Η ανατροπή δημοκρατικά εκλεγμένων
πρωθυπουργών σε Ελλάδα και Ιταλία, με πρωτοβουλία από Βρυξέλλες,
Βερολίνο και Παρίσι, προκάλεσε μελαγχολική διαπίστωση ότι οι δημοκρατίες
δεν βρίσκονται στο ύψος των προβλημάτων της εποχής μας, ότι απαιτούνται
γι' αυτό «άτεγκτοι τεχνοκράτες», που δεν λογοδοτούν σε κανένα.
Ωστόσο, με αυτή τη συλλογιστική, το αρχικό πρόβλημα αντί να
επιλύεται ή να παρακάμπτεται, αποβαίνει ακόμη περισσότερο δυσεπίλυτο και
εκρηκτικό. Ενα αρχικό δημοσιονομικό ζήτημα μεταδίδεται με ατυχείς
χειρισμούς σε ολόκληρη την οικονομία, στη συνέχεια υπονομεύει τα θεμέλια
της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, με καταλυτική μεταδοτικότητα
στο σύνολο της ευρωζώνης.
Συμβάλλουν σε αυτό οι χρηματαγορές, όμως καθοριστικότερη είναι η ανικανότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ηγεσιών να διατυπώσουν αποτελεσματική διαχείριση του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη.
Ηεθνική κυριαρχία διαβάλλεται, χωρίς ωστόσο να αντισταθμίζεται με θεσμική κατοχύρωση ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Το δικαίωμα έκδοσης χρήματος αφαιρείται από κάθε χώρα-μέλος, αλλά δεν αναλαμβάνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αποκλειστική πηγή χρηματοδότησης απομένει ο δανεισμός μέσω αγορών. Η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας κηρύσσεται «ξεπερασμένη», χωρίς ωστόσο να προωθούνται ευρωπαϊκοί θεσμοί ικανοί να την αντικαταστήσουν. Περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή του πλανήτη, η Ευρώπη σήμερα εξωθείται στους ωκεανούς των αγορών, σε τροχιά όχι μόνον υπερεθνική και εξωλαϊκή, αλλά κυρίως ακυβερνησίας και αυταρχισμού από το γερμανογαλλικό ζεύγος, που φαντάζεται ότι ελέγχει το μέλλον.
Στο μοιραίο παιχνίδι που υπονομεύει όλες τις πλευρές, οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες εμφανίζονται ως προνομιακοί φορείς «δυσάρεστης συνταγής», στην οποία πάντες οφείλουν να συμμορφωθούν, έστω και αν με αυτήν κατεδαφίζονται οικονομίες και κοινωνίες. Εάν η Ευρώπη σήμερα εξελίσσεται σε αδύναμο κρίκο του παγκόσμιου συστήματος, αυτό δεν οφείλεται σε έξωθεν δυνάμεις που συνωμοτούν εις βάρος της, αλλά σε δικές της επιλογές, που πάσχουν όχι επειδή «αθετούνται», αλλά κυρίως επειδή εφαρμόζονται με πλεόνασμα γραφειοκρατικής ευσυνειδησίας. Η ώρα των τεχνοκρατών θα μπορούσε να έχει σημάνει για την Ευρώπη, εάν αυτοί εκόμιζαν κάποιες έστω «αντιλαϊκές», αλλά «λειτουργικές» πάντως λύσεις των ευρωπαϊκών προβλημάτων, ενώ σήμερα προσκρούουν στην αυτή οικονομική αναποτελεσματικότητα των επιλογών τους, στο αυτό κοινωνικό αδιέξοδο με τους «πολιτικούς», σε ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα δημοκρατικής και λαϊκής νομιμοποίησης.
Τόσο ο Ελληνας πρωθυπουργός όσο και ο Ιταλός συνάδελφός του σαρώθηκαν από τη δυσπιστία των αγορών. Ωστόσο, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αυτή καταγράφηκε, αφού προηγουμένως οι ιθύνοντες είχαν απολέσει την εμπιστοσύνη των αντίστοιχων εκλογικών σωμάτων τους. Τα ευρωπαϊκά «πραξικοπήματα» δεν ανέτρεψαν πρωθυπουργούς με λαϊκή και δημοκρατική εμπιστοσύνη, αλλά πρόσωπα που είχαν στερηθεί αυτής. Το δράμα δεν είναι αυτοί που αποπέμφθηκαν, αλλά κυρίως ότι οι αντικαταστάτες τους, παρά τις τεχνοκρατικές περγαμηνές τους, εμμένουν πιστά και απαρέγκλιτα στο αυτό οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό αδιέξοδο, στο αυτό έλλειμμα λαϊκής και δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Είναι παράδοξο ότι ο σημερινός πρωθυπουργός επαναφέρει το δίλημμα με το οποίο σαρώθηκε ο προκάτοχός του: « Η αποδέχεστε τη λιτότητα ή φεύγουμε από την Ευρώπη». Η σύνδεση της λιτότητας με την Ευρώπη διαβάλλει την έννοια της δεύτερης, χωρίς από την άλλη πλευρά να προσδίδει εγκυρότητα στην πρώτη. Πολύ περισσότερο που η γενικευμένη εφαρμογή της στην Ευρώπη επιτείνει την ύφεση και κοινωνική κατάρρευση, διογκώνει ελλείμματα και χρέη. Θα έπρεπε οι «σοβαροί» τεχνοκράτες να γνωρίζουν όσα αγνοούν οι «λαϊκιστές» πολιτικοί. Στην πραγματικότητα, η λιτότητα δεν στηρίζει την ευρωπαϊκή συνοχή, αλλά την υπονομεύει, καθ' όσον, αντί σύγκλισης, παγιώνει την απόκλιση μεταξύ των χωρών-μελών.
Εάν υπάρχει στη χώρα μας μια προτεραιότητα όλων των προτεραιοτήτων, αυτή είναι η φορολογική δικαιοσύνη. Μέχρι σήμερα οι «έκτακτες θυσίες» επιρρίπτονται κατά 90% σε μισθωτούς, συνταξιούχους, χαμηλά εισοδήματα. Τα τελευταία υπόκεινται σε 9 φορές περισσότερες αφαιμάξεις ανά μονάδα εισοδήματος, από ό,τι οι υψηλές εισοδηματικές απολαβές. Αυτό δεν είναι ζήτημα απλής «φοροδιαφυγής», έναντι της οποίας εξαντλεί το μένος του ο νέος πρωθυπουργός. Τουλάχιστον ο Ιταλός συνάδελφός του εξαγγέλλει με ευδιάκριτο τρόπο: όχι μόνον οι φόροι θα πληρώνονται, αλλά επίσης προστίθενται νέοι επί της συνολικής περιουσίας, των απολαβών και ακινήτων, όταν ξεπερνιέται ένα εισοδηματικό όριο.
Στη χώρα μας, τα ανώτερα εισοδήματα δεν φοροδιαφεύγουν απλώς, αλλά διά νόμου απαλλάσσονται από τη φορολογία ή υποφορολογούνται. Εάν εφορολογούντο δίκαια, όπως τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δεν θα είχαμε δημοσιονομικά ελλείμματα ούτε κρατική υπερχρέωση ούτε πρόσχημα για τη σημερινή λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου