σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.
Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.
Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.
Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.
Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα
στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.
Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τους ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας
ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.
Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.
Μιχάλης Κατσαρὸς τοῦ Εὐσταθίου ἐκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (1919-1998)
Μιχάλης Κατσαρὸς τοῦ Εὐσταθίου ἐκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (1919-1998)
Στην αποθέωση του σταλινισμού, εγκρέμισε τον Στάλιν από το βάθρο του. Ιδεολόγος κομμουνιστής, ζούσε κάθε μέρα την επανάσταση σε γη και ουρανό, οραματιζόταν έναν κόσμο, όπου η δικαισύνη των ανθρώπων δεν θα 'ναι σακάτικη, πίστευε ότι έφερε μέσα όλες τις αρχαίες μνήμες, από κτίσεως κόσμου. Σαφής και ξεκάθαρος με τους φίλους του, παραληρηματικός και ιδιόρρυθμος στις συνεντεύξεις του.Μπορούσες να του δώσεις χίλιους δυο χαρακτηρισμούς, όπως εκκεντρικός, αιρετικός, «φευγάτος». Αλλά τι μ' αυτό: ψυχή τε και σώματι ήταν ποιητής. Ζούσε την ποίηση σωματικά, καιγόταν μέσα στις φλόγες της, και μέσα εκεί αναβαπτιζόταν καθαρός. Ο Μιχάλης Κατσαρός του Ευσταθίου εκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (όπως αυτοπαρουσιαζόταν στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Κορέκτ / Φόβος ποιητή», «Μανδραγόρας») δεν ήταν μόνο τα ποιήματά του. Ηταν και η εν γένει καθημερινή εμφάνισή του: πουκάμικο λερό, γραβάτα, ένα δερμάτινο από επάνω, μαύρα γυαλιά, κασκέτο. Τον έβλεπες να περπατά στους δρόμους πέριξ της πλατείας Συντάγματος, με ανεμίζοντα την γκρίζα κόμη του.
Μ' ένα τσιγάρο μόνιμα σφηνωμένο ανάμεσα στα χείλη του. Εάν κοντοστεκόσουν και του μιλούσες, διαπίστωνες ότι ο δάκτυλος και ο παράμεσος είχαν κιτρινίσει από τη χρόνια χρήση της νικοτίνης. Στέκια και παρέες Στέκια του, η πρώην καφετέρια «Εβριντέι», το «Ζόναρς», το «Νέον» της Ομονοίας και του Συντάγματος, ο «Μεγαλέξανδρος» της Ομονοίας.
Εκεί έδινε τα άτυπα ραντεβού του με τους φίλους του, εκεί συναντούσε τους νεότερούς του ποιητές. Και μιλούσε και μιλούσε με τις ώρες. Μετέφερε την πραγματικότητα των ονείρων του στην καθημερινότητα, επινοούσε φανταστικές δημοκρατίες, καλλιεργούσε παραδείσους των λέξεων, επικοινωνούσε με τους μικρούς και μεγάλους θεούς, ανατίναζε τη σύνταξη των προτάσεων, έβαζε φωτιά στην ετυμολογία των λέξεων. Και την ίδια στιγμή, όταν τον «προσγείωναν», μπορούσε, με σαφήνεια, να αναφερθεί στην χαμένη Επανάσταση, στους παλιούς συντρόφους, στα μεράκια της ποίησης, στο αιώνιο του εφήμερου των εφημερίδων, στο εφιαλτικό παρόν ενός κόσμου εν πτώσει.
Ο Μιχάλης Κατσαρός είχε δυο προσωπικότητες; Οχι. Ηταν μία, ενιαία, συμπαγής και μοναδική. Δραπέτευε με το ένα προσωπείο από την πραγματικότητα και με το έτερο επέστρεφε σ' αυτήν. Είχε πάρει το βάφτισμα στα Γράμματα, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Μπαρμπερίνικο καράβι», στα «Ελληνικά Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (1946). Στο ίδιο περιοδικό και στη στήλη «Νέοι Ποιητές» τυπώθηκε η «Βγενιώ»: «Λάλατο Βιολιτζή μου, λάλατο / σ' ούλα τα περιβόλια / ρίξε και πέντε μπαταριές / ρίξε και πέντε βόλια...». Τα χρόνια της νεότητάς του τα πέρασε μέσα στην κάμινο της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αντίστασης, εκδίδοντας, μάλιστα, και το βραχύβιο περιοδικό «Στόχος» και υστερότερα το «Θεμέλιο» και το «Σύστημα».
Σύντροφοί του, οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Κούνδουρος, οι Κύρκοι, Mιχάλης και Λεωνίδας, ο αείμνηστος Μίμης Δεσποτίδης. Συνελήφθη από τα Ες-Ες, βασανίστηκε και φυλακίστηκε πολλούς μήνες στις φυλακές Χατζηκώστα.
H Ορθια Διανόηση «Μετά την απελευθέρωση», όπως αφηγείται ο ίδιος, «ήμουν στο Ταμείο της Αεροπορίας. Μετά πήγα στο Ραδιοφωνικό Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και δούλεψα εκεί. Παντρεύτηκα και πήρα γυναίκα από την Καραγεώργη Σερβίας. Είχε κει ένα μέγαρο, ένα αυτοκρατορικό, που ήταν η οικογένειά της. Η ιστορία είναι ότι έζησα στο Σύνταγμα γιατί είχα σπίτι και καθόμουνα στο Στάδιο. Γι' αυτό γνωρίζω όλους τους ραφτάδες. Εδώ όμως η ιστορία είναι ότι η Ορθια Διανόηση ήταν στη Βουκουρεστίου, όπου σύχναζε κάθε πολιτικός και λόγιος.
Η Ορθια Διανόηση ήταν όρθιοι έντεκα με δώδεκα στου �ουμίδηΣ». Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μαρτυρία του Γιώργου Χρονά, ήταν ένστολος δημοσιογράφος της Πολεμικής Αεροπορίας και εκφωνητής του στρατιωτικού ραδιοφώνου.
Μάλιστα, κάποτε, εκφωνώντας ένα δελτίο ειδήσεων, αντί να πει «Αρχισε η περιοδεία της βασιλίσσης Φρειδερίκης», είπε «Αρχισε η περίοδος της βασιλίσσης Φρειδερίκης»! Ωσπου φτάνουμε στα 1953. Εχει σημάνει το έτος έκδοσης του βιβλίου-σταθμού, του «Κατά Σαδδουκαίων», με εξώφυλλο του Νίκου Κούνδουρου. Ακολούθησαν πολλαπλές επανεκδόσεις: η δεύτερη το 1971 και η τρίτη το 1973 από τα «Κείμενα», η τέταρτη από τον «Κέδρο», το 1977, η πέμπτη και η έκτη από το «Θεμέλιο», το 1982 και το 1983, και οι τελευταίες, από τις εκδόσεις «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος». Συγκάτοικος με τον Mίκη Ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεύστηκε από τη σύνθεση και έγραψε την καντάτα «Κατά Σαδδουκαίων Πάθη», που πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο και αφιερώθηκε στον Δημήτρη Δεσποτίδη: «Τον είχα συναντήσει (σ.σ. τον Μίκη Θεοδωράκη) μια φορά καθισμένο σ' ένα σκαλί στη Σόλωνος. Του λέω τι κάνεις εδώ.
Μου λέει κάθομαι, δεν έχω ούτε σπίτι ούτε καλύβι. Εγώ καθόμουνα σ' ένα σπίτι στο Χαλάνδρι και τον πήρα και μείναμε πολύ καιρό μαζί. Τότε έγραψα τους �αδδουκαίουςΣ, τότε εμφανίστηκε κι αυτός σαν μουσικός και έγραψε μετά την καντάτα (...) », έλεγε ο ποιητής σε συνέντευξή του. Κι αλλού: «Ο Μίκης είχε βρει μια γιατρό, τη Μυρτώ, κι εγώ μια ζωγράφο, την Κούλα Μαραγκοπούλου. Αρραβωνιαστήκαμε την ίδια μέρα, χωρίσαμε με τον Θεοδωράκη. Πήγε κάπου αλλού κι έμενε. Μετά παντρευτήκαμε. Παντρεύτηκε ο Θεοδωράκης τη Μυρτώ κι εγώ την Κούλα. Βάφτισε και το παιδί μου, τον Στάθη, κι εγώ έγραψα τη �αργαρίτα- ΜαγιοπούλαΣ».
Να θυμίσουμε ότι το ποίημα κυκλοφόρησε και σε δίσκο, με μουσική και απαγγελία από τον ίδιο τον ποιητή, το 1977. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, προδημοσιεύεται η «Διαθήκη», λογοκριμένη, στο «Δημοκρατικό Τύπο» (8-10-1950).
Η εφημερίδα παραλείπει τους στίχους: «στην κρατική εκπαίδευση/ στο φόρο», «σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες ατελείωτες τις παρελάσεις/στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε», «Αντισταθείτε στις υπηρεσίες αλλοδαπών και διαβατηρίων/στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία/στα εργοστάσια πολεμικών υλών/στα θούρια». Σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα, ενθυμούμενος τη λογοκρισία, σχολίασε σε συνέντευξή του: «Πάντα είχα την απορία γιατί έγινε αυτό. Κι εγώ δεν ξέρω γιατί.
Και γι' αυτό διαμαρτυρήθηκα και έγραψα το �στερόγραφοΣ. Φαίνεται ότι τους έθιξε. Η Αριστερά είχε καταφέρει τότε να βγάλει εφημερίδες, να έχει γραφεία, να ξαναμπεί στη νομιμότητα. Δεν ήταν όπως πριν, με την Ακροναυπλία. Σου λέει, πάλι θα μας ρίξει στην παρανομία ο Κατσαρός...». Eξόριστος στη χώρα του Ηταν από τους πρώτους από τους ανήκοντες στην Αριστερά ποιητές, ο οποίος έριξε τα βέλη σε ξένους και δικούς. Και ευρέθη ανάμεσά τους. Εξόριστος μέσα στην ίδια του τη χώρα. Η ποιητική συλλογή «Μεσολόγγι», η οποία είχε προηγηθεί (1949), προοιωνιζόταν τον καυστικό και ειρωνικό λόγο.
Στα ίδια χνάρια και το «Οροπέδιο» (1950), που ο ποιητής είχε διαλέξει να το κυκλοφορήσει το 1950 σε τριακόσιους φακέλους - βιβλίο, με ιδιόγραφο εξώφυλλο (ακολούθησε δεύτερη έκδοση από το βιβλιοπωλείο «Παν», το 1965 και σε τρίτη, από τις εκδόσεις «Κείμενα», το 1972, και τελευταία από τις εκδόσεις «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος»).
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος το μελοποίησε και κυκλοφόρησε σε δίσκο, με τη φωνή της Βασιλικής Λαβίνα. Με την «Μπαλλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι» (περιοδικό «Αθηναϊκά Γράμματα», Φεβρουάριος 1958) απέτισε φόρο τιμής στους ποιητές της γενιάς του. Μεσολάβησε ένα διάστημα εκδοτικής σιωπής. Μέσα στη δικτατορία εξέδωσε τη φιλοσοφική μπροσούρα, όπως τη χαρακτήριζε, με τον τίτλο «Πας Λακίς Μισελέ» (1973) και το «Χρονικόν Μωρέως μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού» (1973). Οι συνταγματάρχες θυμήθηκαν τις EΠΟNίτικες και κομμουνιστικές του καταθέσεις και τον απέλυσαν. Το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, πήρε τους βαθμούς που έχασε, καθώς εφάπαξ και σύνταξη ως αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας. Με την αποκάτασταση της δημοκρατίας, εκδοτικά γίνεται παραγωγικότερος: «Οι Συλλέκται της Μονόχρα» (1974), «Πρόβα και ωδές» (επίμετρο Μάνου Ελευθερίου, «Αντί», 1975), «Σύγγραμμα» («Κέδρος», 1977), «Σύγχρονες Μπροσούρες» («Καρανάσης», 1977), «Κράτος εργοδότης» και «10 άρθρα ελευθέρων Κομμουναρίων» (1978), «Ενδύματα» («Ανδρομέδα», 1977), «Αλφαβητάριον» («Μνήμη», 1978), «3Μ3Μ=6Μ» («Νεφέλη», 1981), «4 Μαζινό» («Θεμέλιο», 1982), «Μείον ωά» («Δωδώνη», 1984), «Ο πατέρας του ποιητή» («Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος», 1987), «Αυτοκρατορική πραγματικότητα» («Ιδμων», 1995).
Ποιητής και ζωγράφος Πριν από τέσσερα χρόνια (1992), ο ποιητής σχεδίαζε και τύπωνε μια «έκτακτη έκδοση εφημερίδας βιβλίων», με τον τίτλο «Μία Εκτη» (Ιανουάριος - Δεκέμβριος, φύλλα 1-4), όπου κυκλοφόρησαν τα παλιά και νέα έργα του «Κατά Σαδδουκαίων», «Τα πριν τον άνθρωπο και Οκτώ νέα ποιήματα», «Κράτος εργοδότης», «Κορέκτ», «Φόβος ποιητή».
Μιά έκδοση που καταπώς έλεγε ήταν συλλεκτική, καθώς κυκλοφορούσε περιορισμένα αντιτύπα. Κοστολογούσε μάλιστα την αξία κάθε εξαντλημένου αντίτυπου έναντι του ενός εκατομμυρίου! Δεν του αρκούσε η γραφή. Ωρες ολόκληρες ζωγράφιζε εικόνες. Εικόνες, τρόπος του λέγειν. Είχαν τη σφραγίδα της ιδιόρρυθμης θέασης του ποιητή στον κόσμο. Δεν ζωγράφιζε με το πάθος του Ορθόδοξου Χριστιανού, όπως έγραφε η αστυνομική του ταυτότητα. Αλλά τότε, με ποιο πάθος; Ηταν μια ποιητική μελέτη των θρησκευτικών ιδεών.
Να πώς περιέγραφε το εγχείρημά του: «Εγώ είμαι μελετητής περισσότερο των θρησκευτικών ιδεών -του χριστιανισμού, του Κρισναμούρτι, των ανατολικών...- και πιστεύω πως όλες έχουν μιαν αλήθεια, αρκεί να ξέρεις να την αλιεύεις». Από το τρίπτυχο της αρχαίας βίβλου του ποιητή, που περιλαμβάνει λόγο -μουσική- όρχηση, ο Μιχάλης Κατσαρός μόνο στο χορό βρέθηκε λειψός. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι και τη μουσική εθεράπευσε
. Στο δίσκο «3Μ3Μ=6Μ», αυτοσχεδιάζει ποιήματα και παίζει ο ίδιος ινδική φόρμιγγα, με τη συνοδεία και άλλων μουσικών: «Αυτοσχεδίασα σ' αυτό το δίσκο την ποίησή μου, η οποία είναι πανκ... Πολλές φορές οι πανκ στις συγκεντρώσεις τους βάζουνε αυτά τα περίεργα τραγούδια».Πηγη εδω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου