7.6.08

... Γεια σου Oυρανέ....

... Γεια σου, για σου, Ουρανέ, με το αφηρημένο φεγγάρι και με

τα αμέτρητα άστρα, γεια σου με το καθρεφτισμένο μπλε και με

τον Ήλιο σου,

πάω στη Γη που κάθε άνοιξη σκάει και πιτσιλάει τον κόσμο

χρώματα, πάω να βρω άλλα χρώματα που δε μοιάζουν με τα δικά

σου

- τίποτα δεν μπορεί να σου μοιάζει-

γεια σου, σπιτάκι μου, μαμά, μπαμπά, Χειμέριε,

πάω στη Γη με την ψυχή μου ορθάνοιχτη και τα μάτια μου

πεινασμένα για εικόνες.

Είμαι μικρός και μπορώ τα πάντα...

... Θα πονάω πάντα για τις λέξεις που δεν έχω να μιλήσω, πάντα

για τα παγκάκια με τα σκαλισμένα αρχικά στα πάρκα και πάντα

θα πονάω για τους έφηβους που δεν ξέρουν τι να κάνουν το Μεγάλο

Έρωτα.

... Πάντα θα πονάω κρυφά για τις λέξεις που δεν έχω να μιλήσω,

πάντα, όταν σουρουπώνει, θα πονάω σωπαίνοντας, για όσα είδα

εκεί κάτω - οι λεύκες έχουν μακριά κλαδιά σαν χέρια κοριτσιού

και τα πουλιά τρελαίνονται στον αλμυρό αέρα του Μαρτίου,

εκεί κάτω έχει δρόμους χωμάτινους, είδα παιδιά με ωραίες,

βρόμικες φόρμες καθισμένα σε μια μικρή αυλή, το βουνό απένα-

ντι και από πάνω να περνούν τα συννεφάκια βιαστικά, κάνοντας

σχέδια, αλλάζοντας σχήματα και, πάνω απ’ όλα, τη θάλασσα.

... Είναι ένας μεγάλος και παράφορος Ουρανός, έτοιμος να σου

χαρίσει ό,τι έχει και δεν έχει, φτάνει να κοιτάξεις ψηλά και να

πεις: «Εύχομαι να γίνουν όλα όπως τα νόμιζα μικρός...»

Και τότε θα γίνουν όλα όπως τα νόμιζες μικρός κι ο κόσμος,

όπως τον νόμιζες - αφού μπροστά από τα σκούρα γυαλιά των αν-

θρώπων ο κόσμος παραμένει χαμένος και μόνο πίσω απ’ αυτά εί-

ναι αλλιώτικος, σαν φωτογραφία από την αμμουδιά των παιδικών

σου χρόνων με τον Ουρανό πάνω, έτοιμο να ρίξει ένα ένα όλα του

τα αστέρια για το χατίρι σου.

Γιατί αυτός είναι ένας μεγάλος και γενναιόδωρος Ουρανός κι έχει

έναν τρόπο ν’ αγαπά και να χαρίζει - όχι τσιγκούνικα, όπως η

Γη κι όπως εμείς, αλλά με όλη του την ψυχή και όχι με την αγωνία

ότι οι άλλοι του παίρνουν κάτι, αλλά με τη χαρά ότι έχει για να

πάρουν και άρα η ψυχή του είναι πάντα γεμάτη και δε στερεύει...

Και μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο χαρίζει το μαντίλι και το χαρίζει

γιατί είναι σοφός και ξέρει πως μ’ όλα τα μαντίλια του κόσμου η

αλήθεια παραμένει ίδια: πάντα εκείνος πάνω και πάντα κάτω η

Γη...

Είναι ένας μεγάλος και παράφορος Ουρανός, φτιαγμένος ίσα

ίσα να σκεπάζει ένα μεγάλο και παράφορο κόσμο...

... Αόρατα τα χέρια μου και περνάς και περνώντας ανθίζεις-

ολόλευκο ανθάκι γιασεμιού, που του γυρίζω απ’ την ανάποδη το

μίσχο να ρουφήξω μέλι, όπως μου μάθαιναν παλιά οι φίλοι μου

στη γειτονιά παίζοντας μήλα κι «αγαλματάκια ακούνητα, αμίλη-

τα, αγέλαστα. Μέρα ή νύχτα;»

Ονειρεύομαι τη μέρα σου, πώς ξυπνάς κι άραγε πού και λέω,

αν η νύχτα σου με περιείχε, θα μ’ έβρισκε ο ήλιος ξάγρυπνο,

γιατί δε θα το μπορούσα να σε βλέπω να μαζεύεις τα μαλλιά σου

πρωί-

κι αλήθεια ποιος θα το μπορούσε να σου λέει μιαν ήσυχη «καλημέρα»

και να παρακολουθεί τα μάτια σου ν’ ανοίγουν,

αυτά τα μάτια που, αν δεν ήταν μάτια, θα ήταν δύο παγίδες

κυνηγού, να πέφτουν μέσα τα πουλιά και η καρδιά μου...

Αχ, μικρό μου, αν σταματούσε ο χρόνος αυτήν εδώ τη στιγμή,

θα ’μενε μόνο μια κόκκινη τελεία στη μέση της πόλης και θα ’ταν

η καρδιά μου κι είναι το ίδιο σαν να λες πως, αν τώρα μέσα σε

τόση βροχή περπατούσε κάποιος δίχως ομπρέλα κι αδιάβροχο, θα

’μουν εγώ, ανασαίνοντας στο έμπα ενός καιρού βροχερού και αλ-

λόκοτου, που λες θα κρατήσει για πάντα η φορά που σε είδα-

αν μπορούσες στ’ αλήθεια να κρατήσεις κάτι δίχως να σπάσει

και σπάζοντας ταυτοχρόνως σε κομμάτια, θα ήταν η καρδιά μου

φυλλομετρώντας τα μάτια σου είδα σελίδα σελίδα ως το τέλος του

κόσμου, διαβάζοντας τα μάτια σου,

κοιτάζοντας το πρόσωπό σου μ’ ένα πράγμα σαν αναφιλητό να

τριγυρίζει στο χώρο και μέσα μου

και λέω πως, αν κάτι μπορούσα σήμερα να κάνω, να μετράω,

ώσπου να ξημερώσει, τα φυλλαράκια του δέντρου που περνάς από

κάτω κι - όλες τις φορές που διασχίζεις το δρόμο, προσπαθώντας

τουλάχιστον να φανταστώ πού να πάτησες ή τι να σκεφτόσουν πα-

τώντας στη μία ή στην άλλη πλάκα του πεζοδρομίου, που έχει σίγουρα

μεγάλη σημασία, γιατί περνάς,

και πάλι λέω πως ό,τι ανοησία έχω κάνει μέχρι σήμερα, το ξέρω

πως θα ξεγραφτεί, γιατί σε ερωτεύτηκα και γέμισε από σένα

το δέρμα μου σαν μετάγγιση από το αίμα των άστρων μέσα στην

πιο νεαρή φλέβα που έχω,

υπάρχεις κι είναι ωραίο να το ξέρω, να το ακούω και να το

βλέπω από μακριά, να το ανασαίνω στο δρόμο την ώρα που έρχε-

ται η άνοιξη βρεγμένη σαν κοριτσάκι, που άργησε στ’ αγγλικά,

το ξέρω και, πάνω απ’ όλα το λέω ότι παίρνοντας το δρόμο

που βγάζει έξω από σένα έρχομαι σαν να με φέρνει μια αόρατη

τσουλήθρα μπροστά σου μ’ ένα φόβο και μια τεράστια αγωνία,

πώς να φαίνεται άραγε στους άλλους ένας ερωτευμένος, πώς

να μοιάζει κάποιος που βλέπει μόνο το περίγραμμά σου, όπως

σχηματίζεται από κάθε σκιά άλλου, πώς να δείχνει κάποιος που

ακούει καλά το «ρο» όπως το προφέρεις,

αγγίζοντας τα σύμφωνα και τα στρογγυλά φωνήεντα των χειλιών

σου;

Γιατί εσύ είσαι ένα σχήμα πρωινού φωτός, που κάνει λίγο να

βγει στην πίσω αυλή της ζωής μου σπρώχνοντας προς τη φωταγω-

γημένη έξοδο, στην αλήθεια, στον έρωτα, όπως τον φαντάστηκα

με το σχήμα σου απ’ το ένα χέρι μου ως το άλλο - το σχήμα σου

και πάλι το σχήμα σου, του φωτός και του προσώπου σου, που

πρέπει να ’ναι αυτό ακριβώς που φαντάστηκα,

η έξοδος προς το μεγάλο φως, στη χώρα που τα παιδιά μπορούν

να πετούν και που όλα ζουν για πάντα ...

Δε θ μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο κι ούτε θα γίνει απ’ αυτό

που συμβαίνει όλο τον καιρό,

κοιτάζοντας για σένα με ένα βαθύ «αχ» θα με δεις που σε

βλέπω,

αχ μικρό μου, αν ζούσαμε πολλές φορές κι όχι μια, θα ’βρισκα

οπωσδήποτε έναν τρόπο να το πω, προτού να με σκεπάσει-

αλλά κι αν ακόμα με σκεπάσει, ποιος να φταίει άραγε που

ερωτευόμαστε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ποιος να κατασκευά-

ζει τόσο μεγάλους φόβους, τόσο φοβισμένους έρωτες και τόσο

σιωπηλούς χειμώνες -

θα το βρω ή δε θα το βρω; Περνώντας ο καιρός θα με φέρει ή

δε θα με φέρει κοντά σου;

Σε δέκα ή σε χίλια χρόνια λέω πως ήδη μ’ έχει φέρει κι όλα τ’

άλλα δεν έχουν καμιά σημασία, εσύ εκεί κάτω κι εγώ πάνω ούτε

που με νοιάζει και σ’ τ’ ορκίζομαι,

όλα γίνονται σοφά κι υπάρχουν μέσα στο πιο σοφό σενάριο

του κόσμου σαν μωρά που θα ’ρθουν όπου να’ ναι στον κόσμο...

.... Σε παρακαλώ, μαμά, σε παρακαλώ, μπαμπά, ανοίξτε τα χέρια

σας τώρα που μεγαλώνω και κρύψτε με για πάντα, να μην ακούω

και να μη βλέπω - προπαντός να μη βλέπω

πώς χύνονται οι καρδιές των αστεριών ίσια κάτω στην απέραντη

θάλασσα,

τραγουδήστε με όλη σας τη δύναμη να σκεπάσετε τις άλλες

φωνές και να με σώσετε απ’ τις κακές ειδήσεις,

ανοίξτε, εσείς που μ’ αγαπάτε, ανοίξτε τα χέρια σας και κρύψτε

με, γιατί μεγαλώνω κι όμως, είμαι πολύ μικρός για να καταλάβω

πώς γίνεται αυτό και πόσο θα χρειαστεί ακόμη να πονάω μέχρι

να το παραδεχτώ,

κρύψτε με αμέσως στα χέρια σας, γιατί είμαι μικρός και δεν

καταλαβαίνω πώς γίνεται να σε λένε Χειμέριο, να έχεις δει

τόσες ανατολές κι όμως ν’ αφήνεις την καρδιά σου να γίνει

ασημένια βροχούλα και να φεύγεις εντελώς, ακριβώς πάνω

σε μια τέτοια ανατολή, την ώρα που ξυπνάει ο κόσμος και

πηγαίνει στη δουλειά του και την ώρα που πίσω από την

κλειστή καρδιά σου,

ο κόσμος παραμένει ορθάνοιχτος . . .

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

αυτα οντως Θεια λογια...και εκπορευονται απο ενανΘειο ερωτα..γιατι ο ερωτας προς το Θεο προς εναν ανθρωπο προς την φυση απο ψηλα ερχονται...απλα η καθημερινοτητα ειναι αθλια και μας κανει και εμας αθλιους...ορισμενοι ομως ειναι εκτος κανονος...και ζουν τοσο μονοι...μα τοσο πολυ..