαντασιακό
Το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνον ως κοινωνικό ον. Αυτό σημαίνει ότι ζει σε μια κοινωνία με θεσμούς, με νόμους, με ήθη, με έθιμα, κ.λπ. Ερώτημα: Από πού έρχονται αυτοί οι θεσμοί, οι νόμοι, τα έθιμα; Είναι αδύνατον να πούμε, όπως συχνά πίστευαν οι λαοί, ότι υπάρχει ένας δημιουργός, ένας νομοθέτης όλων αυτών. Σε μιαν ήδη θεσμισμένη κοινωνία, τα άτομα μπορούν να προτείνουν νόμους, κάποιους ιδιαίτερους νόμους. Τούτο όμως είναι δυνατόν να γίνει, επειδή υπάρχει ήδη ένα σύστημα νόμων, επειδή αυτά τα άτομα έχουν ζήσει ήδη σε μια κοινωνία με νόμους. Ένας συγγραφέας μπορεί να επινοήσει μια νέα λογοτεχνική μορφή και ένας περιθωριακός μια λέξη της αργκό. Αυτά είναι δυνατόν να γίνουν, επειδή υπάρχει ήδη η γλώσσα και η αργκό. Όμως ποιος θα μπορούσε μόνος του να δημιουργήσει εκ προοιμίου τη γλώσσα και να την επιβάλει στους υπόλοιπους; Και με ποια γλώσσα θα επικοινωνούσε;
Όλα αυτά -οι νόμοι, οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα- είναι συλλογικές δημιουργίες. Προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας βάσει ενός συμβολαίου (το “κοινωνικό συμβόλαιο” ). Όμως ένα συμβόλαιο προϋποθέτει άτομα κοινωνικά, τα οποία γνωρίζουν τι είναι ένα τέτοιο συμβόλαιο. Προσπάθησαν επίσης να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας με τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Όμως κανένας φυσικός ή βιολογικός νόμος δεν μπορεί να ερμηνεύσει την καταγωγή των θεσμών, που είναι ένα καινούργιο φαινόμενο μέσα στο δημιουργημένο σύμπαν. Κανένας φυσικός και βιολογικός νόμος δεν απαντά στα ερωτήματα: Γιατί οι Εβραίοι δημιούργησαν τον μονοθεϊσμό; Γιατί οι ‘Ελληνες δημιούργησαν τις δημοκρατικές πόλεις; Γιατί η Δύση δημιούργησε τον καπιταλισμό; Για να συλλάβουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς επίσης τις αλλαγές της μέσα στον χρόνο αλλά και τις διαφορές της μέσα στον χώρο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτές οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητες διαθέτουν μιαν χωρίς προηγούμενο δημιουργική ικανότητα. Αυτή τη δημιουργική ικανότητα μπορούμε να την ονομάσουμε: κοινωνικό φαντασιακό.
Το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό επίσης δημιουργεί κάτι πολύ σημαντικό: τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες.Oι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες της κοινωνίας δηλαδή καθορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες δίνουν νόημα στη ζωή των ατόμων και, τελικά, δίνουν νόημα ακόμη και στον θάνατο τους. Το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο. Αλλάζει. Και οι αλλαγές του δηλώνουν την ύπαρξη αλλαγών στην κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Το κοινωνικό φαντασιακό, άπαξ και δημιούργησε τους θεσμούς, μπορεί είτε να παραμείνει κατά κάποιον τρόπο σε λήθαργο (έτσι συμβαίνει στις πρωτόγονες, τις αρχαϊκές, τις παραδοσιακές κοινωνίες), είτε να προκαλέσει αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες (έτσι συμβαίνει στην εποχή μας, η οποία γνωρίζει έναν γρήγορο ρυθμό από ιστορικές μεταβολές, ανήκουστο στην μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας).
3.Δημιουργία
Οι φιλόσοφοι έχουν αναρωτηθεί: Γιατί να υπάρχει κενό; Θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτα. Το ερώτημα αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει απάντηση. Ίσως μάλιστα να μην έχει καν νόημα. Υπάρχει όμως ένα άλλο ερώτημα που μας βασανίζει και δεν μπορεί παρά να μας βασανίζει: Πώς γίνεται και υπάρχει μια τέτοια πολυμορφία πραγμάτων; Και φυσικά δεν εννοώ μόνον την ποσοτική πολυμορφία. Πώς γίνεται και υπάρχει αυτή η απέραντη ποικιλία μορφών, από τη μη έμβια φύση, μέχρι τις πολυάριθμες ακαθόριστες μορφές ζωής, ακόμη και μέχρι τις μορφές που ακατάπαυστα η ανθρώπινη ιστορία παράγει και δημιουργεί; Έχει υποστηριχθεί ότι η δημιουργία είναι θεία πράξη. Δεν είναι θεία πράξη. Η δημιουργία είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει το ον. Κάθε ον. Το παν υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή και αναδημιουργία. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως ό,τι παρουσιάζεται μπροστά μας είναι μια ατέρμων επανάληψη της ίδιας μορφής, διότι αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: Μήπως, κάθε τι είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις μορφές που έχουν ήδη υπάρξει από καταβολής χρόνου; Είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ένας αληθινός χρόνος· ο χρόνος της μεταβολής. Και αληθινή μεταβολή είναι η ανάδυση νέων μορφών. Τα φαινόμενα, τα οποία παρατηρούμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Αυτές οι ερμηνείες είναι ασφαλώς πολύτιμες αλλά είναι πάντα μερικές. Γιατί; Διότι έχουν σημασία μόνον στις περιπτώσεις όπου τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται (οι ίδιες αιτίες δίνουν τα ίδια αποτελέσματα), αλλά δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάδυση νέων μορφών.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της ζωής. Η βιολογία μας λέει ότι σε μιαν ορισμένη στιγμή, μέσα στον «πρωταρχικό χυλό» που υπήρχε στη γη, ενας μεγάλος αριθμός μορίων συνενώθηκε τυχαία και, στη συνέχεια, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες -θερμοκρασίας, ακτινοβολίας, πίεσης- αναδύθηκαν μορφές ζωής. Αυτή όμως η απάντηση δεν στέκει. Γιατί; Διότι μια μορφή ζωής είναι κάτι άλλο από μιαν απλή συνένωση μορίων. Επί πλέον, πρόκειται για μια σύνθεση μορίων τελείως ιδιαίτερη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων που θα μπορούσαν να συντεθούν. Είναι μια συνένωση που κατορθώνει να οργανώνεται, να συντηρείται, να αναπαράγεται. Το ίδιο ισχύει, με τρόπο πολύ πιο πυκνό και έντονο, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα συνδυασμού ίδιων στοιχείων. Η Ιστορία είναι δημιουργία νέων στοιχείων. Είναι δημιουργία της μουσικής, της ζωγραφικής, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας. Και φυσικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος τη μουσική του Μπαχ ή του Μπετόβεν. Αυτή η μουσική είναι μεγάλη, διότι είναι πρωτότυπη. Και λέγοντας πρωτότυπη, σημαίνει ότι ακριβώς δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.
4. Αυτονομία
Υπάρχει ανθρώπινη ελευθερία και σε τι συνίσταται; Ελευθερία δεν σημαίνει να κάνουμε ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, ούτε, όπως νόμιζαν ορισμένοι φιλόσοφοι, να δρούμε χωρίς κίνητρα. Ελευθερία σημαίνει κατ’ αρχάς να έχουμε διαύγεια απέναντι, σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σ’ αυτό που κάνουμε. Μπορούμε όμως να είμαστε ελεύθεροι, όταν ζούμε σε μια κοινωνία και κάτω από τον κοινωνικό νόμο; Θα διατυπώσω την απάντηση ως εξής: Μπορώ να είμαι ελεύθερος, εφόσον συμμετέχω στη διαμόρφωση αυτού του νόμου, εφόσον αποφασίζω ισότιμα μαζί με τους άλλους για τη δημιουργία αυτού του νόμου και, τέλος, εφόσον είμαι σύμφωνος με τον τρόπο που ο νόμος αυτός θεσμίστηκε. Για πολύ μεγάλο διάστημα οι ανθρώπινες κοινωνίες πίστευαν ότι τους νόμους και τους θεσμούς τους δεν τους είχαν δημιουργήσει οι ίδιες. Αλλά τότε ποιος; Οι θεοί, ο Θεός, οι πρόγονοι. Σε τέτοιες συνθήκες αυτοί οι νόμοι και οι θεσμοί προφανώς θεωρούνται ιεροί. Αδύνατον να τους αμφισβητήσει κανείς. Πώς είναι δυνατόν να πω ότι ο νόμος που τον έχει δώσει ο Θεός (αν ο Θεός είναι η πηγή κάθε δικαίου) είναι άδικος;
Σε μιαν τέτοια κοινωνία, που θα την αποκαλέσουμε ετερόνομη -επειδή είναι υπόδουλη στους δικούς της θεσμούς- τα ίδια τα άτομα είναι ετερόνομα. Δεν μπορούν να σκεφτούν μόνα τους, εκτός από τελείως τετριμμένα και δευτερεύοντα θέματα. Δεν μπορούν να ελέγξουν κριτικά τη συμπεριφορά τους. Δεν μπορούν να κρίνουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι αληθές και τι ψευδές. Αυτή ήταν η μοίρα της κοινωνίας επί χιλιετίες. Κάποια στιγμή όμως έγινε μια ιστορική ρήξη, η οποία άλλαξε την κατάσταση των πραγμάτων. Η ρήξη αυτή παρατηρείται για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα (στις πόλεις που δημιούργησαν τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία) και μετά, αφού μεσολάβησαν είκοσι αιώνες έκλειψης, ξαναξεκίνησε για δεύτερη φορά στη Δυτική Ευρώπη (με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα χειραφέτησης, το εργατικό κίνημα κ.λπ.). Αυτά τα κινήματα -με το πρόταγμα της αυτονομίας- δημιούργησαν τις κάποιες ελευθερίες που διαθέτει η κοινωνία, στην οποία ζούμε. Όμως το πρόταγμα της αυτονομίας, το οποίο έφθασε στο κορύφωμα του ανάμεσα στο 1750 και το 1950, επί του παρόντος μοιάζει να είναι εξουδετερωμένο. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία, στην οποία η απάθεια, ο κυνισμός και η ανευθυνότητα ολοένα επεκτείνονται. Το κίνημα της αυτονομίας πρέπει να ξαναξεκινήσει και να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει μιαν αληθινή δημοκρατία. Μια δημοκρατία όπου όλοι θα συμμετέχουν στη ρύθμιση και τον καθορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και αυτό είναι το μόνο πολιτικό πρόταγμα, για το οποίο αξίζει τον κόπο να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.
*Τέσσερις λέξεις: Φαντασία, Φαντασιακό, Δημιουργία, Αυτονομία. Τέσσερις έννοιες-κλειδιά στο έργο του Κορνηλίου Καστοριάδη. Αυτές τις τέσσερεις λέξεις τις “παρουσίασε” ο ίδιος στη γαλλική τηλεόραση -στην καθημερινή εκπομπή Inventer Domain του δημοσίου και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα σταθμού La Cinquicnic-,σε τέσσερις συνεχείς ημέρες (2,3,4,5.12.1996). Τέσσερις λέξεις, τέσσερις εκπομπές διάρκειας τεσσάρων λεπτών κάθε μία, κάθε εκπομπή για μία λέξη. Αυτό εδώ το κείμενο είναι η μετάφραση, με ελάχιστες συντομεύσεις, των τεσσάρων εκπομπών, από το βιβλίο “Είμαστε η Ιστορία μας”, του Κ.Καστοριάδη.
castoriadis3Πηγή: Eagainst

20.12.14

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ




τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
(symbole@mail.com)
Τὰ τελευταῖα χρόνια γίνεται πολὺς λόγος γύρω ἀπὸ τὰ ἱστο­ρικὰ καὶ χρονολογικὰ στοιχεῖα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου· πότε ἀκριβῶς γεν­νήθηκε, ποιό ἔτος, ποιό μῆνα, ποιά ἐποχή. αὐτὲς οἱ συζητήσεις ὅμως δὲν γίνονται πάντοτε καλοπροαίρετα, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἔχουν σκοπὸ νὰ ἀμφι­σβη­τήσουν τὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγο­νό­τος τῆς γεν­νή­σεως, κατ᾿ ἐπέκτασιν δὲ νὰ πλήξουν τὴν πεποίθησι στὴν πραγ­μα­τικὴ ὕπαρξι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ καὶ ἐν τέλει νὰ κλο­νί­σουν τὴν ἐμπι­στοσύνη μας καὶ τὴν πίστι μας στὸ θεανδρικὸ πρόσωπό του. ἐδῶ λοιπὸν θὰ προσεγγίσουμε τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ κυρίως ἀπὸ πλευρᾶς ἱστο­ρι­κῆς καὶ θὰ ἀ­σχο­ληθοῦμε μὲ μία λεπτομέρεια· μὲ τὴν ἡμε­ρο­μηνία τῆς γεννήσεως.
῾Ιστορικὰ καὶ ἀστρονομικὰ στοιχεῖα
Οτι ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς δὲν γεννήθηκε στὶς 25 δεκεμ­βρίου εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ ἐποχή. ἄλλωστε στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ ἐκκλησία οὔτε κἂν ἑώρταζε τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου. γύρω στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος καθι­ε­ρώ­θηκε ἡ δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς ᾿Επιφανείας ἢ Θεοφανείας καὶ ὡρίστηκε στὶς 5 ἰανουρίου, ἀργότερα δὲ στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου (Β. Στεφανίδη, «᾿Εκκλ. ἱστορία», ᾿Αθῆναι 1959, σ. 116, 313-314. ᾿Αρχίπ­που Βελουχιώτη, «Χριστιανικὲς ἑορτές», Συμβολὴ 14, σ. 15). γιὰ τὸ ἀρχικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὁ ἱστορικὸς Β. Στεφανίδης γράφει· «ὅσον δὲ ἀφορᾷ τὸ ζήτημα ποῖον γεγονὸς τοῦ βίου τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἑωρτάζετο, ὑπῆρχεν ἀμφιταλάντευσις μεταξὺ τῆς βα­πτί­σεως καὶ τῆς γεν­νήσεως αὐ­τοῦ». στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου γιορτάζονταν μαζὶ ἡ γέννησι καὶ ἡ βά­πτισι τοῦ Κυρίου, ἡ ἔμφασι ὅμως δινόταν στὴν γέννησι, διότι θεοφάνειαἐπιφάνεια ἐκαλεῖτο ἡ γέννησι, ἡ κατὰ σάρκα φανέρωσι τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο. γενικῶς ἐπειδὴ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ θεω­ρή­θηκε ὡς ἡμέρα «τῆς ἐπιφα­νείας τῆς μεσ­σι­ανικότητος ἢ θεότητος τοῦ Χριστοῦ» (Β. Στεφα­νίδης), ἔλαβε πολλαπλὸ θεολογικὸ περιεχόμενο, καὶ ἡ ἴδια ἡμέρα κατὰ τόπους ἐθεωρεῖτο συσσωρευτικὰ ὡς μνήμη πολλῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ἤ τοι τῆς γεν­νή­σεως, τῆς προσκυνήσεως τῶν ποι­μένων καὶ τῶν μάγων, τῆς περιτομῆς, τῆς βαπτί­σεως, ἀκόμη καὶ τοῦ πρώτου θαυ­μαστοῦ ση­μείου στὸν γάμο τῆς Κανά (᾿Ιω. Φουντούλη, «Λειτουργική», σ. 124).
Τὰ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἦσαν ἀτελῆ, σὰν ἕνα ῥολόι ποὺ χάνει ἢ κερδίζει 1 λεπτὸ κάθε μέρα, καὶ ἄρα ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ κάθε πρω­το­μηνιὰ πήγαι­ναν μπρὸς-πίσω ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἡμερολο­γιακῆς ἀνακριβείας καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο συχνὰ γίνονταν διορ­θώσεις τοῦ ἔτους καὶ βελτιώ­σεις τοῦ ἡμερολογίου. γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ εἶχαν ὡς πρωτο­χρονιὰ τὴν 1η μαρτίου, ποὺ τὴν τοποθέτησαν ἀρχικῶς στὴν ἡμέρα τοῦ ἰσημερίας (ἀρχὴ τῆς ἀνοίξεως), ἐπειδὴ τότε εἶναι τὸ «πρωὶ» τῆς χρονιᾶς, τότε ἄρχιζαν οἱ ἀγροτικὲς ἐρ­γα­σίες, ὁ πλοῦς τῶν ναυτικῶν καὶ οἱ πολε­μικὲς ἐπι­χει­ρήσεις. ὅμως μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ ἰσημερία ἔφυγε ἀπὸ τὴν 1η μαρτίου καὶ πῆγε στὶς 21 τοῦ μηνός· αὐτὸ ὀφείλεται στὰ ἀτελῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαιότητος.
Γιὰ ἕνα διάστημα οἱ ἀρχαῖοι ῾Ρωμαῖοι ἔκαμαν πρῶτο μῆνα τοῦ ἔτους τὸν σεπτέμ­βριο, διότι τότε τὴν 1η σεπτεμ­βρίου ἦταν ἡ φθινοπωρινὴ ἰση­μερία (σημερινὴ 23η τοῦ μηνός), καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ὁ νέος κύκλος τῶν ἀγροτικῶν ἐρ­γασιῶν, ποὺ ξεκινοῦν μὲ τὰ ὀρ­γώματα γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῶν προσεχῶν καλλιεργειῶν. ὅταν ἀργότε­ρα, σὲ ὄψιμα χρόνια, οἱ ῾Ρω­μαῖοι ἔκαμαν πρωτοχρονιά τους τὴν 1η ἰα­νουαρίου, αὐτὴ ἀντιστοιχοῦσε στὴν σημερινὴ 22α δεκεμ­βρίου, μέγιστη νύ­χτα τῆς χρονιᾶς καὶ πρώτη μέρα ποὺ αὐξάνει τὸν χρόνο της καὶ τὴν ἡλι­ο­φάνεια, ἐνῷ ἡ 1η σεπτεμ­βρίου ἔμεινε σὰν οἰκο­νομικὴ καὶ φορολογικὴ πρωτοχρονιά, ἐπειδὴ τότε τελείωναν ὅλες οἱ συγκομιδές, καὶ οἱ πολῖτες μποροῦσαν νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους των· σὲ εἶδος βέβαια, δηλαδὴ σὲ ἀγροτικὰ προϊόντα, διότι νόμισμα δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, «Λάθος ὁ ἑορτασμὸς τῆς χιλιετηρίδος ἕναν χρόνο νωρίτερα», ἄρθρο τῆς 21ης ἰουλίου 2000).
Μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρ­ρύθμισι τοῦ ᾿Αλεξαν­δρειανοῦ ῞Ελληνος ἀστρονόμου Σωσιγένους ἐπὶ ᾿Ιουλίου Καίσαρος τὸ 46 πρὸ Χριστοῦ οἱ ἡμέρες τοῦ ἔτους –καὶ ἡ 1η σεπτεμβρίου– πῆραν τὴν σημερινή τους θέσι. στὰ χρόνια τοῦ Καίσαρος καὶ τοῦ Χρι­στοῦ ἡ 1η σεπτεμβρίου ἦταν ἡ οἰ­κονομικὴ-φορολογικὴ πρωτο­χρονιά, ἐνῷ ἡ ἡμερολογιακὴ ἦταν ἡ 1η ἰα­νουαρίου. τὸ ῥωμαϊκὸ κράτος κάθε 1η σεπτεμβρίου δεχόταν τὶς φορο­λογικὲς δηλώσεις καὶ τοὺς φόρους καὶ κάθε 15 χρόνια ἔκανε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ γιὰ τοὺς ῾Ρωμαίους ἦταν οἰκονομικὴ-φορολογικὴ καὶ ὄχι στατιστική, ὅπως εἶναι σήμερα, οὔτε στρατολογική, ὅπως ἦταν στὸν βιβλικὸ ᾿Ισραήλ. ἡ 1η σεπτεμβρίου τοῦ πρώτου ἔτους τῆς κάθε δεκα­πεν­ταετίας λεγόταν edictum, ἔδικτον, ἤδικτον, ἴδικτον, ἴνδικτος, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐτοι­χοκολ­λεῖτο σὲ ὅλη τὴν αὐτο­κρατορία τὸ δόγμα (= edictum, διάταγμα) τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ διέτασσε τὴν ἀπογραφή, ἡ ὁποία ἄρχιζε ἀμέσως (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω).
Οἱ πληροφορίες τῆς Βίβλου
῾Ο εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν ἱστορῇ τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου, μᾶς λέει (Λκ 2: 1)· «...ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου». τὸ δόγμα = διά­ταγμα τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου ἐτοι­χοκολλήθη, σύμφωνα μὲ τὰ προ­­ηγούμενα, τὴν 1η Σεπτεμβρίου ἐκείνου τοῦ ἔτους, κι ἀμέσως οἱ ὑπόδουλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων κι ὁ ᾿Ιωσὴφ μὲ τὴν ἔγκυο παρθένο Μαρία, ἔσπευσαν νὰ ἀπογραφοῦν ὁ καθένας στὸν τόπο καταγωγῆς του (Βηθλεὲμ) καὶ ὄχι στὸν τόπο διαμονῆς του (Ναζαρέτ)· ὅπως καὶ σήμερα οἱ ἑτεροδημότες γιὰ τὶς ἐκλογὲς τῆς τοπικῆς αὐτοδιοι­κήσεως πρέπει νὰ πᾶνε νὰ ψηφίσουν στὸ χωριό τους. παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔσπευ­σαν τὸ ταχύτερο δὲν πρόλαβαν μιὰ ἀνθρώπινη θέσι διανυκτε­ρεύσεως μέσα σὲ σπίτι ἢ πανδοχεῖο, ἀλλ᾿ ἀναγ­κά­στηκαν νὰ διανυκτερεύ­σουν ὅπως ὅπως σ᾿ ἕναν στάβλο, ὅπου τὴν πρώτη βραδιὰ γεννήθηκε ὁ Χρι­στός. μία πορεία ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ μέχρι τὴν Βηθλεὲμ μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διαρκοῦσε 4 ἢ 5 ἡμέρες. συνεπῶς ὁ Χριστὸς γεννήθηκε τὴν νύχτα τῆς 4ης πρὸς 5η Σεπτεμβρίου, ποὺ τότε σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα της ἐθεωρεῖτο 5η Σεπτεμβρίου, διότι γιὰ τοὺς ἀρ­χαίους τὸ νέο 24ωρο ἄρχιζε ἀπὸ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς 12 τὰ μεσάνυχτα, ὅπως ἀρχίζει σήμερα (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω).
Σύμφωνα μὲ τὴν διήγησι τοῦ εὐαγγελίου ἀποκλείεται παν­τελῶς ἡ περίπτωσι ὁ Χριστὸς νὰ γεν­νήθηκε χειμῶνα, διότι τὴν νύχτα ἐκείνη «ποι­μένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς...» (Λκ 2: 8). ὅπως γνωρίζουν οἱ κάτοικοι τῶν ἀγροτικῶν περιο­χῶν, οἱ ποιμένες ποτὲ δὲν βγάζουν τὴν νύχτα τὰ κοπάδια τους γιὰ βοσκὴ μέσα στὸ καταχείμωνο, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διότι τὰ ζῷα δὲν θὰ βροῦν τίποτε νὰ φᾶνε, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διότι θὰ ψοφήσουν ἀπ᾿ τὸ κρύο καὶ τὴν ὑγρασία ἢ τὴν κακο­καιρία. αὐτὸ (δηλαδὴ τὴν νυχτερινὴ βοσκὴ) τὸ κάνουν στὴν ζεστὴ περίοδο τοῦ ἔτους, κυρίως μάιο μὲ σεπτέμβριο, διότι τότε λόγῳ τῆς ζέ­στης καὶ τοῦ καύσωνος πάλι τὰ ζῷα διατρέχουν κίνδυνο, ἂν βο­σκήσουν τὴν ἡμέρα. Κι ἂν στὴν ῾Ελλάδα γίνεται αὐτὸ τὸν σε­πτέμ­­βριο, ποὺ εἶναι ζεστὸς καὶ σχεδὸν καλοκαιρινὸς μῆνας, πολὺ πιὸ ζεστὸς εἶναι στὴν Παλαιστίνη.
῾Η λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας
Βέβαια μπορεῖ κάποιος νὰ ἀναρωτηθῇ· καλὰ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ στοι­χεῖα καὶ οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνονται, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἔχουμε καμμία σαφέστερη ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία (ἀνάμνησι ἢ παράδοσι) ὅτι ἡ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ σεπτεμβρίου; καὶ ὅμως ἔχουμε! σὲ ἕνα ἀρχαιότατο ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ τῆς ἁγίας Σο­φίας Κων­σταν­τινουπόλεως, σὲ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος (πατ­μια­κὸς κῶδιξ 266, ἔκδοσις Δημητριεύσκη Ι, Κίεβον 1895, σ. 1), στὴν 1η σεπτεμβρίου ὁρίζεται στὸ 3ο ἀν­τί­φωνο τῆς λειτουργίας νὰ ψαλῇ τὸ ἐφύμνιον «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θε­οῦ, ὁ ἐκ παρθένου τεχθείς, ψάλλοντάς σοι ἀλληλούια». ἀλλὰ τὸ ἐφύ­μνιον αὐτὸ εἶναι τῆς λειτουργίας τῶν χριστου­γέννων καὶ ψάλ­λε­ται μέχρι σήμερα στὶς 25 δεκεμβρίου! γιατί νὰ ψαλῇ καὶ τὴν 1η σεπτεμβρίου στὴν ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου; εἶναι ἀσφα­λῶς ἐντυπωσιακὸ ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ πατρι­άρχης ἦταν ὁ ἅγιος Φώτιος ὁ μέγας, στὴν λειτουργία ποὺ ὁ ἴδιος χορο­στατοῦσε στὴν ἁγία Σοφία Κων­σταν­τι­νου­πόλεως τὴν 1η σεπτεμβρίου, ἀνυμνοῦσαν τὴν γέννησι τοῦ Κυ­ρίου! ἡ πληροφορία αὐτὴ ποὺ μόλις δια­σώθηκε μέχρι τῶν ἡμε­ρῶν μας στὸ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος εἶναι μεγάλης θεολογικῆς καὶ ἱστο­ρικῆς σπουδαιότητος, διότι δείχνει ὅτι σὲ ἀρ­χαιότατους χρό­νους ὑ­πῆρ­χε στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι ἀνάμνησι ὅτι ὁ Κύριος γεν­νήθη­κε στὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς σεπτεμβρίου.
Μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πρῖσμα κάποια λειτουργικὰ στοιχεῖα τῆς 1ης σε­πτεμ­βρίου, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν εἶχαν τύχει ἰδιαιτέρας προσοχῆς, ἀπο­κτοῦν ἄλλην βαρύτητα. κατ᾿ ἀρχὰς βλέπουμε ὅτι ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης σεπτεμβρίου στὸ μηναῖο εἶναι ἑορτάσιμος ὑπὸ τύπον μικρᾶς δεσπο­τικῆς ἑορτῆς. αὐτὸ πλέον δὲν σημαίνει ἐπίδρασι τοῦ κοσμικοῦ ἑορτολο­γίου (τῆς αὐτο­κρα­τορικῆς ἰνδίκτου-πρωτοχρονιᾶς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολου­θία, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἐκκλησία ὥρισε αὐτὴν τὴν ἑορτὴ γιὰ καθαρὰ δικούς της λό­γους. ἐπιπλέον ἂν προσέξουμε τὴν ὑμνογραφία τῆς 1ης σεπτεμβρίου, ὅπως ὑπάρχει στὰ ἐν χρήσει λειτουργικὰ βιβλία (μηναῖα), θὰ ἐκπλα­γοῦμε ἀσφαλῶς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι στὴν θεματολογία τῆς ἡμέρας περι­λαμ­βάνεται καὶ ἡ γέννησις τοῦ Κυρίου. ἀξίζει νὰ δοῦμε λίγα ἀποσπά­σματα.
᾿Απόστιχον τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελον 3ον, ἦχος β΄· «Θαυμαστὸς εἶ, ὁ Θεός, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ αἱ ὁδοί σου ἀνεξιχνίαστοι· πέλεις γὰρ σοφία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπόστασις τελεία καὶ δύναμις, συνάναρχός τε καὶ συναΐδιος συνεργία· δι᾿ ὃ παντοδυνάμῳ ἐξουσίᾳ κόσμῳ ἐπεδήμησας, ζητῶν ὃ ἐκάλλυνας πλάσμα, ἀνεκφράστως ἐξ ἀπειράνδρου μητρός, μὴ τραπεὶς τῇ θεότητι...»
Κανὼν τῆς ἰνδίκτου, ᾠδὴ α΄, ἦχος α΄, τροπάριον 2ον· «῎ᾼσωμεν πάντες Χριστῷ τῷ πατρικῇ εὐδοκίᾳ ἐπιφανέντι ἐκ παρθένου...» [ἐπιφανέντι ἐκ παρθένου = ἡ ἀρχαία ἑορτὴ τῆς ἐπιφα­νείας, ἤ τοι τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου.]
Αἶνοι τοῦ ὄρθρου, ἰδιόμελον 3ον, ἦχος β΄· «Αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός, αἱ πορεῖαί σου μεγάλαι καὶ θαυμασταί· δι᾿ ὃ τῆς οἰκονομίας σου τὴν δυνα­στείαν μεγαλυνοῦμεν, ὅτι φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας εἰς ταλαίπωρον κόσμον σου, καὶ τὴν πρώτην ἀνεῖλες ἀρὰν τοῦ παλαιοῦ ᾿Αδάμ, ὡς ηὐδό­κησας, Λόγε, ...» [φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας = Θεοφάνεια.]
῾Επομένως στὴν καὶ σήμερα ψαλλόμενη ὑμνολογία τῆς 1ης σεπτεμ­βρίου διατηροῦνται πολλὲς ἀναφορὲς ποὺ συνδέουν τὴν ἡμέρα αὐτὴν μὲ τὴν ἀρχαία ἑορτὴ τῆς ᾿Επιφανείας ἢ Θεοφανείας, τὸ περι­ε­χόμενο τῆς ὁποίας σαφῶς ὁρίζεται (στὶς ἴδιες ἀναφορὲς) ὅτι ἦταν ἡ γέν­νησι τοῦ Χρι­στοῦ. ἀρκεῖ νὰ συγκρίνουμε τὰ παραπάνω ἀπο­σπάσματα μὲ τοὺς ὕμνους τῆς 25ης δεκεμβρίου καὶ τῆς 6ης ἰανουαρίου, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι μὲ τὸ 3ο κεκραγάριον ἰδιόμελον τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν χριστουγέννων, ἦχος β΄· «...ὁ σαρκωθεὶς ἐκ Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἐναν­θρωπήσας, φῶς ἡμῖν ἔλαμψας, Χριστὲ ὁ Θεός, τῇ σῇ παρουσίᾳ· φῶς ἐκ φωτός, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, πᾶσαν φύσιν ἐφαίδρυνας...» Καὶ μὲ ἕνα στιχηρὸ τῶν αἴνων τῆς 6ης ἰανουαρίου· «Φῶς ἐκ φωτός, ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπιφανεὶς Θεός, τοῦτον λαοὶ προσκυ­νήσωμεν». γίνεται λοιπὸν σαφὲς ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, διότι πρωταρχικὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάμνησι τῆς γεννήσεως τοῦ θεανθρώπου.
῞Οταν κατὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος θεσπίστηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Θεο­φα­νείας, πρέπει νὰ ὑπῆρχε ἀκόμη ὡς ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι ἡ ἀμυδρὴ ἀνάμνησι ὅτι ὁ Κύριος γεν­νή­θηκε στὶς 5 τοῦ μηνὸς μετὰ τὴν πρωτοχρονιά· κι ἐπειδὴ στὴν ξεθω­ριασμένη προφορικὴ παράδοσι λησμο­νήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν οἰ­κονομικὴ-φορολογικὴ πρωτοχρονιά, τὴν «πρώτη τῆς ἰνδί­κτου», καὶ ὄχι γιὰ τὴν κοσμικὴ πρωτοχρονιά, θεωρήθηκε ὅτι ὁ Χρι­στὸς γεννήθηκε στὶς 5 ᾿Ιανουαρίου, ὁπότε γι᾿ αὐτὸ τοποθέτησαν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Θεοφανείας ἢ ᾿Επιφανείας σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμερο­μηνία. τὸ ὅτι στὴν ἴδια ἡμερομηνία κατὰ τὴν ἀρχαιότητα συνέπιπτε τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο καὶ ἡ εἰδωλολατρικὴ ἑορτὴ τῶν γενεθλίων τοῦ «θεοῦ» ἡλίου ἦταν κατ᾿ ἀρχὰς μία ἁπλῆ σύμπτωσι. σύντομα ἡ χριστιανικὴ ἑορτὴ ἔγινε διήμερη, 5 καὶ 6 ἰανουαρίου, καὶ τελικῶς ἡ δεύ­τερη ἡμέρα ἔγινε πανηγυρι­κώτερη καὶ ἐπεσκίασε τὴν πρώτη. ἔ­μεινε ὅμως μέχρι σήμερα ἡ συνήθεια νὰ τελῆται τὴν 5η ἰανουαρίου ὄρθρος καὶ λειτουργία καὶ μέγας ἁγιασμὸς πολὺ νωρὶς τὸ πρωί, καὶ λίγοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια. ὑπάρχει ἐπίσης στὴν λαϊκὴ πα­ράδοσι ὁ θρῦλος ὅτι τὴν νύχτα ἐκείνη τὴν πρὸς 5 ἰανουαρίου κατὰ τὰ μεσάνυχτα «ἀνοίγουν τὰ οὐράνια», καὶ φαίνεται ὁ Θεός· στοὺς πολὺ πιστοὺς μόνο. αὐτὸ εἶ­ναι ὁ ἀσθενὴς ἀπόηχος ὅτι τὴν νύχτα ἐκείνη γεν­νήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, κι ἔγινε ὁρατὸς στοὺς ἀνθρώπους, μὲ πρώτους τοὺς πολὺ πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω). ἑπομένως ἡ κατὰ τὴν 5η ἰανου­αρίου ἑορταζομένη ἀρ­χικῶς Χριστοῦ γέννα δείχνει μὲ κάποιο λάθος τὴν 5η σεπτεμβρίου ποὺ φαίνεται στὰ εὐαγγέλια ὡς ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ὅμως τελικὰ γιορτάζουμε τὰ χριστούγεννα στὶς 25 δεκεμβρίου; καὶ πάλι ἡ αἰτία βρίσκεται στὰ ἀτελῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαι­ό­τητος. ἡ ῾Ρώμη γιόρταζε τὴν ἑορτὴ τῆς θεοφανείας ὄχι στὶς 5 ἢ 6 ἰανουαρίου ἀλλὰ στὶς 25 δεκεμβρίου, διότι εἶχε γίνει κάποια ἡμερο­λογιακὴ διόρθωσι, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τὸ χειμερινὸ ἡλιο­στάσιο, ποὺ παλαιότερα συνέπιπτε στὶς 5 ἢ 6 ἰανουαρίου, τώρα συνέπιπτε στὶς 25 δεκεμβρίου, ὁπότε καὶ ἡ ἑορτὴ στὴν ῾Ρώμη με­τα­τέθηκε στὴν νέα της ἡμε­ρο­μηνία 25 δεκεμβρίου, ἐνῷ στὴν ᾿Ανατολὴ παρέμεινε στὶς 5 ἰανουα­ρίου. πάντως πολὺ νωρίς, τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος, ἡ 25η δεκεμβρίου ὡς χριστιανικὴ ἑορτὴ ἀπὸ τὴν ῾Ρώμη με­ταφέρ­θηκε στὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ καθιερώθηκε. τότε συνέβη νὰ διατηρηθοῦν ὡς ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ δυὸ ἡμε­ρομηνίες, ἡ μὲν 25η δεκεμβρίου καθαρῶς ὡς γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ 6η ἰανου­αρίου ὡς ἀνά­μνησι τῆς βαπτίσεως αὐτοῦ. ἡ ἀρχαία σύζευξι τῶν δεσπο­τικῶν ἑορτῶν τῆς γεννήσεως καὶ τῆς βαπτίσεως στὶς 5 καὶ 6 ἰα­νου­αρίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στὸ ἑορτολόγιο τῆς ἀρμενικῆς ἐκκλη­σίας.
῾Η σημασία τῶν ἐρευνῶν
Τί σημαίνει ἡ ἐξακρίβωσι τῆς πραγματικῆς ἡμερομηνίας τῆς γεν­νή­σεως τοῦ Κυρίου; ὅτι τώρα θὰ πρέπει νὰ ἀλλά­ξουμε τὴν ἡμερο­μη­νία γιορτῆς τῶν χρι­στου­γέννων; ὄχι. πρέπει νὰ ξέ­ρουμε ὅτι οἱ περισ­σό­τερες ἡμερομηνίες τῶν δεσπο­τικῶν καὶ θεομητο­ρικῶν ἑορτῶν εἶναι συμ­βατικές. ἐπὶ παραδείγματι τὸ γενέσιον τῆς Θεοτό­κου δὲν συνέβη 8 σε­πτεμβρίου, οὔτε ξέρουμε πότε συνέβη. ἡ μεταμόρ­φωσις τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη παρα­σκευή, ἄρα θὰ περίμενε κανεὶς νὰ εἶναι κινητὴ ἑορτὴ καὶ νὰ τὴν γιορτάζουμε φεβρουάριο ἢ μάρτιο, κι ἐμεῖς τὴν γιορτάζουμε αὔγουστο (μετάθεσι 6 μῆνες). ἐπίσης οἱ περισ­σό­τερες μνῆμες ἁγίων δὲν εἶναι στὴν ἡμερομηνία ποὺ μαρ­τύ­ρησαν ἢ ἐκοιμήθησαν ὁσιακῶς, ἀλλὰ σὲ ἄλλη ἡμερομηνία γιὰ διαφόρους λό­γους. ἔτσι ἡ μνήμη τοῦ Χρυσοστόμου στὶς 13 νοεμβρίου εἶναι κατὰ μετάθεσι 2 ὁλόκληρους μῆνες. ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου μετατίθεται κατὰ 6 ὁλόκλη­ρους μῆνες (ἀπὸ 12 μαρτίου στὶς 12 ὀκτωβρίου). ἐδῶ λοιπὸν στὰ Χριστούγεννα ἔχουμε μετάθεσι γιὰ 4 μῆνες, καὶ μάλιστα ξέρουμε καὶ τοὺς λόγους καὶ τὶς συγχύσεις μηνῶν ποὺ ὡδήγησαν σ᾿ αὐτὴν τὴν μετάθεσι. δὲν εἶναι κά­τι τὸ παράξενο στὸν χῶρο τοῦ ἑορτολογίου.
Σὲ κάθε περίπτωσι ἡ σημασία τοῦ ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς γεν­νή­σεως τοῦ Κυρίου εἶναι με­γάλη. 1) φαίνεται ὅτι οἱ πληροφορίες τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἀκρι­βεῖς, ἄρα κατὰ πάντα ἀληθεῖς. 2) ἡ ἐκκλησία δὲν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς στὸν ἀρχικὸ προσδιορισμὸ τῆς ἡμε­ρο­μηνίας τῶν χριστουγέννων. 3) δὲν ἔχουν σχέσι τὰ δικά μας χρι­στού­γεννα μὲ τὰ δῆθεν χριστούγεννα τοῦ ἐκτὸς ἐκκλησίας κόσμου.
(δημοσιεύτηκε στὸν «᾿Εκκλησιολόγο» Πατρῶν στὶς 17/12/2011)

* Πηγή: symbole.gr.