Ένα αξιοπρόσεκτο νέο βιβλίο λάβαμε σήμερα, το οποίο μόλις χθες κυκλοφορήθηκε. Πρόκειται για τον συλλογικό τόμο "Τα λόγια σου σαν μέλι. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΨΑΛΜΟΥΣ", από τις εκδόσεις Εν πλω και με 312 εύχυμες σελίδες. Είχε την καλότητα να μάς το αποστείλει ο επιμελητής της έκδοσής του π. Βασίλειος Θερμός, ο οποίος μάλιστα μάς πλοηγεί στο βιβλίο μες από την Εισαγωγή του:
"Ὁ ἄνθρωπος πρῶτα αἰσθάνθηκε καί μετά
συλλογίσθηκε, πρῶτα προσευχήθηκε καί κατόπιν θεολόγησε. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ
ζῶντος Θεοῦ σεβάστηκε αὐτή τήν ἀνθρωπολογική σταθερά. Καί φιλανθρώπως
ποιούσα, παραχώρησε τήν θεολογούσα διάνοια ὡς συνοδοιπόρο στή φλεγομένη
καρδία. Γιά νά μή χαθεῖ στόν δρόμο τοῦ ἀχανοῦς καί πολυεπίπεδου
αἰσθήματος.
Οἱ Ψαλμοί λειτουργοῦν ὡς μιά τέτοια πυξίδα. [......]
Ἡ ποίηση προορίζεται ἀνέκαθεν γιά τά
μή συμβατικά, γιά τά οὐσιώδη, γιά τά «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολύτιμα» (Α΄
Πέτρου 3: 4). Καί ὅταν δεχθεῖ τήν εὐλογία νά ἐκφέρεται συλλογικά στά
πλαίσια τῆς Λατρείας, «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ», τότε ἐπιτελεῖ τό
ἀναντικατάστατο ἔργο νά ἑνώνει τά «πολύτιμα» τῶν πιστῶν σέ ἕνα, τούς
ἐκπαιδεύει νά συμφωνοῦν στίς καίριες προτεραιότητες, προσανατολίζει τήν
κοινότητα τῆς ζωῆς τους πρός τά θεανθρωπίνως οὐσιώδη. Πρός «τά
θυσιαστήρια Κυρίου τῶν δυνάμεων» (Ψαλμ. 83: 4).
[......] Ἕνα βιβλίο ἀφιερωμένο σ᾽
ἐκείνους πού παλεύουν στή ζωή τους σέ κλίματα παρόμοια καί πλέουν σέ
νερά σάν ἐκεῖνα πού χαρτογραφοῦν οἱ Ψαλμοί, εἴτε ἐντός εἴτε ἐκτός τῆς
Ἐκκλησίας."
ΓΡΑΦΟΥΝ:
Μάρω Βαμβουνάκη
Δημήτρης Καραγιάννης
π. Βασίλειος Θερμός
Σωτήρης Γουνελᾶς
Ἀλέξανδρος Κακαβούλης
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
π. Σωφρόνιος Γκουτζίνης
Ἑλένη Καραγιάννη
Ἀναστασία Γκίτση
π. Θεμιστοκλῆς Μουρτζανός
Νατάσα Κεσμέτη
π. Δημήτριος Θεοφίλου
Πανωραία Κουφογιάννη
π. Χρυσόστομος Τύμπας
Πανωραία Κανελλοπούλου
π. Σπυρίδων Βασιλάκος
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
π. Ἀθανάσιος Παραβάντσος
Κωνσταντῖνος Ἐμμανουηλίδης
Στῆβεν Μιούζ
Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τό προσέχω καί παραξενεύομαι.
Τόσες φορές, τόσα καλοκαίρια, τόσες ἐπιστροφές ὁ Αὔγουστος, τόσες Μεταμορφώσεις! Κι ὅμως τό προσέχω γιά πρώτη μου φορά.
Πρίν δύο τρία χρόνια, ἑορτή τοῦ Σωτῆρος, ἡ πιό φοβερή, μυστική ἑορτή. Ὁ Χριστός ξανά στό ὄρος Θαβώρ θά ἐμφανίσει στούς τρεῖς τους τόν θεϊκό ἑαυτό Του τυλιγμένο σέ ἱμάτια ἀπό λευκότατο φῶς. Νεφέλη θά κατέβει νά τόν σκεπάσει κι ἀπό μέσα ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ θά ἀκουστεῖ νά τόν ὀνομάσει πάλι, Γιό Του!
Οἱ τρεῖς μαθητές θά τρομάξουν, θά μεθύσουν ἀπό ἁγία μέθη, θά πέσουν κατάχαμα, θά τά χάσουν, θά παραληροῦν, θά ζητήσουν πράγματα πού δέν γίνονται... Καί τό ἀπολυτίκιο πού ψάλλουν οἱ ψάλτες σέ ἦχο βαρύ λέει:
Μετεμορφώθεις ἐν τῷ ὄρει, Χριστέ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου, τήν δόξαν σου καθώς ἠδύναντο!...
Καθώς ἠδύναντο!
Πρώτη φορά προσέχω τοῦτες τίς δυό λέξεις. Στόν βαθμό πού μποροῦσαν! Οὔτε λιγότερο, οὔτε περισσότερο, ἡ ἑτοιμότητά σου, ἡ ἐποχή σου, καθορίζουν τήν ποσότητα καί τήν ποιότητα τῆς ἀντίληψής σου.
Ὅταν ἡ ἀλήθεια σοῦ ἀποκαλύπτεται, ἐσύ θά τήν κατανοήσεις στόν βαθμό πού ἀντέχεις. Ἀποσπασματικά, μερικῶς, ἐφόσον δέν τήν ἀντέχεις νά τή σηκώσεις, νά ἀνταποκριθεῖς, θά τήν παραμορφώσεις. Ἡ Μεταμόρφωση πού θά σοῦ χαρισθεῖ θά γίνει στήν ἀνάγκη παραμόρφωση. Ὅσο καί ὅπως ἀντέχεις...
Τά πιό σημαντικά κείμενα ἐπιδέχονται τίς περισσότερες ἑρμηνεῖες, χτίζονται ἐπιστῆμες ἀπό τά πλήθη τῶν ἑρμηνειῶν, ἀκολουθοῦν ἄλλες ἑρμηνεῖες γιά τίς προηγούμενες ἑρμηνεῖες. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κομματιασμένος, ποτέ ὁλάκερος.
Οἱ πιστοί ὅταν ὑποφέρουν ἀπό προσωπικά προβλήματα, δίλημμα, σύγχυση, ἀνοίγουν τή Βίβλο στήν τύχη, ἤ μετά ἀπό ἐπίμονη προσευχή, γιά νά ἁλιεύσουν μιά φράση γιά νά εἶναι χρησμός στήν ἀγωνία τους. Χρειάζονται ἕναν ὁδηγό, μιά βακτηρία κατά τόν τρόπο πού οἱ ἴδιοι τό ἐννοοῦν. Γιά νά τά βγάλουν πέρα, ὁ Θεός πρέπει νά μεταβληθεῖ σέ ἕναν φανταστικό Θεό κατά τίς ἀπαιτήσεις τους. Θά διαβάσουν μιά ἁγία φράση, θά τήν ἐφαρμόσουν στήν περίπτωσή τους, θά τήν προσαρμόσουν μέ τό δικό τους αἴτημα, τό ἄγχος τους, τήν ἀπελπισία τους, τήν πεισματωμένη προσδοκία, τήν ἀνασφάλειά τους. Θά λάβουν ἐκεῖνο πού, εἴτε ἐπιθυμοῦν, εἴτε ἀντέχουν. Ὅσο σημαντικότερη ἡ φράση, τόσο πιό ἐλαστική γιά τίς ψυχοπαθολογικές ἀνάγκες μας.
Θά λειτουργήσουν γιά τό συμπέρασμα οἱ προβολές, οἱ στερήσεις, τά τραύματα, οἱ ἀπωθήσεις, οἱ μεταφορές, οἱ μεταβιβάσεις, οἱ μετουσιώσεις, ὅλα ἐκεῖνα τά ψυχολογικά ὅπλα ἔκτακτης ἀνάγκης πού ἡ ψυχολογία ὀνομάζει, ἀμυντικούς μηχανισμούς. Καί πάνω ἀπό ὅλα, ὁ μεγαλύτερος καταλύτης, ὁ δυνάστης ἐγωισμός θά ἔχει πάντα τόν τελευταῖο λόγο. Συνδέονται αὐτά.
Ἤμουν στό τέλος Λυκείου καί ὁ καθηγητής τῶν θρησκευτικῶν, ὁ ἐξαιρετικός καί φλογερός κύριος Ἰωάννης Ματιάτος, μᾶς διάβαζε μέ τό πάθος πού πάντα μᾶς διάβαζε ἱερά κείμενα, τόν Ψαλμό ΡΛΗ´ τοῦ Δαβίδ.
Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; Ἐάν ἀναβῶ εἰς τόν οὐρανόν, σύ ἐκεῖ εἶ, ἐάν καταβῶ εἰς τόν ἅδην, πάρει· ἐάν ἀναλάβοιμι τάς πτέρυγάς μου κατ᾽ ὄρθρον καί κατασκηνώσω εἰς τά ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καί γάρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με καί καθέξει με ἡ δεξιά σου.
Ἔχουν περάσει τόσες καί τόσες δεκαετίες καί θυμᾶμαι ἀκόμα τό δέος, ἀλλά καί ἕνα εἶδος πνιγμοῦ πού αἰσθάνθηκα ὅταν τόν ἄκουσα. Τόν διάβαζα καί τόν ξαναδιάβαζα μόνη μου μετά κι ἀναρωτιόμουν γιατί μέ γοητεύει ἀλλά καί μέ στενοχωρεῖ ἔτσι; Μέ τήν ἔννοια τοῦ στενοῦ χώρου πού σέ περιστοιχίζει γύρω γύρω, σάν τί;
Σάν τί;
Ὁ ποιητής βασιλέας, ὁ σπαραχτικότατος Δαβίδ, γράφει ἀσφαλῶς τόν ὑπέροχο Ψαλμό γιά νά θαυμάσει τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ του. Ὅμως ἐμένα μέ καταπνίγει τό ἀναπόδραστο. Νομίζω πώς τό εἶπα καί στόν καθηγητή μας τότε.
«Δέν μπορεῖς νά τοῦ κρυφτεῖς λοιπόν! Δέν μπορεῖς νά γλυτώσεις καί νά μείνεις ἥσυχος καί μόνος...».
Αἰσθάνθηκα πώς τά τείχη τῆς τότε οἰκογενειακῆς φυλακῆς μου ὑψώνονταν καί ἄλλο.
Βρίσκομαι μέσα στήν ἐφηβεία πού διψάει ἀπελευθέρωση, εἶναι οἱ ἐποχές πού οἱ γονεῖς εἶναι ὑπερβολικά αὐστηροί, δέν δέχονται νά ξεφύγεις ἀπό τό παιδικό σου δωμάτιο πού ἐλέγχουν καί ἠρεμοῦν τή νύχτα, ἀκριβῶς ὅπως ἀργότερα ἐπιθυμοῦσα γιά τόν γιό μου κι ἐγώ.
Εἶμαι στήν ἐφηβεία ὅμως ἀκόμα. Τούς κρύβουμε ὅτι βλέπουμε κάποιες ταινίες πού θεωροῦνται ἀκατάλληλες, τούς κρύβουμε ὅτι καπνίζουμε πότε πότε στίς παρέες, τούς κρύβουμε ὅτι συναντοῦμε κάποιο ἀγόρι, πώς κάνουμε παρέα μέ τή συμμαθήτρια πού δέν ἐγκρίνει ὁ πατέρας. Ἐκεῖνα τά χρόνια, ἡ ζωή μας πού λαχταράει νά ξεφύγει πρός τόν κόσμο, καταντάει ἕνα παιχνίδι ὅπως «κλέφτες καί ἀστυνόμοι» πού μικρή μοῦ ἄρεσε νά παίζω μέ τά ξαδέλφια μου.
Πρέπει ὅμως νά ὁρμήσεις στή νιότη, δέν σοῦ ἐπιτρέπεται πάντα, τήν κερδίζεις μέ μάχες, προσπαθεῖς νά μειώσεις στά μάτια σου τόν πατέρα καί τή μαμά σου, νά κερδίσεις αὐτοπεποίθηση, συνήθως δέν σοῦ ἐπιτρέπονται οὔτε οἱ πιό φυσικές ἐπιθυμίες σου, ξυπνοῦν τά δικαιώματά σου.
Οἱ γονεῖς εἶναι τόσο τρομαγμένοι κοινωνικά, προτιμοῦν νά ἀσφαλιστεῖς παρά νά ἀναπτυχθεῖς, φοβοῦνται μήν τούς ἐγκατείψεις καί τούς φύγεις ἄν μεγαλώσεις τόσο γρήγορα. Τρέμουν τήν ἀνεξαρτησία σου. Ἡ σύγκρουση, ὁ πόλεμος πού ἀρχίζει ἀπό τήν προεφηβεία εἶναι σκληρός. Ἐσύ τείνεις νά γίνεις μεγάλος, οἱ γονεῖς τείνουν νά σέ κρατήσουν παιδί, δέν ἀντέχουν νά ὀρφανέψουν ἀπό τά παιδιά τους, τά παιδιά τους εἶναι συνήθως τό μόνο ἐνδιαφέρον τους.
Καί στόν πόλεμο ἐπιτρέπονται ὅλα! Βρίσκεις καί λές δικαιολογίες, προφάσεις, ψέματα, προκειμένου νά ἐνηλικιωθεῖς. Οἱ ἐνοχές πού ἀκολουθοῦν γίνονται κάποτε ἀνυπόφορες, ὅμως μέ θυμό καί μελαγχολία θά συνεχίζεις. Ἐσύ πρέπει νά μεγαλώσεις, οἱ γονεῖς θέλουν νά μείνεις μικρό. Οἱ λαχτάρες μας καί οἱ φόβοι μας συγκρούονται, ἀνάμεσα οἱ ἐνοχές καί τῶν δύο ἀντιπάλων, νικάει πάντα ἡ δίψα τῆς ζωῆς, ἡ δίψα τοῦ ἔρωτα, ἡ πείνα νά μάθεις.
Ἕνας Θεός τοῦ Δαβίδ πού ὅπου καί νά πᾶς ἔχει ἤδη πάει καί σέ περιμένει, περίπου σαρκαστικά, θυμίζει τόν πατέρα σου, τό μάτι τῆς μητέρας. Ὁ ΡΛΗ´ Ψαλμός τήν ἐποχή ἐκείνη ἔμοιαζε μέ τή χειρότερή μου ἀπειλή. Ὁ ἐγκλωβισμός!
Θά περάσουν καί θά περνοῦν τά χρόνια, θά ἐλευθερωθεῖς δῆθεν. Θά γίνεις ἀνεξάρτητος δῆθεν. Θά φύγεις μακριά ἀπό τούς γονεῖς, μακριά ἀπό τό πατρικό καταφύγιο πού ἔγινε καί φυλακή. Θά πᾶς πιό πέρα ἀλλά θά τούς μεταφέρεις στό μυαλό σου. Ὁ Φρόιντ γράφει πώς μέσα στό κεφάλι σου κάθονται ἰσόβια πατέρας καί μητέρα σάν δικαστές.
Ὅμως δέν εἶναι τό ἴδιο ὅπως τότε πού κατοικούσατε στό ἴδιο σπίτι καί νυχθημερόν σέ νοιάζονταν καί ἐπειδή σέ νοιάζονταν σέ κατασκόπευαν. Μεγαλώνεις, παριστάνεις τόν ὥριμο, παριστάνεις τόν δυνατό, ἐπιλέγεις πολλά.
Μιά μέρα ἐκεῖνοι πεθαίνουν καί δέν σέ παρακολουθοῦν πιά, δέν σέ ἀγχώνουν, δέν τούς ἀπολογεῖσαι. Ἀδειάζεις τό σπίτι τους γιά νά τό νοικιάσεις σέ ξένους, διαλέγεις ποιά ἀπ᾽ τά πράγματά τους θά κρατήσεις, τούς θρηνεῖς σάν ὀρφανό μωρό ἀλλά καί κάτι λυτρώνεται.
Μέ τόν καιρό σοῦ λείπουν πιό πολύ ἀπό τή μέρα τῆς κηδείας. Δέν ἔχεις πιά μέ ποιούς νά πολεμᾶς, ποῦ νά δικαιολογεῖς τίς ἁμαρτίες σου, πολεμᾶς περισσότερο μέ τήν ψυχή σου. Δέν τούς ἔχεις μπροστά σου νά φωνάζεις «ἐσύ φταῖς», γιά τή δυστυχία, γιά τίς ἀποτυχίες φταῖς ἐσύ μόνο. Οἱ ἀναμνήσεις ἐξιδανικεύονται, οἱ ἐνοχές μεγαλώνουν, φανερώνονται λάθη σου. Ἐλευθερώνεσαι θές δέν θές, καί συχνά ἀνακαλύπτεις πώς δέν θές.
Οἱ ψυχολόγοι μιλοῦν ἀτελείωτα καί σχολαστικά γιά τή δύσκολη παρουσία τῶν γονέων, σπάνια ἀναφέρονται στή δύσκολη ἀπουσία τους.
Ἡ ζωή γεμίζει ἐλευθερίες πού θυμίζουν μοναξιά καί μοναξιές πού θυμίζουν ἐλευθερία. Ἡ ὑπαρξιακή μοναξιά, τό κενό, ὁ φόβος θανάτου.
Κι ἔτσι οἱ Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ ἀλλάζουν πνεῦμα στήν καρδιά σου.
Ὄχι μονάχα μέ ἀνακουφίζει ὁ ψαλμός ΡΛΗ´ πού μέ ἔπνιγε, ἀλλά παρακαλῶ νά εἶναι ἔτσι...
(απόσπασμα από το κείμενο της Μάρως Βαμβουνάκη)
Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τό προσέχω καί παραξενεύομαι.
Τόσες φορές, τόσα καλοκαίρια, τόσες ἐπιστροφές ὁ Αὔγουστος, τόσες Μεταμορφώσεις! Κι ὅμως τό προσέχω γιά πρώτη μου φορά.
Πρίν δύο τρία χρόνια, ἑορτή τοῦ Σωτῆρος, ἡ πιό φοβερή, μυστική ἑορτή. Ὁ Χριστός ξανά στό ὄρος Θαβώρ θά ἐμφανίσει στούς τρεῖς τους τόν θεϊκό ἑαυτό Του τυλιγμένο σέ ἱμάτια ἀπό λευκότατο φῶς. Νεφέλη θά κατέβει νά τόν σκεπάσει κι ἀπό μέσα ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ θά ἀκουστεῖ νά τόν ὀνομάσει πάλι, Γιό Του!
Οἱ τρεῖς μαθητές θά τρομάξουν, θά μεθύσουν ἀπό ἁγία μέθη, θά πέσουν κατάχαμα, θά τά χάσουν, θά παραληροῦν, θά ζητήσουν πράγματα πού δέν γίνονται... Καί τό ἀπολυτίκιο πού ψάλλουν οἱ ψάλτες σέ ἦχο βαρύ λέει:
Μετεμορφώθεις ἐν τῷ ὄρει, Χριστέ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου, τήν δόξαν σου καθώς ἠδύναντο!...
Καθώς ἠδύναντο!
Πρώτη φορά προσέχω τοῦτες τίς δυό λέξεις. Στόν βαθμό πού μποροῦσαν! Οὔτε λιγότερο, οὔτε περισσότερο, ἡ ἑτοιμότητά σου, ἡ ἐποχή σου, καθορίζουν τήν ποσότητα καί τήν ποιότητα τῆς ἀντίληψής σου.
Ὅταν ἡ ἀλήθεια σοῦ ἀποκαλύπτεται, ἐσύ θά τήν κατανοήσεις στόν βαθμό πού ἀντέχεις. Ἀποσπασματικά, μερικῶς, ἐφόσον δέν τήν ἀντέχεις νά τή σηκώσεις, νά ἀνταποκριθεῖς, θά τήν παραμορφώσεις. Ἡ Μεταμόρφωση πού θά σοῦ χαρισθεῖ θά γίνει στήν ἀνάγκη παραμόρφωση. Ὅσο καί ὅπως ἀντέχεις...
Τά πιό σημαντικά κείμενα ἐπιδέχονται τίς περισσότερες ἑρμηνεῖες, χτίζονται ἐπιστῆμες ἀπό τά πλήθη τῶν ἑρμηνειῶν, ἀκολουθοῦν ἄλλες ἑρμηνεῖες γιά τίς προηγούμενες ἑρμηνεῖες. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κομματιασμένος, ποτέ ὁλάκερος.
Οἱ πιστοί ὅταν ὑποφέρουν ἀπό προσωπικά προβλήματα, δίλημμα, σύγχυση, ἀνοίγουν τή Βίβλο στήν τύχη, ἤ μετά ἀπό ἐπίμονη προσευχή, γιά νά ἁλιεύσουν μιά φράση γιά νά εἶναι χρησμός στήν ἀγωνία τους. Χρειάζονται ἕναν ὁδηγό, μιά βακτηρία κατά τόν τρόπο πού οἱ ἴδιοι τό ἐννοοῦν. Γιά νά τά βγάλουν πέρα, ὁ Θεός πρέπει νά μεταβληθεῖ σέ ἕναν φανταστικό Θεό κατά τίς ἀπαιτήσεις τους. Θά διαβάσουν μιά ἁγία φράση, θά τήν ἐφαρμόσουν στήν περίπτωσή τους, θά τήν προσαρμόσουν μέ τό δικό τους αἴτημα, τό ἄγχος τους, τήν ἀπελπισία τους, τήν πεισματωμένη προσδοκία, τήν ἀνασφάλειά τους. Θά λάβουν ἐκεῖνο πού, εἴτε ἐπιθυμοῦν, εἴτε ἀντέχουν. Ὅσο σημαντικότερη ἡ φράση, τόσο πιό ἐλαστική γιά τίς ψυχοπαθολογικές ἀνάγκες μας.
Θά λειτουργήσουν γιά τό συμπέρασμα οἱ προβολές, οἱ στερήσεις, τά τραύματα, οἱ ἀπωθήσεις, οἱ μεταφορές, οἱ μεταβιβάσεις, οἱ μετουσιώσεις, ὅλα ἐκεῖνα τά ψυχολογικά ὅπλα ἔκτακτης ἀνάγκης πού ἡ ψυχολογία ὀνομάζει, ἀμυντικούς μηχανισμούς. Καί πάνω ἀπό ὅλα, ὁ μεγαλύτερος καταλύτης, ὁ δυνάστης ἐγωισμός θά ἔχει πάντα τόν τελευταῖο λόγο. Συνδέονται αὐτά.
Ἤμουν στό τέλος Λυκείου καί ὁ καθηγητής τῶν θρησκευτικῶν, ὁ ἐξαιρετικός καί φλογερός κύριος Ἰωάννης Ματιάτος, μᾶς διάβαζε μέ τό πάθος πού πάντα μᾶς διάβαζε ἱερά κείμενα, τόν Ψαλμό ΡΛΗ´ τοῦ Δαβίδ.
Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; Ἐάν ἀναβῶ εἰς τόν οὐρανόν, σύ ἐκεῖ εἶ, ἐάν καταβῶ εἰς τόν ἅδην, πάρει· ἐάν ἀναλάβοιμι τάς πτέρυγάς μου κατ᾽ ὄρθρον καί κατασκηνώσω εἰς τά ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καί γάρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με καί καθέξει με ἡ δεξιά σου.
Ἔχουν περάσει τόσες καί τόσες δεκαετίες καί θυμᾶμαι ἀκόμα τό δέος, ἀλλά καί ἕνα εἶδος πνιγμοῦ πού αἰσθάνθηκα ὅταν τόν ἄκουσα. Τόν διάβαζα καί τόν ξαναδιάβαζα μόνη μου μετά κι ἀναρωτιόμουν γιατί μέ γοητεύει ἀλλά καί μέ στενοχωρεῖ ἔτσι; Μέ τήν ἔννοια τοῦ στενοῦ χώρου πού σέ περιστοιχίζει γύρω γύρω, σάν τί;
Σάν τί;
Ὁ ποιητής βασιλέας, ὁ σπαραχτικότατος Δαβίδ, γράφει ἀσφαλῶς τόν ὑπέροχο Ψαλμό γιά νά θαυμάσει τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ του. Ὅμως ἐμένα μέ καταπνίγει τό ἀναπόδραστο. Νομίζω πώς τό εἶπα καί στόν καθηγητή μας τότε.
«Δέν μπορεῖς νά τοῦ κρυφτεῖς λοιπόν! Δέν μπορεῖς νά γλυτώσεις καί νά μείνεις ἥσυχος καί μόνος...».
Αἰσθάνθηκα πώς τά τείχη τῆς τότε οἰκογενειακῆς φυλακῆς μου ὑψώνονταν καί ἄλλο.
Βρίσκομαι μέσα στήν ἐφηβεία πού διψάει ἀπελευθέρωση, εἶναι οἱ ἐποχές πού οἱ γονεῖς εἶναι ὑπερβολικά αὐστηροί, δέν δέχονται νά ξεφύγεις ἀπό τό παιδικό σου δωμάτιο πού ἐλέγχουν καί ἠρεμοῦν τή νύχτα, ἀκριβῶς ὅπως ἀργότερα ἐπιθυμοῦσα γιά τόν γιό μου κι ἐγώ.
Εἶμαι στήν ἐφηβεία ὅμως ἀκόμα. Τούς κρύβουμε ὅτι βλέπουμε κάποιες ταινίες πού θεωροῦνται ἀκατάλληλες, τούς κρύβουμε ὅτι καπνίζουμε πότε πότε στίς παρέες, τούς κρύβουμε ὅτι συναντοῦμε κάποιο ἀγόρι, πώς κάνουμε παρέα μέ τή συμμαθήτρια πού δέν ἐγκρίνει ὁ πατέρας. Ἐκεῖνα τά χρόνια, ἡ ζωή μας πού λαχταράει νά ξεφύγει πρός τόν κόσμο, καταντάει ἕνα παιχνίδι ὅπως «κλέφτες καί ἀστυνόμοι» πού μικρή μοῦ ἄρεσε νά παίζω μέ τά ξαδέλφια μου.
Πρέπει ὅμως νά ὁρμήσεις στή νιότη, δέν σοῦ ἐπιτρέπεται πάντα, τήν κερδίζεις μέ μάχες, προσπαθεῖς νά μειώσεις στά μάτια σου τόν πατέρα καί τή μαμά σου, νά κερδίσεις αὐτοπεποίθηση, συνήθως δέν σοῦ ἐπιτρέπονται οὔτε οἱ πιό φυσικές ἐπιθυμίες σου, ξυπνοῦν τά δικαιώματά σου.
Οἱ γονεῖς εἶναι τόσο τρομαγμένοι κοινωνικά, προτιμοῦν νά ἀσφαλιστεῖς παρά νά ἀναπτυχθεῖς, φοβοῦνται μήν τούς ἐγκατείψεις καί τούς φύγεις ἄν μεγαλώσεις τόσο γρήγορα. Τρέμουν τήν ἀνεξαρτησία σου. Ἡ σύγκρουση, ὁ πόλεμος πού ἀρχίζει ἀπό τήν προεφηβεία εἶναι σκληρός. Ἐσύ τείνεις νά γίνεις μεγάλος, οἱ γονεῖς τείνουν νά σέ κρατήσουν παιδί, δέν ἀντέχουν νά ὀρφανέψουν ἀπό τά παιδιά τους, τά παιδιά τους εἶναι συνήθως τό μόνο ἐνδιαφέρον τους.
Καί στόν πόλεμο ἐπιτρέπονται ὅλα! Βρίσκεις καί λές δικαιολογίες, προφάσεις, ψέματα, προκειμένου νά ἐνηλικιωθεῖς. Οἱ ἐνοχές πού ἀκολουθοῦν γίνονται κάποτε ἀνυπόφορες, ὅμως μέ θυμό καί μελαγχολία θά συνεχίζεις. Ἐσύ πρέπει νά μεγαλώσεις, οἱ γονεῖς θέλουν νά μείνεις μικρό. Οἱ λαχτάρες μας καί οἱ φόβοι μας συγκρούονται, ἀνάμεσα οἱ ἐνοχές καί τῶν δύο ἀντιπάλων, νικάει πάντα ἡ δίψα τῆς ζωῆς, ἡ δίψα τοῦ ἔρωτα, ἡ πείνα νά μάθεις.
Ἕνας Θεός τοῦ Δαβίδ πού ὅπου καί νά πᾶς ἔχει ἤδη πάει καί σέ περιμένει, περίπου σαρκαστικά, θυμίζει τόν πατέρα σου, τό μάτι τῆς μητέρας. Ὁ ΡΛΗ´ Ψαλμός τήν ἐποχή ἐκείνη ἔμοιαζε μέ τή χειρότερή μου ἀπειλή. Ὁ ἐγκλωβισμός!
Θά περάσουν καί θά περνοῦν τά χρόνια, θά ἐλευθερωθεῖς δῆθεν. Θά γίνεις ἀνεξάρτητος δῆθεν. Θά φύγεις μακριά ἀπό τούς γονεῖς, μακριά ἀπό τό πατρικό καταφύγιο πού ἔγινε καί φυλακή. Θά πᾶς πιό πέρα ἀλλά θά τούς μεταφέρεις στό μυαλό σου. Ὁ Φρόιντ γράφει πώς μέσα στό κεφάλι σου κάθονται ἰσόβια πατέρας καί μητέρα σάν δικαστές.
Ὅμως δέν εἶναι τό ἴδιο ὅπως τότε πού κατοικούσατε στό ἴδιο σπίτι καί νυχθημερόν σέ νοιάζονταν καί ἐπειδή σέ νοιάζονταν σέ κατασκόπευαν. Μεγαλώνεις, παριστάνεις τόν ὥριμο, παριστάνεις τόν δυνατό, ἐπιλέγεις πολλά.
Μιά μέρα ἐκεῖνοι πεθαίνουν καί δέν σέ παρακολουθοῦν πιά, δέν σέ ἀγχώνουν, δέν τούς ἀπολογεῖσαι. Ἀδειάζεις τό σπίτι τους γιά νά τό νοικιάσεις σέ ξένους, διαλέγεις ποιά ἀπ᾽ τά πράγματά τους θά κρατήσεις, τούς θρηνεῖς σάν ὀρφανό μωρό ἀλλά καί κάτι λυτρώνεται.
Μέ τόν καιρό σοῦ λείπουν πιό πολύ ἀπό τή μέρα τῆς κηδείας. Δέν ἔχεις πιά μέ ποιούς νά πολεμᾶς, ποῦ νά δικαιολογεῖς τίς ἁμαρτίες σου, πολεμᾶς περισσότερο μέ τήν ψυχή σου. Δέν τούς ἔχεις μπροστά σου νά φωνάζεις «ἐσύ φταῖς», γιά τή δυστυχία, γιά τίς ἀποτυχίες φταῖς ἐσύ μόνο. Οἱ ἀναμνήσεις ἐξιδανικεύονται, οἱ ἐνοχές μεγαλώνουν, φανερώνονται λάθη σου. Ἐλευθερώνεσαι θές δέν θές, καί συχνά ἀνακαλύπτεις πώς δέν θές.
Οἱ ψυχολόγοι μιλοῦν ἀτελείωτα καί σχολαστικά γιά τή δύσκολη παρουσία τῶν γονέων, σπάνια ἀναφέρονται στή δύσκολη ἀπουσία τους.
Ἡ ζωή γεμίζει ἐλευθερίες πού θυμίζουν μοναξιά καί μοναξιές πού θυμίζουν ἐλευθερία. Ἡ ὑπαρξιακή μοναξιά, τό κενό, ὁ φόβος θανάτου.
Κι ἔτσι οἱ Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ ἀλλάζουν πνεῦμα στήν καρδιά σου.
Ὄχι μονάχα μέ ἀνακουφίζει ὁ ψαλμός ΡΛΗ´ πού μέ ἔπνιγε, ἀλλά παρακαλῶ νά εἶναι ἔτσι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου