27.4.14

Σχετικά με την εμπειρία της passe και τη μετάδοσή της-Ένα κείμενο του Ζακ Λακάν




Από το Ινστιτούτο του Φροϋδικού Πεδίου- Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας- Λακανικός Προσανατολισμός
Πώς τελειώνει μια ψυχανάλυση; Το ερώτημα ειναι πολύ επίκαιρο αυτές τις μέρες στους κόλπους της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής. Ο Λακάν προέβλεψε μια πρωτότυπη διαδικασία, την passe, όπου ο αναλυόμενος καλείται να πείσει τους συναδέλφους του, όχι μόνο για τα θεραπευτικά οφέλη, αλλά και για τη γνώση που αποκόμισε από την ανάλυσή του. Διαβάστε ένα σχετικό κείμενο του Λακάν, από τα ελάχιστα που είναι διαθέσιμα στα ελληνικά
Ζακ Λακάν
Σχετικά με την εμπειρία της passe, και τη μετάδοσή της 
3 Νοεμβρίου 1973
Μετάφραση: Χρύσα Λάγιου-Σκολίδη, 
Βλάσης Σκολίδης

Η εμπειρία της passe είναι μια εμπειρία εν εξελίξει.
Ο τρόπος με τον οποίο την εισήγαγα, είναι η πρόταση,  η οποία χαρακτηρίζεται από σύνεση, σύνεση μάλλον ανθρώπινη, υπερβολικά ανθρώπινη – δεν βλέπω πώς θα μπορούσα να είμαι συνετότερος.
Η σύνεσή μου καθορίστηκε από την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων – κι αυτό είναι ο γνώμονας της σύνεσης. Έτσι, δεν θέλησα να αναθέσω σε άλλους από εκείνους που ήδη είχαν έναν τίτλο προερχόμενο όντως από μια επιλογή, τον τίτλο του Αναλυτή της Σχολής, τη φροντίδα να ενσωματώσουν ανθρώπους των οποίων η παρουσία και μόνο ανάμεσά τους άλλαζε εντελώς την εμβέλεια του εν λόγω τίτλου. Έχουμε εδώ ό,τι συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινη συσπείρωση όταν όσοι προσχώρησαν τοποθετούνται μέσα σε αυτό το πραγματικό εν ονόματι αρχών εντελώς διαφορετικών από εκείνες που είχαν έως τότε επιτρέψει να συγκροτηθεί μια τάξη (classe). Το γεγονός ότι η τάξη αυτή, διατηρώντας το ίδιο όνομα, απαρτίζεται από έναν τελείως διαφορετικό τύπο ατόμων, είναι ικανό να μεταβάλει εντελώς, όχι ορισμένες βασικές δομές, αλλά τη φύση του λόγου (discours).
Ads by OnlineBrowserAdvertisingAd Options
Δεν πρόκειται βέβαια εδώ, εκ μέρους μου, για πράξη εξουσίας, για πράξη ενός κυριάρχου (maitre), αφού το πρώτο αποτέλεσμα που μου απέφερε ήταν η ασυγκράτητη φυγή ανθρώπων των οποίων εκτιμούσα την υποστήριξη και την αφοσίωση.  Η αφοσίωση δεν είναι έννοια του κυρίου: αν διαβάσετε λιγάκι τα γραπτά μου που άπτονται κάπως της πολιτικής, θα δείτε πως δεν αποτελεί η αφοσίωση την κυριότερη αξία της. Δεν θα πω πως δεν δίστασα να διακινδυνεύσω αυτή την αποχώρηση, γιατί δεν πήρα συνειδητά.κανένα ρίσκο, νομίζοντας πως θα τους έπειθα.
Όντως, αυτό ακριβώς προσπάθησα σε συγκεντρώσεις στενού κύκλου όταν, σχεδόν χωρίς προειδοποίηση και αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, σε μια συγκέντρωση λεγόμενη «Συνέδριο της Σχολής», έλαβα από αυτούς – επρόκειτο για τρία άτομα που τα γνωρίζετε όλοι – τη συλλογική και υπογεγραμμένη ειδοποίηση της παραίτησής τους. Δεν μπορεί κανείς να πει πως, αν η έγνοια μου ήταν να διασώσω το κύρος μου, επρόκειτο για επιτυχία. Οπωσδήποτε το πράγμα μού φάνηκε επιπόλαιο, εξαιρετικά επιπόλαιο, και το ίδιο θα ισχύσει στο μέλλον για όποιον θελήσει να τους ακολουθήσει. Δεν είναι αυτό το ζήτημα.
Το ζήτημα είναι να μάθουμε πώς εντέλει λειτούργησε μέχρι τώρα η ψυχαναλυτική εταιρεία, της οποίας ο Φρόιντ χάραξε τις πρώτες κατευθύνσεις και η οποία απέκτησε όλο και πιο συγκεγκριμένη μορφή στη συνέχεια. Αυτές οι εταιρείες  παρέμειναν υπερβολικά συνετές, επειδή λειτουργούν σύμφωνα με τους συνήθεις νόμους της ομάδας, όπου υπάρχει όντως απόλυτη αναγκαιότητα, πάντοτε, να εκδηλώνεται ο κύριος, όπως έκρινα σκόπιμο να πω την ώρα της μεγάλης αναστάτωσης του Μάη του 68. Αυτό που θέλετε, έλεγα σ’εκείνους που, εν ονόματι του γεγονότος ότι βρίσκονταν στη Βενσέν, όπου εγώ είχα απλώς δεχτεί να πάω, φαντάζονταν ότι ήμουνα εντεταλμένος από τις υψηλές εξουσίες, και θεωρούσαν απαραίτητο να κάνουν σαματά, πράγμα που δεν συμβαίνει συνήθως όταν μιλάω – αυτό που θέλετε, είναι έναν κύριο (αφέντη). Όπως και αποδείχθηκε σαφέστατα έκτοτε, αφού η βασική συνέπεια της κρίσης του 68 είναι η μέγιστη εντατικοποίηση εκείνου που είχα, δόξα τω Θεώ, από πριν ορίσει ως «αγορά της γνώσης» – εννοώ ότι η γνώση καταλήγει να γίνει εμπόρευμα. Και από τον Μάη του 68 και μετά, το Πανεπιστήμιο είδε το κύρος του να ανεβαίνει κυριολεκτικά στα ύψη, έτσι που δεν γίνεται να τρυπώσει κανείς εκεί χωρίς να προκαλέσει επιβουλές και άγριες διαμάχες.
Ads by OnlineBrowserAdvertisingAd Options
Την πρόταση [για την passe] την έκανα με στόχο ακριβώς να απομονωθεί η ουσία•του ψυχαναλυτικού λόγου. Η εκχώρηση, μέσω συλλογικής αναγνωρίσεως, μιας φερεγγυότητας, και γιατί να μην πούμε μιας εξουσίας, έκρινα πως θα ήταν δυνατόν να συμβαδίζει καλύτερα με ό,τι απαιτεί μια πραγματική στελέχωση, εάν καθιερώναμε αυτό το είδος αναζήτησης που είναι η passe. Η passe επιτρέπει όντως σε κάποιον που πιστεύει ότι μπορεί να είναι αναλυτής, σε κάποιον που αυτοεξουσιοδοτείται για αναλυτής ή που ετοιμάζεται να το κάνει, να κοινοποιήσει τι τον έκανε να το αποφασίσει, και να προσχωρήσει σε ένα λόγο (discours), του οποίου δεν είναι καθόλου εύκολο, πιστεύω, να είσαι το έρεισμα.
Τι προέκυψε; Η επιτροπή εγκρίσεως χρειάστηκε, ενσωματώνοντας το νέο μέλος, να τροποποιήσει το νόημα του όρου »Αναλυτής της Σχολής». Ο τρόπος με τον οποίο αξιολογούνταν στις εταιρείες μας τα επιλεγόμενα άτομα, πίστευα πάντοτε, γιατί να μην το πω, ότι υπαγόταν στους νόμους του ανταγωνισμού που επιτρέπουν να λειτουργούν οι περισσότερες ανθρώπινες ομάδες. Είχα την επιθυμία ενός άλλου τρόπου στελέχωσης, και αυτός είναι η passe. Αποτελούσε, στο νου μου, το πρώτο βήμα για μια στελέχωση διαφορετικού τύπου, για μια τάξη ακριβώς διαμορφωμένη σύμφωνα με ό,τι τότε θεωρούσα ειδοποιό γνώρισμα του ψυχαναλυτικού λόγου.
Προ ολίγου κάποιος αναφέρθηκε στα λεγόμενα τετραδικά σχήματά μου. Αν κατάφερα, από αυτά τα τετραδικά σχήματα και από την περιστροφή τους, να εξειδικεύσω το λόγο του κυρίου, και άλλους λόγους, ιδίως τον πανεπιστημιακό λόγο ως διαφορετικό του επιστημονικού λόγου, αυτό έγινε με αφετηρία τον ψυχαναλυτικό λόγο. Αν δεν υπήρχε ψυχαναλυτικός λόγος, δεν θα είχα ποτέ σκεφτέί τον λόγο του κυρίου, ως απλώς έναν ορισμένο τύπο, έναν ορισμένο τρόπο αποκρυστάλλωσης του στοιχείου που συνιστά εν ολίγοις τη βάση της εμπειρίας μας, δηλαδή της ίδιας της δομής του ασυνειδήτου – κανείς δεν είχε διανοηθεί πριν από εμένα να αναγάγει εκεί το λόγο του κυρίου. Είναι αξιοσημείωτο, με εξέπληξε κι εμένα τον ίδιο, το ότι συνέβη να αποδοθεί έτσι ως αναγκαίο, υπό τον όρο «υπεραπόλαυση» («plus-de-jouir»), το στοιχείο που στον καπιταλιστικό λόγο ο Μαρξ πέτυχε να απομονώσει ως υπεραξία. Ο λεγόμενος καπιταλιστικός λόγος είναι μια ορισμένη παραλλαγή του λόγου του κυρίου, από τον οποίο διακρίνεται με μια πολύ μικρή αλλαγή στη διάταξη των γραμμάτων. Είναι γεγονός ότι απομονώνοντας, στα νοηματικά πλαίσια του καπιταλιστικού λόγου, την υπεραξία ως το ουσιαστικό του ελατήριο, ο Μαρξ προσέδωσε διαμιάς στο λόγο του κυρίου μια συνέπεια και μια δύναμη, τα αποτελέσματα της οποίας θα εξακολουθήσετε να βλέπετε. Είναι απόλυτα σίγουρο ότι ο κρατικός καπιταλισμός που βασιλεύει στην Ε.Σ.Σ.Δ. θα μας δείξει στο μέλλον ότι είναι κρίσιμο ζήτημα ο λόγος του κυρίου να ξέρει τι κάνει. Είναι ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, όσον αφορά τον ψυχαναλυτικό λόγο, όχι μόνο το να λάβει σάρκα και οστά, αλλά το ότι εφεξής έχει λάβει σάρκα και οστά, είτε το θέλετε είτε όχι. Και το παρόν Συνέδριο είναι μάρτυρας του γεγονότος ότι εντέλει υπάρχει ενδιαφέρον, ισχυρό και οικουμενικό ενδιαφέρον, για να διατηρηθεί αυτός ο λόγος – δεν είναι υποχρεωτικό να τον έχουν συνειδητοποιήσει οι ψυχαναλυτές προκειμένου να λειτουργεί ήδη. Αυτό είναι εξάλλου και το δράμα τους απαντούν σε ένα αίτημα, αν όμως αυτό το αίτημα δεν βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, θα είναι αίτημα αναπήρου, ενώ θα μπορούσε να είναι εντελώς άλλο πράγμα.
Ads by OnlineBrowserAdvertisingAd Options
Αυτό που παίρνει τη θέση της υπεραξίας, και που ονόμασα «υπεραπόλαυση», είναι μια λειτουργία πολύ πιο ριζοσπαστική απ’ ό,τι η υπεραξία στον καπιταλιστικό λόγο. Είναι μια λειτουργία θεμελιακή, που συνδέεται με την εξάρτηση του ανθρώπου από τη γλώσσα. Ο ψυχαναλυτικός λόγος επιτρέπει να διακρίνουμε πως ακριβώς μέσω της γλώσσας βρίσκεται ο άνθρωπος αποκομμένος, εμποδισμένος από ό,τι αφορά τη διάφυλη σχέση (rapport sexuel), και πως μέσω της γλώσσας εισέρχεται στο πραγματικό, για την ακρίβεια ως στοιχείο που λείπει από το πραγματικό. Μέσω της γλώσσας έχει μια μικρή ευκαιρία, στον βαθμό που χαράζονται γι” αυτόν κατευθύνσεις προς ορισμένα σημεία που είναι μάρτυρες της ίδιας της παρουσίας του πραγματικού στην κοιτίδα του λόγου του.
Στον λεγόμενο λόγο του κυρίου, τη θέση της υπεραπόλαυσης την παίρνει αυτό που ονόμασα, εδώ και καιρό, αντικείμενο α. Αυτό το αντικείμενο, σε τελευταία ανάλυση, δεν εκπροσωπεί τίποτε άλλο παρά κάμποσα πολωμένα αινίγματα, τα οποία, για όσους μιλούν, ενεστωποιούνται σ’ εκείνες τις βασικές λειτουργίες, που δεν γίνεται να μην συνδέονται με το σώμα, δηλαδή το στήθoς που θρέφει, το κατάλοιπο -το απόρριμμα, το σκατό για να κυριολεκτούμε- ή ακόμη τα πράγματα που, αν και έχουν ευγενέστερη όψη, είναι του ίδιου απολύτως επιπέδου, το βλέμμα και η φωνή.
Συμβαίνει όμως αυτό το αντικείμενο α να μπορεί να ανταλλάσσει τη θέση του με το κύριο σημαίνον (signifiant-maitre), να μπορεί να το υποκαθιστά στην ψευτοδιευθυντική θέση, και να λειτουργεί από τη θέση αυτή όπως πρέπει να λειτουργεί ο αναλυτής. Ο αναλυτής λειτουργεί στην ανάλυση ως εκπρόσωπος του αντικειμένου α – για τη φράση αυτή πάντως δεν είναι καν σίγουρο πως κι εγώ ο ίδιος κατέχω πλήρως το νόημά της, αλλά είμαι σίγουρος ότι έτσι ακριβώς πρέπει να γράφεται, και αυτό ακριβώς εκφράζουν τα τετραδικά σχήματα που υποδηλώνουν το λόγο του κυρίου και τον ψυχαναλυτικό λόγο.
Ads by OnlineBrowserAdvertisingAd Options
Οπότε, ακόμη κι αν υποθέσουμε -πασίγνωστη μεθόδευση- ότι τοποθετώντας απλώς έναν αναλυτή θα μας προκύψει μία από τις παλιές εκείνες εταιρείες που βασίζονται στο λόγο του κυρίου, ακόμη κι από αυτή τη σκοπιά, δεν βλέπω τι θα εμπόδιζε κάποιον που βρίσκεται στη διευθυντική θέση του Sl, τη θέση του κυρίου, να διακρίνει κάτι από τις σχέσεις αυτού του Sl με το αντικείμενο α, το οποίο συμμετέχει στον ίδιο λόγο, αλλά σε άλλη θέση, και ιδιαίτερα να εκτιμήσει, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ονομάζω passe, το γιατί κάποιος παίρνει το τρελό ρίσκο να γίνει αυτό που είναι το αντικείμενο α.
Είναι ριζικά καινούργια η εμπειρία που καθιερώσαμε, διότι η passe είναι άλλο πράγμα από την ανάλυση. Και είναι βεβαίως ευνόητο ότι η επιτροπή εγκρίσεως, με δεδομένη τη στελέχωση που έκανε ως τώρα, δεν έχει να σας δώσει άλλο από μαρτυρίες απορίας και αμηχανίας, όμως είναι επίσης σίγουρο ότι υπάρχουν ορισμένοι passants που δεν είναι ποτέ δυνατόν να ξεχάσουν τι υπήρξε γι” αυτούς, οι οποίοι θεωρητικά, ας πούμε, βρίσκονταν στο τέλος της ανάλυσης, η εμπειρία της passe. Αυτό που λείπει από την παρούσα συγκέντρωση είναι η δική τους μαρτυρία. Θα έλεγα, δανειζόμενος τη λέξη κάποιου ομιλητή που άκουσα σε μια από τις αίθουσες, ότι η passe ήταν κάτι σαν την αστραπή.
Δεν ήταν δυνατόν να μη μου φέρει στο νου τον απόηχο μιας διάσημης φράσης του Ηρακλείτου, που τη σχολιάζει ο Χάιντεγκερ σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα γαλλικά, η οποία λέει: τα πάντα οιακίζει κεραυνός. Που σημαίνει: «η βροντή διέπει τα πάντα» – η τελευταία λέξη είναι αδύνατον να μεταφραστεί. Ο Ντιλς (Diels), ο οποίος συνέλεξε τα αποσπάσματα του Ηρακλείτου και συγκρότησε κατά κάποιον τρόπο την οριστική, έγκυρη συλλογή τους, τη μεταφράζει ως «το σύμπαν», απόδοση που τα νοθεύει όλα. Τα πάντα είναι κάτι όπως «τα όλα», «τα όλα» ως ποικιλόμορφα, σαν ένας σωρός από όλα. Υπάρχει ένας σωρός από όλα που διαφέρουν ριζικά. «Τα όλα, τα διέπει η αστραπή». Η αστραπή τα εξωθεί ίσως λιγάκι προς το σύμπαν, αλλά αποδεικνύει βέβαια ότι σύμπαν δεν υφίσταται. Είμαστε πιθανότατα υποχρεωμένοι, διότι το καθορίζει η υποκειμενική μας στάση, να σκεφτόμαστε τον κόσμο σαν ένα σύμπαν, ενώ τίποτε δεν εξασφαλίζει ότι υπάρχει το οτιδήποτε κοινό, φερ’ειπείν, ανάμεσα στην έλευση των ζωντανών υπάρξεων και τις λίγο-πολύ αστρικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται αναγκασμένοι να κατοικούν. Με την προέλευση της ζωής κανείς δεν ξεμπέρδεψε ακόμα. Προσπαθούν να την ξεβουλώσουνε την τρύπα, αλλά θα τα καταφέρουν; – δεν είναι δεδομένο. Ας περιοριστούμε να πούμε, ότι η εκφορά τού τα πάντα πηγάζει από μια πραγματικά θεμελιακή ιδέα για τον ετερόκλητο χαρακτήρα των πραγμάτων.
Η passe μπορεί άραγε, σε όποιον της υποβάλλεται, να αναδείξει όντως, όπως μπορεί να κάνει μια αστραπή, φωτίζοντάς τες με διαφορετικό τρόπο, ορισμένες σκιερές πτυχές της ψυχανάλυσής του; Πρόκειται για ζήτημα που αφορά τον passant. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, και νομίζω ότι κανένας από την επιτροπή εγκρίσεως, ούτε καν ο Λεκλέρ, δεν θα με διαψεύσει, ότι η passe υπήρξε για ορισμένους μια εμπειρία που τους αναστάτωσε πλήρως.
Ιδού λοιπόν τι αποκομίζω προτείνοντας αυτή την εμπειρία. Αποκομίζω κάτι που δεν είναι διόλου της τάξης του λόγου του κυρίου, κι ακόμη λιγότερο του διδασκάλου. Θα πρέπει να μάθετε να σημειώνετε τα πράγματα για τα οποία δεν μιλώ – δεν μίλησα ποτέ για ψυχαναλυτική διαμόρφωση (fοrmatiοn analytique, άλλως ψυχαναλυτική κατάρτιση), μίλησα για μορφώματα του ασυνειδήτου (formations de l’inconscient). Δεν υπάρχει ψυχαναλυτική διαμόρφωση. Από την ανάλυση προκύπτει μια εμπειρία, η οποία είναι εντελώς λάθος να χαρακτηρίζεται εκπαιδευτική (didactique). Η εμπειρία δεν είναι εκπαιδευτική. Για ποιο λόγο άραγε νομίζετε πως προσπάθησα να εξαλείψω εντελώς αυτόν τον όρο, εκπαιδευτική, και μίλησα για καθαρή ψυχανάλυση;
Σας έκανα ένα μάθημα το περασμένο έτος γύρω από το τι συμβαίνει στο πείραμα που υποτίθεται πως θέτει ερωτήματα σχετικά με τα ζώα. Βάζουν διάφορα ζώα σε μικρούς λαβυρίνθους, παγιδευμένα σαν ποντίκια, εδώ κυριολεκτούμε, και δοκιμάζουν να τούς μάθουν να μαθαίνουν. Δεν είναι καθόλου προφανές ότι αυτό προσιδιάζει στην ευφυΐα τους, και ότι είναι ικανά για κάτι τέτοιο, όπως συμβαίνει σε εμάς. Ωστόσο, αν δούμε τα πραγματα υπό αυτό το πρίσμα, μια ψυχανάλυση εξυπακούει την κατάκτηση ενός ειδέναι που είναι εκεί πριν να το μάθουμε, δηλαδή του ασυνειδήτου, και το υποκείμενο μπορεί ασφαλώς να μάθει πώς έγινε και δημιουργήθηκε. Υπ” αυτήν την έννοια, και μόνο υπ” αυτήν την έννοια, μια ψυχανάλυση είναι εκπαιδευτική. Αν όμως το μόνο που έκανε ήταν ότι έμαθε να μαθαίνει να πατάει τα κουμπιά που πρέπει για να ανοίγει το ασυνείδητο, τότε, επιτρέψτε μου να σας το πω, δεν έμαθε και σπουδαία πράγματα. Δεν έμαθε ότι ο καθένας, με τον τρόπο του, και σε εντελώς εντοπισμένο σημείο, είναι το αποτέλεσμα, η απλή και καθαρή εξάρτηση, αυτής της γνώσης που την ορίζω ως αρθρωμένη – εδώ είναι η ουσία αυτού στο οποίο επιμένω όταν λέω πως το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα. Αν το μόνο που έκανε ήταν ότι έμαθε να μαθαίνει τι να κάνει ώστε και άλλοι εκτός από τον ίδιο να το αντιληφθούν, είναι ελάχιστο σε σύγκριση με ό,τι του αποκαλύφθηκε κατά την αναλυτική εμπειρία. Διόλου δεν το έμαθε, ό,τι και αν πιστεύει ο αναλυτής, αλλά του αποκαλύφθηκε. Τούτη η διάσταση είναι εντελώς διαφορετική από τη διάσταση της μάθησης. Η πρώτη του κίνηση είναι να μην ξέρει πώς να την κουμαντάρει.
Υπ” αυτή την έννοια, τελικά, η passe δεν θα μπορέσει να κριθεί, όπως είπε κάποιος σήμερα το πρωί, παρά μόνο όταν προσπαθήσουν να την ιδεαστούν εκείνοι που εξέθεσαν τον εαυτό τους στην passe και βίωσαν την εμπειρία της, και ίσως, για μοναδική φορά, τον διάλογο. Πρόκειται προφανώς για κάτι που δεν γίνεται παρά να σας λείπει προς το παρόν, αφού, στο κάτω κάτω, το πράγμα είναι φρέσκο. Όσοι συμβαίνει να προσφέρθηκαν σ” αυτή την εμπειρία είναι νέοι, και είναι βάσιμο το ερώτημα αν πρέπει να δώσουν από τώρα κι εγώ δεν ξέρω τι είδους εγγραφή, κάποιο σχέδιο, σχεδιάγραμμα, σκαρίφημα της εμπειρίας τους, ή μήπως πρέπει να το αφήσουν να ωριμάσει.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο, το ότι αποτόλμησα να εισαγάγω αυτή την εμπειρία, δεν αποσκοπούσε στο να παρεμβαίνω εγώ ο ίδιος. Ό,τι κι αν βάζει ο νους σας, εγώ λειτουργώ στο επίπεδο της επιτροπής εγκρίσεως με τη μέγιστη δυνατή διακριτικότητα. Θα μου πείτε, επειδή διακριτικότητα σημαίνει επίσης εξακρίβωση, η λειτουργία μου έχει ίσως ευρύτερες προεκτάσεις απ” ό,τι παραδέχομαι – και γιατί όχι; Εγώ έχω την αίσθηση ότι περιμένω. Αν δεν έχουμε πιο λαμπρά αποτελέσματα να σας δώσουμε για την έκβαση αυτής της εμπειρίας, είναι ένεκα αυτής της διακριτικότητας που είναι κάτι πολύ περισσότερο από διακριτικότητα, που είναι της τάξεως της αναμονής. Περιορίζομαι, όσο με αφορά, και ζητώ συγγνώμη, στο να περιμένω τι θα καταφέρει να δώσει το εγχείρημα – ίσως αυτό να συμπεριλάβει κι έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο άντλησης της μαρτυρίας.
Ας μου προτείνει απλώς κάποιος, εδώ, ένα διαφορετικό τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αντλείται η μαρτυρία. Θέλησα να αποφύγω την επιστροφή στις παλιές συνήθειες, τον δασκαλίστικο χαρακτήρα που απορρέει πάντα από το γεγονός ότι κάποιος παρευρίσκεται ως υποψήφιος. Συμφωνώ να ονομάσουμε τον passant υποψήφιο (candidat), ή αψήφιο (candide-a),  λίγο ενδιαφέρει, το σημαντικό είναι εκείνος που τον ακούει να μην το κάνει αφ” υψηλού. Γι” αυτό και είχα επίτηδες ζητήσει να επιλέγονται οι passeurs (=περάτες) μόνο μεταξύ των νεοαφιχθέντων, και να επιλέγονται από τον ψυχαναλυτή τους, ανεξάρτητα, το είχα υπογραμμίσει, από τη συγκατάθεσή τους. Εκείνοι που συμβαίνει να βρίσκονται στη θέση του passeur συμπεριφέρθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις σαν αναλυτές – δεν τους ζητάμε καθόλου κάτι τέτοιο. Αυτό που τους ζητάμε είναι μια μαρτυρία, μια μετάδοση, τη μετάδοση μιας εμπειρίας η οποία ακριβώς δεν απευθύνεται σε κάποιον της παλιάς φρουράς, σε κάποιον πρεσβύτερο.
Προσπάθησα να περάσω την passe μου από αυτόν τον δίαυλο, από αυτή τη χαραμάδα, θα μπορούσα ίσως να επινοήσω μια πιο περίπλοκη, αλλά δεν έπρεπε να περιπλέξουμε υπερβολικά τα πράγματα, έπρεπε να παραμείνουμε σε πλαίσια εφικτά. Θα μπορούσα να τους έχω ζητήσει να γίνουν ταχυδακτυλουργοί, φερ” ειπείν, αλλά φαντάζεστε τι κούραση θα έφερνε! Το αποτέλεσμα είναι κάτι το εντελώς καινούργιο, και δεν υπάρχει κανείς που να υποβλήθηκε στην passe και να μην είχε επάνω του αποτελέσματα. Τα αποτελέσματά της ίσως να είναι ζημιές – στο κάτω κάτω γιατί όχι; Ο καθένας ξέρει πως, έτσι που είμαστε φτιαγμένοι, όλοι εμείς του είδους άνθρωπος, οι ζημιές είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μας συμβεί.
Ε λοιπόν, βρίσκομαι εδώ φορτωμένος με τις ζημιές, ας είναι. Δεν παύει να είναι χρήσιμο, αφού, όπως μου έλεγε κάποιος, αν υπάρχει ένας που να περνάει τον καιρό του περνώντας την passe, αυτός είμαι εγώ.

[Επικαιροποιημένη μορφή του κειμένου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η Ψυχανάλυση, 3, 1998, σσ. 16-21.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: