Ο Σεπτέμβρης 1944 και η μοίρα της Ελλάδας
Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Ο Σεπτέμβριος του 1944 -πριν 64 χρόνια ακριβώς- ήταν ο μήνας που προκαθόρισε το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας και την πορεία της μέχρι τις μέρες μας σ' ένα συγκεκριμένο πολιτικο - οικονομικό καθεστώς. Και μάλιστα πριν από τις συμφωνίες του Οκτωβρίου '44 μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν στη Μόσχα.
Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Αντονι Ιντεν σε μια συνάντησή του με τον σοβιετικό πρεσβευτή στο Λονδίνο Φέοντορ Ταράσοβιτς Γκούσεφ είχε ζητήσει την υποστήριξη του νεοδιορισθέντος πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση από τη Σοβιετική Ενωση.
Με αυτή την ευκαιρίο ο Ιντεν πρότεινε στη σοβιετική κυβέρνηση η Ελλάδα να θεωρηθεί ότι ανήκει στον επιχειρησιακό χώρο ευθύνης της Βρετανίας, καθώς συνεχιζόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ρουμανία στον ρωσικό επιχειρησιακό χώρο με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται και για το πολιτικό καθεστώς που θα εγκαθιδρυόταν σ' αυτές τις χώρες μετά το τέλος του πολέμου. Οι Ρώσοι απάντησαν μ' ένα «ναι μεν αλλά...» δίνοντας μια κατ' αρχήν θετική απάντηση που όμως τη συνόδευαν κάποιες προϋποθέσεις. Η σοβιετική κυβέρνηση έδινε πρωτεύουσα θέση στην προέλασή της προς την Κεντρική και Νότια Ευρώπη που θα υποχρέωνε τη χιτλερική Γερμανία σε συνεχή υποχώρηση και θα εδραίωνε τη σοβιετική παρουσία σ' αυτές τις περιοχές. Ηδη τον Σεπτέμβριο ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε στα Βαλκάνια και άγγιζε τα ελληνικά σύνορα.
Μια μεγάλη αγωνία άρχισε να διακατέχει τους Βρετανούς, την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση αλλά και τον κρατικό μηχανισμό που λειτουργούσε στην κυρίως Ελλάδα.
Τι θα συνέβαινε τώρα; Τα σοβιετικά στρατεύματα θα εισέρχονταν στο ελληνικό έδαφος όπου αναμφίβολα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ θα τους υποδέχονταν με πολύ φιλική διάθεση;
Οι Βρετανοί βλέποντας το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση στο εσωτερικό της Ελλάδας και τα σοβιετικά στρατεύματα να πλησιάζουν τα ελληνικά σύνορα άρχισαν να νιώθουν μια έντονη αγωνία. Κατά τον Τσόρτσιλ η Ελλάδα έπρεπε να βρίσκεται μεταπολεμικά υπό βρετανική επιρροή.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 η σοβιετική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βουλγαρία και δύο ημέρες αργότερα ο Ελληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Αθανάσιος Αγνίδης έγραφε στον Αντονι Ιντεν: «Σαν συνέπεια της ρωσικής κήρυξης πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας και την είσοδό του σοβιετικού στρατού στο βουλγαρικό έδαφος, μια νέα κατάσταση πολύ περίπλοκη δημιουργείται, δεδομένου ότι είναι πιθανόν πως οι γερμανικές δυνάμεις θα οπισθοχωρήσουν στο ελληνικό έδαφος και θ' ακολουθηθούν κατά πόδας από τον σοβιετικό στρατό. Εν όψει του γεγονότος ότι δεν υπάρχει στρατιωτική δράση από την πλευρά των άλλων Μεγάλων Συμμάχων της Ελλάδας σοβαρή ανησυχία δημιουργείται σχετικά με το ανωτέρω ενδεχόμενο.
»Η κυβέρνησή μου με εφόρτισε να σας εκφράσω την ανησυχία της γι' αυτό το θέμα και να σας ρωτήσω τι ενέργειες προτίθεται να κάνει η βρετανική κυβέρνηση».1
Πράγματι, μετά την ταχύτατη προώθηση των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία, τη συνθηκολόγηση του φιλοχιτλερικού καθεστώτος και την εγκαθίδρυση στη Σόφια της κυβέρνησης του «Πατριωτικού Μετώπου», ο βουλγαρικός στρατός τέθηκε υπό σοβιετική διοίκηση. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, όπου τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη τέθηκαν υπό τη ρωσική στρατιωτική διοίκηση και τυπικά άλλαξαν «χρώμα». Από στρατεύματα κατοχής του Αξονα έγιναν Συμμαχικά στρατεύματα υπό τη ρωσική στρατιωτική διοίκηση. Και αυτό που δεν έχει συνειδητοποιηθεί μέχρι σήμερα είναι ότι η σοβιετική επιρροή από τον Σεπτέμβριο του 1944 επεκτεινόταν de facto στην ελληνική Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, δηλ. σ' ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.
Οι Βρετανοί ένιωθαν πλέον να τρέμει η γη κάτω από τα πόδια τους και στις 12 Σεπτεμβρίου ο Ιντεν σημείωσε για τον βρετανό πρωθυπουργό: «Η ρωσική προέλαση στη Βουλγαρία με ανησυχεί πάρα πολύ... Είναι σημαντικό να μην αφήσουμε καμία αμφιβολία στους Ρώσους για τη σημασία που αποδίδουμε στην Ελλάδα και νομίζω ότι έχει έρθει ο καιρός να τους προειδοποιήσουμε κάπως γενικά για την αποφασιστικότητά μας να στείλουμε εκεί βρετανικές δυνάμεις».2
Ο Τσόρτσιλ συμφώνησε να ενημερωθεί και η σοβιετική κυβέρνηση. Στάλθηκαν άμεσες οδηγίες στον Βρετανό πρεσβευτή στη Μόσχα Αρτσιμπαλντ Κλαρκ Κερ στις 21 Σεπτεμβρίου από τον Ιντεν. Το βρετανικό τηλεγράφημα προς τον Κερ έγραφε: «... Θα πρέπει να πληροφορήσετε τον κ. Μόλοτοφ ότι έχει αποφασισθεί να σταλεί μια βρετανική δύναμη στην Ελλάδα στο πολύ εγγύς μέλλον. Θα πρέπει να εξηγήσετε ότι ελπίζουμε πως η άφιξη των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα θα εμποδίσει σοβαρές αναταραχές ή εμφύλιο πόλεμο και ότι η στρατιωτική δύναμη θα βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση, που αποτελείται απ' όλα τα κόμματα της χώρας, να αποκαταστήσει την εξουσία της με σκοπό η μετάβαση από την κατοχή στην απελευθέρωση, να μπορέσει να ολοκληρωθεί με τη λιγότερη αναταραχή... Θα πρέπει να τονίσετε στον κ. Μόλοτοφ το ειδικό μας ενδιαφέρον για την Ελλάδα, όπως έγινε σαφές από εμένα στον σοβιετικό πρεσβευτή τον περασμένο Μάιο και να εκφράσετε την ελπίδα ότι στις σημερινές συνθήκες η σοβιετική κυβέρνηση δεν θα το θεωρήσει αναγκαίο να στείλει ρωσικές δυνάμεις σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας εκτός μετά από συμφωνία με την κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας».
Ο Βρετανός πρεσβευτής είχε κάποιες αντιρρήσεις για την τελευταία παράγραφο των υποδείξεων του Ιντεν και έκανε μερικές τροποποιήσεις αυτής της τελευταίας παραγράφου στο μνημόνιο που συνέταξε για να επιδώσει στη σοβιετική κυβέρνηση.
Ο Ιντεν συμφώνησε με την τροποποίηση του υφισταμένου του. Η τελευταία παράγραφος του μνημονίου της βρετανικής πρεσβείας που επιδόθηκε στη σοβιετική κυβέρνηση συντάχθηκε ως εξής:
«Δεδομένου ότι η Ελλάδα ήταν και είναι στη σφαίρα των βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας υποθέτει ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να στείλει δυνάμεις στην Ελλάδα. Αν όμως οι περιστάσεις οποιαδήποτε στιγμή το απαιτήσουν η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας το θεωρεί πολύ σημαντικό ότι τα σχέδια της σοβιετικής κυβέρνησης θα πρέπει να συντονισθούν με τα δικά της».3
Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Βρετανός πρεσβευτής συναντήθηκε με τον σοβιετικό επίσημο Αντρέι Βισίνσκι και του επέδωσε το σχετικό μνημόνιο της κυβέρνησής του. Ο Κερ ενημέρωσε τον Ιντεν σχετικά: «Εθεσα το ζήτημα στον Βισίνσκι σήμερα το απόγευμα. Είπε ότι θα το μεταβιβάσει. Θα θέσω προθεσμία στη σοβιετική κυβέρνηση μερικές μέρες για να το εξετάσει και μετά θα επανέλθω».
Ομως η σοβιετική διπλωματία με ασυνήθιστη ταχύτητα απάντησε αμέσως την επόμενη μέρα.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, μια σημαδιακή μέρα, ο Βρετανός πρεσβευτής τηλεγράφησε από τη Μόσχα στην κυβέρνησή του:
«Σήμερα ο κ. Βισίνσκι μού επέδωσε ένα μνημόνιο που περιλαμβάνει την απάντησή της σοβιετικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με αυτό η σοβιετική κυβέρνηση υπενθύμισε τη συνομιλία με τον Σοβιετικό πρεσβευτή τον περασμένο Μάιο σαν αποτέλεσμα της οποίας μια κατ' αρχήν συμφωνία επήλθε σχετικά με τα αντίστοιχα θέατρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιβεβαιώνουν αυτή τη συμφωνία και δηλώνουν ότι δεν έχουν αντίρρηση για την αποστολή μιας βρετανικής δύναμης στην Ελλάδα και δεν έχουν (επαναλαμβάνω δεν έχουν) πρόθεση να στείλουν σοβιετικές δυνάμεις σ' αυτή τη χώρα».
Ο Ιντεν πάνω σ' αυτό το τηλεγράφημα του Βρετανού πρεσβευτή, στο σημείο που δηλώνεται ότι οι Σοβιετικοί συμφωνούν για την αποστολή βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, έχει τραβήξει μια κόκκινη μολυβιά σημειώνοντας προφανώς ικανοποιημένος τη λέξη: «Ωραία».4
Το βράδυ της ίδιας μέρας, της 23ης Σεπτεμβρίου, ο Βρετανός πρεσβευτής Κερ και ο Αμερικανός ομόλογός του Αβερελ Χάριμαν συναντήθηκαν με τον Στάλιν για να μεταφέρουν μήνυμα των Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ σχετικό με τη διάσκεψη του Κεμπέκ.
Σε κάποιο σημείο της συνάντησης ο Κερ βρήκε την ευκαιρία και υπενθύμισε στον αρχηγό της ΕΣΣΔ ότι «πολύ σύντομα» θα έφταναν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Το θέμα φυσικά δεν ήταν άγνωστο στον Στάλιν και αμέσως απάντησε αυθόρμητα: «Ωραία, είναι πια καιρός».5
Μικρές βρετανικές δυνάμεις δεν άργησαν να καταφθάνουν στην Ελλάδα, όχι για να πολεμήσουν τους Γερμανούς αλλά για να βοηθήσουν στην τήρηση «του νόμου και της τάξης».
Κάποια μικροπροβλήματα παρουσιάζονταν ακόμα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, καθώς η σοβιετική ηγεσία θα χρησιμοποιούσε τα εκεί βουλγαρικά στρατεύματα σαν ένα πρόσθετο διπλωματικό ατού για τις αγγλο-ρωσικές συνομιλίες του Οκτωβρίου.
Στις 10 Οκτωβρίου 1944 ο Ιντεν συναντήθηκε με τον Μόλοτοφ στη Μόσχα στο πλαίσιο της αγγλο-ρωσικής διάσκεψης κορυφής και εκδήλωσε την ανησυχία του γιατί τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής παρέμεναν στη Βόρεια Ελλάδα και συμπεριφέρονταν «με αυξανόμενη αυθάδεια», θέτοντας ακόμα και υπό κατ' οίκον περιορισμό Βρετανούς αξιωματικούς στην ελληνική Θράκη.
Ο Μόλοτοφ διαβεβαίωσε τον συνομιλητή του ότι αφού θα συνομιλούσαν για «την όλη βαλκανική κατάσταση» στη συνέχεια ήταν βέβαιος ότι μια συμφωνία μπορούσε να επιτευχθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές «σε όλα τα σημεία».
Πράγματι η σοβιετική διοίκηση δεν άργησε να διατάξει την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Σε λίγο θα τα διαδέχονταν οι βρετανικές δυνάμεις στο ελληνικό έδαφος.
1. Φ. Οικονομίδης, Οι προστάτες, η αληθινή ιστορία της Αντίστασεως, σ. 250-251
2. Cordite 157, Ιντεν προς Τσόρτσιλ, 12.9.1944
3. Οι προστάτες. σ. 252-253
4. ό.π.
5. PREM 3/210
Ο τότε Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, με το Γ. Παπανδρέου |
Μια μεγάλη αγωνία άρχισε να διακατέχει τους Βρετανούς, την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση αλλά και τον κρατικό μηχανισμό που λειτουργούσε στην κυρίως Ελλάδα.
Τι θα συνέβαινε τώρα; Τα σοβιετικά στρατεύματα θα εισέρχονταν στο ελληνικό έδαφος όπου αναμφίβολα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ θα τους υποδέχονταν με πολύ φιλική διάθεση;
Οι Βρετανοί βλέποντας το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση στο εσωτερικό της Ελλάδας και τα σοβιετικά στρατεύματα να πλησιάζουν τα ελληνικά σύνορα άρχισαν να νιώθουν μια έντονη αγωνία. Κατά τον Τσόρτσιλ η Ελλάδα έπρεπε να βρίσκεται μεταπολεμικά υπό βρετανική επιρροή.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 η σοβιετική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βουλγαρία και δύο ημέρες αργότερα ο Ελληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Αθανάσιος Αγνίδης έγραφε στον Αντονι Ιντεν: «Σαν συνέπεια της ρωσικής κήρυξης πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας και την είσοδό του σοβιετικού στρατού στο βουλγαρικό έδαφος, μια νέα κατάσταση πολύ περίπλοκη δημιουργείται, δεδομένου ότι είναι πιθανόν πως οι γερμανικές δυνάμεις θα οπισθοχωρήσουν στο ελληνικό έδαφος και θ' ακολουθηθούν κατά πόδας από τον σοβιετικό στρατό. Εν όψει του γεγονότος ότι δεν υπάρχει στρατιωτική δράση από την πλευρά των άλλων Μεγάλων Συμμάχων της Ελλάδας σοβαρή ανησυχία δημιουργείται σχετικά με το ανωτέρω ενδεχόμενο.
»Η κυβέρνησή μου με εφόρτισε να σας εκφράσω την ανησυχία της γι' αυτό το θέμα και να σας ρωτήσω τι ενέργειες προτίθεται να κάνει η βρετανική κυβέρνηση».1
Πράγματι, μετά την ταχύτατη προώθηση των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία, τη συνθηκολόγηση του φιλοχιτλερικού καθεστώτος και την εγκαθίδρυση στη Σόφια της κυβέρνησης του «Πατριωτικού Μετώπου», ο βουλγαρικός στρατός τέθηκε υπό σοβιετική διοίκηση. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, όπου τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη τέθηκαν υπό τη ρωσική στρατιωτική διοίκηση και τυπικά άλλαξαν «χρώμα». Από στρατεύματα κατοχής του Αξονα έγιναν Συμμαχικά στρατεύματα υπό τη ρωσική στρατιωτική διοίκηση. Και αυτό που δεν έχει συνειδητοποιηθεί μέχρι σήμερα είναι ότι η σοβιετική επιρροή από τον Σεπτέμβριο του 1944 επεκτεινόταν de facto στην ελληνική Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, δηλ. σ' ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.
Οι Βρετανοί ένιωθαν πλέον να τρέμει η γη κάτω από τα πόδια τους και στις 12 Σεπτεμβρίου ο Ιντεν σημείωσε για τον βρετανό πρωθυπουργό: «Η ρωσική προέλαση στη Βουλγαρία με ανησυχεί πάρα πολύ... Είναι σημαντικό να μην αφήσουμε καμία αμφιβολία στους Ρώσους για τη σημασία που αποδίδουμε στην Ελλάδα και νομίζω ότι έχει έρθει ο καιρός να τους προειδοποιήσουμε κάπως γενικά για την αποφασιστικότητά μας να στείλουμε εκεί βρετανικές δυνάμεις».2
Ο Τσόρτσιλ συμφώνησε να ενημερωθεί και η σοβιετική κυβέρνηση. Στάλθηκαν άμεσες οδηγίες στον Βρετανό πρεσβευτή στη Μόσχα Αρτσιμπαλντ Κλαρκ Κερ στις 21 Σεπτεμβρίου από τον Ιντεν. Το βρετανικό τηλεγράφημα προς τον Κερ έγραφε: «... Θα πρέπει να πληροφορήσετε τον κ. Μόλοτοφ ότι έχει αποφασισθεί να σταλεί μια βρετανική δύναμη στην Ελλάδα στο πολύ εγγύς μέλλον. Θα πρέπει να εξηγήσετε ότι ελπίζουμε πως η άφιξη των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα θα εμποδίσει σοβαρές αναταραχές ή εμφύλιο πόλεμο και ότι η στρατιωτική δύναμη θα βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση, που αποτελείται απ' όλα τα κόμματα της χώρας, να αποκαταστήσει την εξουσία της με σκοπό η μετάβαση από την κατοχή στην απελευθέρωση, να μπορέσει να ολοκληρωθεί με τη λιγότερη αναταραχή... Θα πρέπει να τονίσετε στον κ. Μόλοτοφ το ειδικό μας ενδιαφέρον για την Ελλάδα, όπως έγινε σαφές από εμένα στον σοβιετικό πρεσβευτή τον περασμένο Μάιο και να εκφράσετε την ελπίδα ότι στις σημερινές συνθήκες η σοβιετική κυβέρνηση δεν θα το θεωρήσει αναγκαίο να στείλει ρωσικές δυνάμεις σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας εκτός μετά από συμφωνία με την κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας».
Ο Βρετανός πρεσβευτής είχε κάποιες αντιρρήσεις για την τελευταία παράγραφο των υποδείξεων του Ιντεν και έκανε μερικές τροποποιήσεις αυτής της τελευταίας παραγράφου στο μνημόνιο που συνέταξε για να επιδώσει στη σοβιετική κυβέρνηση.
Ο Ιντεν συμφώνησε με την τροποποίηση του υφισταμένου του. Η τελευταία παράγραφος του μνημονίου της βρετανικής πρεσβείας που επιδόθηκε στη σοβιετική κυβέρνηση συντάχθηκε ως εξής:
«Δεδομένου ότι η Ελλάδα ήταν και είναι στη σφαίρα των βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας υποθέτει ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να στείλει δυνάμεις στην Ελλάδα. Αν όμως οι περιστάσεις οποιαδήποτε στιγμή το απαιτήσουν η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας το θεωρεί πολύ σημαντικό ότι τα σχέδια της σοβιετικής κυβέρνησης θα πρέπει να συντονισθούν με τα δικά της».3
Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Βρετανός πρεσβευτής συναντήθηκε με τον σοβιετικό επίσημο Αντρέι Βισίνσκι και του επέδωσε το σχετικό μνημόνιο της κυβέρνησής του. Ο Κερ ενημέρωσε τον Ιντεν σχετικά: «Εθεσα το ζήτημα στον Βισίνσκι σήμερα το απόγευμα. Είπε ότι θα το μεταβιβάσει. Θα θέσω προθεσμία στη σοβιετική κυβέρνηση μερικές μέρες για να το εξετάσει και μετά θα επανέλθω».
Ομως η σοβιετική διπλωματία με ασυνήθιστη ταχύτητα απάντησε αμέσως την επόμενη μέρα.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, μια σημαδιακή μέρα, ο Βρετανός πρεσβευτής τηλεγράφησε από τη Μόσχα στην κυβέρνησή του:
«Σήμερα ο κ. Βισίνσκι μού επέδωσε ένα μνημόνιο που περιλαμβάνει την απάντησή της σοβιετικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με αυτό η σοβιετική κυβέρνηση υπενθύμισε τη συνομιλία με τον Σοβιετικό πρεσβευτή τον περασμένο Μάιο σαν αποτέλεσμα της οποίας μια κατ' αρχήν συμφωνία επήλθε σχετικά με τα αντίστοιχα θέατρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιβεβαιώνουν αυτή τη συμφωνία και δηλώνουν ότι δεν έχουν αντίρρηση για την αποστολή μιας βρετανικής δύναμης στην Ελλάδα και δεν έχουν (επαναλαμβάνω δεν έχουν) πρόθεση να στείλουν σοβιετικές δυνάμεις σ' αυτή τη χώρα».
Ο Ιντεν πάνω σ' αυτό το τηλεγράφημα του Βρετανού πρεσβευτή, στο σημείο που δηλώνεται ότι οι Σοβιετικοί συμφωνούν για την αποστολή βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, έχει τραβήξει μια κόκκινη μολυβιά σημειώνοντας προφανώς ικανοποιημένος τη λέξη: «Ωραία».4
Το βράδυ της ίδιας μέρας, της 23ης Σεπτεμβρίου, ο Βρετανός πρεσβευτής Κερ και ο Αμερικανός ομόλογός του Αβερελ Χάριμαν συναντήθηκαν με τον Στάλιν για να μεταφέρουν μήνυμα των Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ σχετικό με τη διάσκεψη του Κεμπέκ.
Σε κάποιο σημείο της συνάντησης ο Κερ βρήκε την ευκαιρία και υπενθύμισε στον αρχηγό της ΕΣΣΔ ότι «πολύ σύντομα» θα έφταναν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Το θέμα φυσικά δεν ήταν άγνωστο στον Στάλιν και αμέσως απάντησε αυθόρμητα: «Ωραία, είναι πια καιρός».5
Μικρές βρετανικές δυνάμεις δεν άργησαν να καταφθάνουν στην Ελλάδα, όχι για να πολεμήσουν τους Γερμανούς αλλά για να βοηθήσουν στην τήρηση «του νόμου και της τάξης».
Κάποια μικροπροβλήματα παρουσιάζονταν ακόμα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, καθώς η σοβιετική ηγεσία θα χρησιμοποιούσε τα εκεί βουλγαρικά στρατεύματα σαν ένα πρόσθετο διπλωματικό ατού για τις αγγλο-ρωσικές συνομιλίες του Οκτωβρίου.
Στις 10 Οκτωβρίου 1944 ο Ιντεν συναντήθηκε με τον Μόλοτοφ στη Μόσχα στο πλαίσιο της αγγλο-ρωσικής διάσκεψης κορυφής και εκδήλωσε την ανησυχία του γιατί τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής παρέμεναν στη Βόρεια Ελλάδα και συμπεριφέρονταν «με αυξανόμενη αυθάδεια», θέτοντας ακόμα και υπό κατ' οίκον περιορισμό Βρετανούς αξιωματικούς στην ελληνική Θράκη.
Ο Μόλοτοφ διαβεβαίωσε τον συνομιλητή του ότι αφού θα συνομιλούσαν για «την όλη βαλκανική κατάσταση» στη συνέχεια ήταν βέβαιος ότι μια συμφωνία μπορούσε να επιτευχθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές «σε όλα τα σημεία».
Πράγματι η σοβιετική διοίκηση δεν άργησε να διατάξει την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Σε λίγο θα τα διαδέχονταν οι βρετανικές δυνάμεις στο ελληνικό έδαφος.
1. Φ. Οικονομίδης, Οι προστάτες, η αληθινή ιστορία της Αντίστασεως, σ. 250-251
2. Cordite 157, Ιντεν προς Τσόρτσιλ, 12.9.1944
3. Οι προστάτες. σ. 252-253
4. ό.π.
5. PREM 3/210
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/09/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου