9.11.13

Κώστας Παπαϊωάννου-“Πλάτων ο ειδώς – Φιλοσοφία της καταδικασμένης συνείδησης


Ναυάγιο_Αντικυθήρων_05
Ο κλασσικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός που κατ’ εξοχήν μας υποβάλλει αυτήν τη θαυμαστή ιδέα της συνέχειας από γενεά σε γενεά, αυτή τη μυστηριακή σχέση πατέρα προς γιο, που σφιχτοδένει σε μια ζωντανή ενότητα τις γενεές του Αισχύλου, του Περικλή, του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Ακόμα και στην εποχή της Παρακμής η δύναμη και η ζωντάνια της παράδοσης ήταν τέτοια, ώστε απ’ αυτήν αντλούσαν υγεία και έμπνευση όλοι οι εξαιρετικοί δημιουργοί, που όλοι τους ζούσαν απόλυτα μέσα στην εποχή τους. Κι αυτή η μορφή της συνέχειας είναι φαινόμενο καθαρά δικό μας, για μας τους ανθρώπους της Ευρώπης. Γιατί δεν πρόκειται για τη στατική συνέχεια της καθαρής Συντήρησης, γι’  αυτό το μυστήριο που μας αποκαλύπτουν τα πέτρινα μαθηματικά ή οι άχρονες κάστες των Ινδιών. Δεν πρόκειται δηλαδή για την αναλλοίωτη επί χιλιάδες χρόνια διατήρηση μιας παραδομένης μορφής ζωής, αλλά πρόκειται για μια θαυμαστή λαμπαδηφορία, από γενεά σε γενεά, για τη συνέχεια που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «διαλεκτική», με την εγελιανή σημασία.
Μια πρώτη και αρχική Ενότητα πραγματοποιείται από τη γενεά των Μαραθωνομάχων και εκφράζεται μες στην Πολιτεία (όπως διαμορφώνεται από το Σόλωνα μέχρι τη διάλυση του Άρειου Πάγου), μέσα στην Αισχύλεια Τραγωδία και από πολλές απόψεις και μέσα από την προσωκρατική φιλοσοφία. Όλη η ιστορία του κλασσικού πολιτισμού είναι η ιστορία της ανάπτυξης και της διαφοροποίησης της πρωταρχικής αυτής ενότητας από τον ίδιο τον εσωτερικό, τον οργανικό Νόμο μέχρι την τελειωτική της αποσύνθεση. Γιατί τέτοια ήταν η πληρότητα και η καθαρή αναγκαιότητα, με την οποία εξελίχθηκε ο πολιτισμός αυτός ώστε, πραγματικά μπορούσε μέσα στην εποχή του Αισχύλου να δούμε, σαν σε μαγικό καθρέφτη, όλες τις δυνάμεις που έκλεινε μέσα της η κλασσική εποχή και το έμβρυο όλης της εξέλιξής της.
Όπως μέσα στη φούγκα του Μπαχ ένα αρχικό, στοιχειώδες απλό θέμα αναπτύσσεται και διαφοροποιείται μέσα σ’ όλες τις δυνατές μορφές που εν δυνάμει κλείνει μέσα του, έτσι και μια ανάλογη αρχή πραγματοποιείται από τον τύπο του κλασσικού πολιτισμού. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της κλασσικής εποχής, ότι, ξεκινώντας από μια πρωταρχική Φόρμα ή καλύτερα από μια αρχική μορφοπλαστική Δύναμη, αυτοδιαφοροποιείται σ’ ένα maximum μορφών χρησιμοποιώντας ένα maximum από τα εξωτερικά στοιχεία που ο χώρος και ο χρόνος της προσφέρουν σαν τυχαίο ακατέργαστο υλικό. Κανένα εξωτερικό στοιχείο, όσο σημαντικό κι αν ήταν, όπως π.χ. η νίκη στους περσικούς πολέμους ή η εξάπλωση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, δεν εισχωρούσε στο σώμα του πολιτισμού και δε γινόταν «δεύτερη φύση» του, προτού γίνει αντικείμενο μιας προσεκτικής, εντσικτώδους ή ενσυνείδητης κατεργασίας και μιας συστηματικής αφομοίωσης. Εδώ κυριολεκτικά, η ιστορία non facit saltus (δεν κάνει άλματα). Τη νίκη της Σαλαμίνος π.χ. η ευλάβεια του Αισχύλου τη βλέπει πρώτα και κύρια σαν έκφραση της παντοδυναμίας της Δίκης που τιμωρεί την άμετρη «ύβρη» του Ξέρξη και ύστερα σαν τον καρπό της πάλης του Κυρίαρχου Λαού. Κι έπρεπε να περάσει μια ολόκληρη γενιά για να ξεχυθούν λέφτερες και ν’ αναπτυχθούν οργανικά οι πιο βαθειές δυνάμεις του Ελληνισμού και να επιβληθεί στην πράξη το νόημα της Δημοκρατίας, για να μπορέσει η εποχή του Περικλή να δει τη νίκη στη Σαλαμίνα σαν ένα έργο αποκλειστικά ανθρώπινο και να μπορέσει ο Σοφοκλής να χύσει όλη τη χαρά και όλη την περηφάνια του ανθρώπου για τον εαυτό του στο νικητήριο σάλπισμα «πολλὰ τὰ δεινά κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει». Η κλασσική περίοδος μένει εσαεί το πρότυπο της ιστορικής εποχής, που η καταβολή της, το αρχικό της σπέρμα, ήταν τόσο γερό και τόσο βαθειά ριζωμένο, ώστε η δημιουργική δύναμη, οπουδήποτε κι αν εκδηλώθηκε: στην ενστικτώδη ζωή του λαού, στην πολιτκιή, στη θρησκευτική, στην αφελή ή τη συνειδητή ζωή, παντού εισχώρησε βαθειά και σκέπασε ολοκληρωτικά και κυριαρχικά το σύνολο της ύπαρξης.
Όταν δε η δημιουργική αυτή δύναμη άρχισε να εξασθενίζει, να διασπάται, να χάνει την επιρροή της πάνω στο σύνολο της κοινωνικής ζωής και να εντοπίζεται μόνο στο έργο της συνειδητής πρωτοπορίας, όταν ο Αθηναϊκός πολιτισμός άρχισε να μην μπορεί να κυριαρχεί πάνω στην υλική δύναμη που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, και όταν αχαλίνωτες ξαμολύθηκαν όλες οι άμετρες φυγόκεντρες δυνάμεις που έκρυβε μέσα του ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός (ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων στο Θουκυδίδη είναι η πιο δραματική μαρτυρία της νέας κατάστασης), τότε έχουμε μπροστά μας την πιο αδιαφιλονίκητη ένδειξη της Παρακμής και της Αποσύνθεσης.
Η δημιουργική αυτή δύναμη που, όπως είπαμε πιο πάνω, οι Έλληνες την έβλεπαν με το δέος το επιβαλλόμενο μπρος σε κάθε αποκάλυψη του δαιμονικού, μεταμόρφωνε σε ανάγκη και σε έργο οτιδήποτε εξωτερικό τυχαίο στοιχείο συναντούσε και το αφομοίωνε «με καιρό και με κόπο» όπως έλεγε ο Σολωμός υποτάσσοντάς το στο δικό της νόημα και στο δικό της ρυθμό. Η ίδια η διαδικασία δε γινόταν μόνο προς τα έξω μα και προς τα μέσα: όλες οι δυνατότητες και οι προδιαθέσεις που η δημιουργική αυτή δύναμη έβρισκε μέσα της, δοσμένες άμεσα από τη φύση σε χαώδη και ακατέργαστη κατάσταση, τις μεταμόρφωνε σε ζωντανή πειθαρχία, σε ανάγκη, σε έργο. Έτσι, ο ίδιος τύπος του κλασσικού πολιτισμού μας φωτίζει και μας εξηγεί τον τύπο του κλασσικού ανθρώπου. Γιατί αυτό που ονομάζουμε «κλασσικό ήθος» δεν είναι παρά η διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος υποτάσσει, μορφοποιεί και αφομοιώνει όλα τα εξωτερικά δεδομένα –οτιδήποτε, δηλαδή, αγγίζει τον άνθρωπο χωρίς να προέρχεται απ’ αυτόν τον ίδιο, θεωρούμενο σα φορέα μιας καθαρής ενεργητικότητας – τα οποία στον «ρομαντικό άνθρωπο» π.χ. εμφανίζονται σαν τύχη, αυθαιρεσία, παθητικότητα, ακατέργαστη ύλη. Παρατηρείστε, λ.χ. τις πλατωνικές ιδέες που η παρουσία τους οργανώνει και συγκροτεί σε «κόσμο» και σε «τάξη» το χαώδες εμπειρικό ιστορικό υλικό. Παρατηρείστε την Αισχύλεια Δικαιοσύνη που διατηρεί, «σώζει» την Ενότητα του κόσμου παρά τον όλεθρο και την καταστροφή των ατομικοτήτων. Παρατηρήστε και τους Εφήβους της κλασσικής Πλαστικής: η ατομική τους κίνηση από αυθαιρεσία έχει γίνει ρυθμός. Το στοιχείο του τυχαίου που βρίσκεται σαν ρίζα κάθε ατομικότητας έχει καταλυθεί και η ατομική τους ύπαρξη δεν υφίσταται παρά σαν εξατομικευμένη λειτουργία ενός υπερατομικού και ενιαίου κόσμου νόμων και αξιών που πάνω τους θεμελιώνεται η Κοινωνία και η Φύση. Το εξωτερικό, το εμπειρικό, το τυχαίο, το αυθαίρετο, είναι για τους Έλληνες «άπειρον», στοιχείο αρνητικό, άμορφο και χαώδες. Το ήθος του κλασσικού ανθρώπου δεν πραγματοποιείται παρά σαν μια διαρκής λειτουργία απομάκρυνσης του τυχαίου, μορφοποίησης του ακατέργαστου και υπερνίκησης του ατομικού και του αυθαίρετου.
Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981). Το απόσπασμα είναι από τη μελέτη του συγγραφέα με τίτλο “Πλάτων ο ειδώς – Φιλοσοφία της καταδικασμένης συνείδησης” η οποία δημοσιεύτηκε το 1947 σε συνέχεις στη Νέα Εστία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: