Λες, πως από τότε που κατάλαβες,
εφημερεύεις. Σου εδόθη η ημέρα, και
είπες: ιδού εγώ μέσα στο μελιχρό φως, μέσα στον οικείο χρόνο, μέσα στον
απρόσμενο κόσμο, που μου εφανερώθη και
που είναι ο Ναός μου.
Τίποτε
δεν σου ανήκει, σου εδόθη όμως ένα κερί, η ψυχή σου. Από τότε που κατάλαβες,
άναψες το κερί και είπες: θα το κρατώ αναμμένο μέσα σε τούτη την κοσμική
ξαγρύπνια, ίσαμε να λειώσει. Αυτή είπες πως είναι η εφημερία σου. Και είπες πως
βρίσκεσαι στην ακμή του φωτός, και πως αυτό είναι το παν που σου εδωρήθη.
Από
τότε που κατάλαβες, δεν έχεις να κάνεις
τίποτε, παρά να κρατάς αναμμένο το κερί στο Ναό που τάχθηκες να εφημερεύεις,
όσο κρατάει η ημέρα. Δεν έχεις ούτε να γνωρίσεις ούτε να πονέσεις ούτε να
ελπίσεις ούτε να χαρείς. Όλα αυτά τα έκαμες προ της εφημερίας, τότε που δεν
είχες καταλάβει.
Τώρα
σιώπησες, όπως σιωπηλά είναι όλα τριγύρω σου. Μόνο το φως. Και εφημερεύεις στο
φως. Καθώς αναδύθηκες από το όνειρο, αναστήθηκες στο σιωπηλό φως. Και κοιτάς
απορημένος όσο κρατάει το κερί σου: το φως του
κεριού σου, το φως του κόσμου, το μελιχρό.
Δεν
πέρασε από το νου σου κανένας αίνος, ούτε πως περιμένεις τίποτε, ούτε σε
φοβίζει τίποτε. Όπως το κερί που απλώς φωτίζει και λειώνει – και τίποτε άλλο.
Εσύ την εφημερία σου τηρείς. Ώσπου να έρθει ο άλλος. Θα ανάψει από το κερί σου
το κερί του. Θα καθήσει στη σκοπιά σου, καθώς θα αποχωρείς. Χωρίς να αλλάξετε
κουβέντα.
Και
ξέρεις πως το φως του κεριού σου είναι που ανάβει τον μεγάλο πολυέλαιο του
σύμπαντος. Και λες, αν σβήσει το φως του κεριού
μου,ολόκληρο το σύμπαν θα βυθιστεί στο σκότος. Και αυτό δεν σε τρομάζει.
Αρκεί, λες, που τηρώ την εφημερία μου.
Τα άλλα δεν είναι δικά μου. Κι αν δεν προνοεί, εσύ δεν θα μπορούσες να κάνεις
τίποτε παραπάνω. Όμως, αν δεν προνοούσε, πως θα βρισκόσουν εδώ, καταμεσής του
φωτός;
Και
σκέφτεσαι μήπως καμιά φορά Εκείνος διαβεί από τον τόπο σου. Λες, μπορεί να
επιθεωρεί τις σκοπιές και δεν ήρθε ακόμη
η σειρά μου. Ίσως να έρθει ύστερα από χιλιάδες χρόνια. Ή, ίσως να πέρασε πριν
από χιλιάδες χρόνια. ΄Ετσι σκέφτεσαι και
μέσα σου ερημώνει ακόμη περισσότερο η σκηνή του κόσμου.
Είναι
στο χέρι σου να κλείσεις το Ναό, αρκεί να φυσήξεις ελαφριά τη φλόγα του κεριού
σου και αυτή θα σβήσει αμέσως και το σκότος θα καταφθάσει απόλυτο. Όμως εσύ δεν
θα το κάμεις ποτέ, όσι κι αν είναι εύκολο. Μόνο που απορείς, και λες γιατί
είναι τόσο εύκολο να σβήσεις κάτι που για να το ανάψεις είναι ακατόρθωτο; Που
δεν θα άναβε ποτέ, αν Εκείνος δεν το άναβε; Απλώς απορείς;
*
Αυτή
η απόλυτη σιωπή στέκεται επάνω από τις φωνασκίες του πολιτισμού. Και αυτό το
απόλυτο φως υψώνεται επάνω από τις φωταψίες του πολιτισμού. Προηγείται η σιωπή
των φωνασκιών και το φως των φωταψιών. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο φλύαρος
πολιτισμός είναι να σβήσει το κερί που δεν το άναψε αυτός. Το κερί άναψε τον
πολιτισμό.
Ο
πολιτισμός σου λέγει πως είσαι εφήμερος. Γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό εσύ
αδιαφορείς, διότι ξέρεις πως σημασία έχει να εφημερεύεις εφημέριος στο Ναό.
Ακούς
λόγια πολλά. Είναι φορές που σε πικραίνουν, πως είσαι μόνος, πως είσαι ύπαρξη
τραγική, πως σε αναμένει η οδύνη. Και εσύ απελπίζεσαι, προς στιγμήν. Και είναι
φορές που σε χαροποιούν και απολαμβάνεις την ημέρα σου, τους ίμερους της ζωής,
τις ελπίδες του πνεύματος. Και εσύ ευφραίνεσαι, προς στιγμήν. Όμως όσο μετέχεις
στη χαρά ή στον πόνο δεν παύεις να συλλογίζεσαι πως στο τέλος σημασία έχει να
στέκεσαι στη σκοπιά σου, με το κερί αναμμένο στο χέρι σου.
΄Ετσι
πραγματοποιείς την εφημερία σου μέσα στην απόλυτη σιωπή. Διότι Εκείνος σε έθεσε
εδώ σιωπηλά, με το φως στα χέρια σου, να αυγάζει το πρόσωπό σου. Και λες, κρατώ
το κερί αναμμένο για να μη πέσει το σκότος, ώστε να λειώσει το φως. Μόνον αυτό
έχει στο τέλος σημασία. Τα άλλα είναι θνητή φλυαρία, που δεν προσθέτουν τίποτε
σε τούτο το κοσμικό δεδομένο: το κερί που κρατάει αναμμένο το πολύφωτο του
σύμπαντος.
Ακούς
λόγια πολλά. Όμως όλοι οι πολιτισμοί ύστερα από τον ιλιγγιώδη πάταγο
καταβυθίζονται στη σιωπή. Κάποιος ρίχνει άμμο επάνω από τους θορυβώδεις
πολιτισμούς ώσπου στο τέλος τους κατακαλύπτει η έρημος. Όπως ο Ποσειδώνας
έρριξε άμμο πάνω από ο εκκωφαντικό τοπίο της Τρωάδας, και το ερήμωσε.
Εσύ
όμως αυτά τα ήξερες από πριν, γι’ αυτό προτίμησες την εφημερία σου. Αυτό, λες,
είναι το κοσμικό σου καθήκον. Όλα τα άλλα καθήκοντα τα κατακαλύπτει η άμμος του
Ποσειδώνα και αφανίζει κάθε ίχνος τους- ούτε Αχιλλέας, ούτε Πάτροκλος, ούτε
΄Εκτορας, ούτε το ιερό πτολίεθρο με τα άπαρτα κάστρα. Είναι όλα τους παρμένα
από τον συλητή χρόνο.
Όμως
την εφημερία σου δεν την κατακαλύπτει καμιά σιωπή, επειδή είναι σιωπή, κανένα
φως, επειδή είναι φως. Όλα αυτά λίαν καλά μέσα σε αυτή την απόλυτη μοναξιά. Και
όταν ενδίδεις, λες πως είναι πολύ πικρή τούτη η κοσμική μοναχικότητα. Όμως
χωρίς το φως θα υπήρχε σκότος. Και λες πως είναι λίαν καλό το φως.
*
Όρθιος,
με το κερί στο χέρι, ωσάν φαροφύλακας των διαστημάτων, μήπως δεν δουν τα
αστέρια το δρόμο τους και χαθούν στο σκότος.
Γλυκό
που είναι το μελιχρό φως, γλυκειά που είναι η παραμονή στο φως.. Και λες, εδώ
θα μείνω ώσπου να με λειώσει το φως.
Τότε
θα τελειώσει και η εφημερία σου στο Ναό της υπάρξεως. Εσύ που ξαγρύπνησες πολύ,
πέσε τώρα και αποκοιμήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου