3.11.16

ARTHUR MILLER, Γιούνγκ – Πάουλι, Ο ψυχαναλυτής, ο φυσικός, και ο αριθμός 137,

Δεν πιστεύω ότι ο μυστικισμός με την παλαιά μορφή του έχει μέλλον. Ωστόσο, πιστεύω ότι μέσα από τις φυσικές επιστήμες θα γεννηθεί ένας αντίποδας […], ο οποίος θα συνδέεται με τα παλιά μυστικιστικά στοιχεία
Βόλφγκανγκ Πάουλι
Ο Βόλφγκανγκ Πάουλι υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς επιστήμονες στην ιστορία. Η «Απαγορευτική Αρχή», την οποία διατύπωσε στη δεκαετία του 1930, αποτέλεσε μια κρίσιμη διέξοδο στα αδιέξοδα που βίωνε η Φυσική  της εποχής και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της Κβαντομηχανικής, της πιο πετυχημένης επιστημονικής θεωρίας όλων των εποχών. Πραγματικά, δεν υπάρχει σύγχρονη συσκευή, που να μην βασίζεται η λειτουργία της, εν τέλει, σε κάποια εφαρμογή κάποιας περιοχής της Κβαντικής.
Η πρώτη εικόνα του ατόμου, αυτή που πρότεινε ο Μπορ, στο πλαίσιο της πρώιμης κβαντικής θεωρίας, παρουσίαζε το άτομο ως πλανητικό σύστημα. Στο κέντρο υπήρχε ένας θετικά φορτισμένος πυρήνας και γύρω του περιφέρονταν τα ηλεκτρόνια, σε διαφορετικές αποστάσεις από το κέντρο, στα οποία συγκεντρώνονταν το αρνητικό φορτίο. Η θεωρία του Μπορ εξηγούσε αρκετά καλά τα παρατηρησιακά δεδομένα, σε ό,τι αφορά το άτομο του υδρογόνου, του απλούστερου, δηλαδή, από όλα τα άτομα στη φύση, που αποτελείται από ένα πρωτόνιο στον πυρήνα του και ένα μόνο ηλεκτρόνιο να περιφέρεται γύρω του. Η δυσκολία, που προέκυπτε από το γεγονός πως «κανονικά» το ηλεκτρόνιο θα έπρεπε λόγω της κίνησής του να εκπέμπει ενέργεια και έτσι να πλησιάζει διαρκώς προς τον πυρήνα με τελική –και μάλιστα σε συντομότατο χρόνο- κατάληξη τη σύγκρουση με το πρωτόνιο του πυρήνα, ξεπερνιόταν ακριβώς μέσω της ιδέας περί κβάντωσης των τροχιών»: η Φύση έδινε τη δυνατότητα στο ηλεκτρόνιο να περιφέρεται μόνο σε συγκεκριμένες τροχιές και πουθενά αλλού. Έτσι, όταν άλλαζε τροχιά το ηλεκτρόνιο, εμφανίζονταν αυτόματα από τη μία στην άλλη, χωρίς να «μεταβαίνει» διασχίζοντας την απόσταση μεταξύ τους, εφόσον κανένα ενδιάμεσο σημείο δεν ήταν επιτρεπτό ως θέση του ηλεκτρονίου.

Για να γίνει κατανοητό τι λέγεται εδώ, φανταστείτε τη Γη, στην κίνησή της γύρω από τον Ήλιο. Ως γνωστόν, περιφέρεται σε τροχιά ακτίνας 150 εκατομμυρίων χιλιομέτρων. Έστω, λοιπόν, πως μπορούσε, χάνοντας ενέργεια, να «πέσει» σε μια τροχιά ακτίνας 50 εκατομμυρίων ή να απομακρυνθεί, λόγω της απόκτησης επιπλέον ενέργειας, σε απόσταση 300 εκατομμυρίων χιλιομέτρων. Αν η συμπεριφορά της ήταν κβαντική, τότε θα μπορούσε να βρεθεί στις τρεις τροχιές των συγκεκριμένων ακτίνων, όχι όμως σε οποιαδήποτε ενδιάμεση. Πράγμα που σημαίνει πως από τα 150 στα 300 θα πήγαινε αυτομάτως, χωρίς να περάσει από ενδιάμεσα σημεία. Θα εξαφανίζονταν στην πρώτη τροχιά για να επανεμφανισθεί από το πουθενά στη δεύτερη! Που σημαίνει πως οι μεταβάσεις είναι απολύτως ασυνεχείς. Ευτυχώς η Γη δεν εμφανίζει κβαντική συμπεριφορά, η οποία φαίνεται να περιορίζεται στον υποατομικό κόσμο.
Με όλη την παραδοξότητα, ωστόσο, αυτής της περιγραφής δεν ήταν αρκετή, για να εξηγήσει τη συμπεριφορά πιο σύνθετων ατόμων από αυτό του υδρογόνου. Ακόμη και ελάχιστα πιο σύνθετων, όπως αυτό του Ηλίου (He), του οποίου ο πυρήνας αποτελείται από δύο πρωτόνια και γύρω του περιφέρονται δύο ηλεκτρόνια –πόσο μάλλον αυτό του Ουρανίου (U), που ο πυρήνας του συγκροτείται από 92 πρωτόνια και 143 νετρόνια, ενώ γύρω του κινούνται 92 ηλεκτρόνια!
Ε, λοιπόν, ο Πάουλι με την Απαγορευτική του Αρχή επέλυσε καίρια προβλήματα σχετικά  με τη συγκρότηση των ατόμων ισχυριζόμενος πως «είναι αδύνατον να υπάρχουν στο ίδιο άτομο δύο ηλεκτρόνια, που να έχουν την ίδια τετράδα κβαντικών αριθμών». Δεν θα μείνω –δεν είναι δυνατόν, άλλωστε- στην εξήγηση αυτής της διατύπωσης. Το μόνο που έχει σημασία να κρατήσουμε εδώ είναι ο αριθμολογικός χαρακτήρας της ανακάλυψής του, το γεγονός, δηλαδή, πως ένας ορισμένος μυστικισμός τον έσπρωξε  στην επιλογή του 4 στην θέση του, μέχρι τότε, κυριαρχούντος αριθμού 3!
Αντίστοιχες ανησυχίες τον έκαναν να θεωρεί πως κάποιοι αριθμοί είχαν πολύ μεγαλύτερη οντολογική σημασία από άλλους, ως εάν ο Θεός να τους είχε ειδικά επιλέξει κατά τη Δημιουργία. Μεταξύ τους και ο περίφημος ακέραιος και αδιάστατος 137, που εμφανίζεται στην «σταθερά της λεπτής υφής», ένα από τα θεμελιώδη μεγέθη στα οποία οφείλεται η συνοχή κάθε ύπαρξης (Αν η τιμή της διέφερε μόλις κατά 4%, όλος ο άνθρακας και το οξυγόνο σε κάθε άστρο θα καταστρέφονταν και η ζωή δεν θα εμφανίζονταν ή θα ήταν πολύ διαφορετική).
Αυτή του η κλίση προς τον μυστικισμό, η οποία, ωστόσο, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, επέδρασε παραγωγικά στο επιστημονικό του έργο, έφερε τον Πάουλι σε μια μακρόχρονη συνομιλία με τον κορυφαίο της Ψυχανάλυσης των αρχών του 20ου αιώνα Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος έρεπε επίσης προς παράδοξες θεωρήσεις του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο πως μια από τις κύριες διαφωνίες του με τον Φρόιντ –αν όχι η κυριότερη- ήταν η πεποίθησή του πως η παραψυχολογία έπρεπε να συμπεριληφθεί στα επιστημονικά πεδία –έτσι, στα 1908, θα του έγραφε «άρχισα να ανακατεύομαι πάλι με τα φαντάσματα». Αυτός ήταν και ο λόγος της απομάκρυνσής τους μ’ όλη την τεράστια εκτίμηση που του έτρεφε ο Φρόιντ.
Ο Γιουνγκ πίστευε πως η ανθρώπινη ψυχή ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη για να κατανοηθεί με βάση τη λίμπιντο. Τελικά, με όλον τον σεβασμό για τον Φρόιντ, συμφωνούσε με τη δηκτική διατύπωση του Μαχ  γι’ αυτόν και τους υποστηρικτές του: «Αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον γυναικείο κόλπο σαν να ήταν τηλεσκόπιο μέσα από το οποίο μπορούν να δουν τον κόσμο. Δεν είναι όμως αυτή η φυσική λειτουργία του –είναι πολύ στενός γι’ αυτό».
Όπως σημειώνει ο Μίλερ, «[ο] Φρόιντ θεωρούσε το ασυνείδητο ως χώρο αποθήκευσης των απωθημένων συναισθημάτων, σκέψεων και αναμνήσεων, μια αρένα όπου καθημερινά λάμβανε χώρα μια πάλη ανάμεσα στο Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ, συνοδευόμενη από ισχυρές συγκαλυμμένες σεξουαλικές τάσεις. Ο Γιουνγκ, αντιθέτως, ενδιαφερόταν για τις πτυχές της ψυχής που δεν μπορούσαν να αποδοθούν στην προσωπική ιστορία του ατόμου, αλλά ανήκαν σε βαθύτερους μη προσωπικούς χώρους, κοινούς σε όλη την ανθρωπότητα. Το συλλογικό ασυνείδητο συγκροτείται από αρχέτυπα, τα οποία ο Γιουνγκ αρχικά ονόμαζε «συμπλέγματα» […] Τα αρχέτυπα δεν είναι ιδέες που έχουν κληρονομηθεί αλλά «δυνητικότητες» […] Η προέλευσή τους θα παραμείνει για πάντα σκοτεινή διότι κατοικοεδρεύουν σε έναν μυστηριώδη σκιώδη χώρο –το συλλογικό ασυνείδητο- για τον οποίο δεν θα αποκτήσουμε ποτέ άμεση γνώση».
Ο Πάουλι και ο Γιουνγκ, κορυφαίοι επιστήμονες και οι δύο, θα συναντηθούν σε αυτήν την περίεργη περιοχή της παραψυχολογίας και της «μεταφυσικής», ψάχνοντας «βαθύτερες» απαντήσεις από αυτές που έδινε η επιστήμη. Ο Άρθουρ Μίλερ παρουσιάζει με ενδιαφέροντα τρόπο αυτήν την συνάντηση. Προσωπικά δεν πείστηκα για τη «βαθύτητα» της αναζήτησης. Δεν μπορεί, όμως, να αγνοηθεί αυτή η διάσταση και ο ρόλος της στην ίδια την κίνηση της επιστήμης.
Η περίπτωση του αληθινού ιδρυτή της Φυσικής, του Νεύτωνα, είναι χαρακτηριστική: «Είναι, ωστόσο, σημαντικό να θυμηθούμε τον Ισαάκ Νεύτωνα, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης επιστήμης. Για περισσότερα από διακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του, οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο χωρίς συναισθήματα –‘με το Πρίσμα του’ και το ανέκφραστο πρόσωπό του», όπως έγραψε ο Ουίλιαμ Γουέρντσγουερθ– που καθόταν με τις ώρες στο γραφείο του κάθε μέρα δουλεύοντας αδιάκοπα τις εξισώσεις του.
Ένας συνάδελφός του τον ρώτησε κάποτε με τι ασχολιόταν. Ο Νεύτων απάντησε ότι έκανε φυσική – αλλά μόνο στον ελεύθερο χρόνο του. Στη δεκαετία του 1930, ήρθαν στο φως διάφορα έγγραφά του, τα οποία είχαν παραμείνει μυστικά. Τα έγγραφα αυτά αποκάλυπταν ότι ο Νεύτων ήταν κατά κύριο λόγο ένας άνθρωπος της εποχής του, που ενδιαφερόταν λιγότερο για την φυσική και περισσότερο για θέματα όπως το πόσο μεγάλη θα έπρεπε να είναι η νέα πόλη της Ιερουσαλήμ, για να δεχτεί τις ψυχές την Ημέρα της Κρίσεως, τη χρονολόγηση των βιβλικών γεγονότων και το πώς θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την κίνηση των υλικών αντικειμένων σε σχέση με τον Θεό. Για τον ίδιο, οι διάσημοι νόμοι του για την κίνηση ήταν απλά ένα μέσο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Όπως έγραψε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς […], ο Νεύτων δεν ήταν ο πρώτος της εποχής της λογικής. Ήταν ο τελευταίος μάγος [...].
[Ο] Νεύτων ήταν ένας από τους πολυμαθέστερους αλχημιστές της εποχής του, σχεδόν όλοι πλέον οι ‘άνθρωποι της εποχής του’, που έζησε σε έναν κόσμο αλχημείας, μαγείας και μυστικισμού».
Όμοια ακριβώς, όλοι, επιστήμονες και μη, δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωποι της εποχής τους, η οποία καθορίζει το γνωστικό πλαίσιο, τον τρόπο σκέψης και τις μεθόδους προσέγγισης του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Κυρίως, όμως, καθορίζει τα ενδιαφέροντά τους.
Σύμφωνα με τον Άρθουρ Μίλερ, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου αναπτύσσουν τις διανοητικές κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις πνευματικές τους εμμονές στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μια εποχή που η φιλοσοφία αντιδρούσε στον θετικισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν έχει νόημα να ψάχνουμε την επιστημονική γνώση σε οτιδήποτε δεν μπορούσε να αναχθεί σε αισθητηριακές αντιλήψεις, κινούμενη στην αναζήτηση μιας πραγματικότητας πέρα από τα φαινόμενα, στην κατεύθυνση της άρσης της μη προσβασιμότητας στο «πράγμα καθεαυτό». Εποχή, στην οποία αυτή η κίνηση εκδηλώθηκε εμφατικά και στον χώρο της τέχνης, όταν ο Πικάσο και ο Καντίνσκι ανακάλυπταν νέους τρόπους αναπαράστασης της πραγματικότητας μέσω του κυβισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, ο Στραβίνσκι και ο Σένμπεργκ άκουγαν αλλιώς τον κόσμο, μέσα από την μουσική τους, ή ο Τζέημς Τζόις ενσωμάτωνε τη Σχετικότητα στα μυθιστορήματά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: