Η σεξουαλική υγεία αποτελεί σημαντική παράμετρο της ποιότητας ζωής και της υποκειμενικής αντίληψης του «ευ ζην». Στυτική δυσλειτουργία είναι η αδυναμία επίτευξης ή/και διατήρησης ικανοποιητικής στύσης κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Επιδημιολογικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία, έδειξαν ότι η στυτική δυσλειτουργία, σε κάποιο βαθμό, εκδηλώνεται σε έναν στους δύο ή τρεις άνδρες άνω των 40 ετών.
Η συχνότητα εκδήλωσης του προβλήματος ετησίως είναι περίπου 26 περιπτώσεις σε πληθυσμό 1.000 ανδρών. Σύμφωνα με υπολογισμούς, περίπου 152 εκατομμύρια άνδρες σε όλο τον κόσμο παρουσιάζουν κάποιου βαθμού διαταραχή στη λειτουργία της στύσης και το 2025 εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός θα έχει διπλασιαστεί. Η προβαλλόμενη επίπτωση για την Ελλάδα είναι περίπου μισό εκατομμύριο άνδρες.
Ποιος είναι ο μηχανισμός;
Στις περισσότερες περιπτώσεις Στυτικής Δυσλειτουργίας, πάσχει το ενδοθήλιο, δηλαδή το στρώμα κυττάρων που επενδύει το εσωτερικό τμήμα των αγγείων και έχει την ιδιότητα να απελευθερώνει ουσίες που χαλαρώνουν τα αγγεία, με αποτέλεσμα τα αγγεία του πέους να μην μπορούν να χαλαρώσουν και να επιτρέψουν τη δίοδο του αίματος με ευχέρεια μέσα από αυτά. Η μη ικανοποιητική εισροή αίματος είναι εκείνη που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία επίτευξης ή και διατήρησης ικανοποιητικής στύσης.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;
Η ηλικία αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση του προβλήματος. Από την ηλικία των 40 ετών και πάνω, ένας στους τρεις άνδρες εμφανίζει κάποιου βαθμού Στυτική Δυσλειτουργία, ενώ πάνω από τα 60 ή 70, το ποσοστό αυτό μεγαλώνει και γίνεται ένας στους δύο άνδρες. Είναι, βέβαια, και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το ενδοθήλιο, όπως η αρτηριακή υπέρταση, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υπερχοληστερολαιμία, ο διαβήτης και η καθιστική ζωή. Ο,τι δηλαδή επηρεάζει δυσμενώς τα αγγεία μας, βλάπτει το ενδοθήλιο και προκαλεί διαταραχές στη στύση. Είναι ενδεικτικό ότι ειδικότερα για την αρτηριακή υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη έχει βρεθεί ότι η συχνότητα της στυτικής δυσλειτουργίας διπλασιάζεται στους ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση και τριπλασιάζεται στους διαβητικούς.
Φταίνε τα φάρμακα της υπέρτασης;
Ορισμένες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων έχουν ενοχοποιηθεί για πρόκληση στυτικής δυσλειτουργίας. Φάρμακα, δηλαδή, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υπέρτασης, ενδέχεται να προκαλούν τα ίδια στυτική δυσλειτουργία, μέσω διαφόρων μηχανισμών. Ετσι, το ερώτημα που έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών συζητήσεων τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον η στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες με υπέρταση οφείλεται στην υπέρταση καθ' αυτή, ή στα αντιυπερτασικά φάρμακα που χορηγούνται. Τα τελευταία δεδομένα υποστηρίζουν ότι οι διαταραχές της δομής και λειτουργίας των αγγείων του πέους ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την πρόκληση στυτικής δυσλειτουργίας σε υπερτασικούς ασθενείς, ενώ η συμμετοχή των αντιυπερτασικών φαρμάκων φαίνεται ότι είναι υπαρκτή, αλλά μάλλον δευτερεύουσας σημασίας. Τα θειαζιδικά διουρητικά είναι μια κατηγορία φαρμάκων που συχνά συνδέονται με εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας. Εχει όμως παρατηρηθεί ότι ανάμεσα σε υπερτασικούς ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή, η συχνότητα διάγνωσης στυτικής δυσλειτουργίας είναι μεγαλύτερη στους ασθενείς που γνωρίζουν ότι αυτό αποτελεί πιθανή παρενέργεια των εν λόγω φαρμάκων, γεγονός που τονίζει τη σημασία του ψυχολογικού παράγοντα.
Ποιος είναι ο κίνδυνος για το καρδιαγγειακό σύστημα;
Η «στηθάγχη» του πέους, όπως την έχουν αποκαλέσει κατά το παρελθόν, πρέπει να ανησυχεί έναν άνδρα μέσης ηλικίας ιδίως όταν έχει τους προαναφερθέντες παράγοντες κινδύνου. Μελέτη της Α' Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών που έτυχε διεθνούς αναγνώρισης (καλύτερη μελέτη για το 2005) έδειξε ότι περίπου ένας στους 5 ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία πάσχει ταυτόχρονα από στεφανιαία νόσο, απόφραξη δηλαδή των αρτηριών της καρδιάς, χωρίς να το γνωρίζει. Σε πολλές περιπτώσεις, η εμφάνιση της στυτικής δυσλειτουργίας θεωρείται «σήμα κινδύνου» για ύπαρξη καρδιαγγειακής νόσου. Και αυτό γιατί τα αγγεία του πέους είναι μικρότερα από τα υπόλοιπα αγγεία του σώματος και η δυσκολία στη ροή του αίματος εμφανίζεται πρώτα σε αυτά. Οπως προκύπτει από διεθνείς μελέτες, αν κάποιος άνθρωπος έχει στυτική δυσλειτουργία τότε έχει 25% μεγαλύτερες πιθανότητες, στην 5ετία, να εμφανίσει καρδιαγγειακό σύμβαμα, συγκρινόμενος, πάντα, με συνομήλικους ανθρώπους που έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως πιθανώς υπέρταση, διαβήτη ή άλλους κοινούς παράγοντες κινδύνου.
Μάλιστα, οι διαταραχές της στύσης προηγούνται σε πολλούς ανθρώπους, όχι βέβαια σε όλους, μέχρι και 2 έως 3 χρόνια της εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου (εγκεφαλικό επεισόδιο, στηθάγχη ή έμφραγμα). Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι όποιος έχει στυτική δυσλειτουργία θα εμφανίσει καρδιαγγειακό νόσημα, ωστόσο το χρονικό αυτό παράθυρο μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα για «επιθετική» αντιμετώπιση των προαναφερθέντων παραγόντων κινδύνου και για ακόμα πιο στενή παρακολούθηση αυτών των ασθενών, με απώτερο σκοπό την επιβράδυνση της εξέλιξης της αθηροσκληρωτικής νόσου. Πρέπει άλλωστε να ληφθεί υπόψη ότι η σεξουαλική δραστηριότητα ισοδυναμεί με μετρίου βαθμού άσκηση, η οποία συνεπάγεται αυξημένες απαιτήσεις για την καρδιά.
Η βλάβη του ενδοθηλίου αποτελεί το κοινό υπόστρωμα για την εκδήλωση της στυτικής δυσλειτουργίας και της καρδιαγγειακής νόσου. Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με μια ιδιαίτερα σημαντική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Μονάδα Καρδιαγγειακών Νοσημάτων και Σεξουαλικής Υγείας (υπεύθυνος: λέκτορας Χαράλαμπος Βλαχόπουλος) της Α' Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο (διευθυντής: καθηγητής Χριστόδουλος Στεφανάδης), οι άνδρες με στυτική δυσλειτουργία εμφανίζουν εντονότερη κινητοποίηση των μηχανισμών της πήξης του αίματος και της φλεγμονής συγκριτικά με συνομήλικούς τους ανθρώπους που έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι ωστόσο δεν παρουσιάζουν προβλήματα στη στύση. Αυτές οι μεταβολές κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές, δεδομένου ότι προδιαθέτουν σε θρόμβωση και σε γενικευμένη αθηρωμάτωση και με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η πιθανότητα για εκδήλωση μελλοντικής καρδιαγγειακής νόσου, όπως είναι το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε μια άλλη μελέτη, αυτή η οποία τιμήθηκε ως σημαντικότερη κλινική μελέτη στο προηγούμενο (2008) Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για τη Σεξουαλική Ιατρική, αναδεικνύεται επίσης και η σημασία της τεστοστερόνης στους εν λόγω μηχανισμούς, καθώς παρατηρήσαμε ότι οι άνδρες που είχαν χαμηλότερα επίπεδα αυτής της ορμόνης παρουσίαζαν αυξημένη σκληρότητα της αορτής, γεγονός που υποδηλώνει μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Οι παράμετροι αυτές, σε συνδυασμό με τους πρώιμους δείκτες γενικευμένης αγγειακής νόσου, όπως είναι το πάχος των καρωτίδων και η σκληρότητα των μεγάλων ελαστικών αρτηριών, κατά κύριο λόγο της αορτής, μπορούν να βοηθήσουν στην παρακολούθηση και διαστρωμάτωση κινδύνου ενός άνδρα μέσης ηλικίας με σημαντικά επηρεασμένη στυτική δυσλειτουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου