25.10.09

Το άγνωστο 1940

Κάθε πόλεμος, ακόμη κι ο πιο δίκαιος και αμυντικός, έχει μια εμφύλια διάσταση.

Οχι με την αφηρημένη φιλοσοφική προσέγγιση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι, σε τελική ανάλυση, αδέρφια. Αλλά επειδή στις ανθρώπινες κοινωνίες υπάρχουν πάντοτε κάποιοι τους οποίους οι καθοδηγητές τής πολεμικής προσπάθειας ταυτίζουν με τον εχθρό ή θεωρούν εμπόδιο στον αγώνα του έθνους.

Η μεταχείριση αυτού του (υπαρκτού ή δυνάμει) «εσωτερικού εχθρού» ποικίλλει από σύρραξη σε σύρραξη, ανάλογα με την ένταση του κινδύνου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθεστώτος κάθε εμπόλεμης χώρας.

Στις δημοκρατικές π.χ. και συνάμα ρατσιστικές ΗΠΑ του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, 80.000 αμερικανοί πολίτες ιαπωνικής καταγωγής και 40.000 ιάπωνες μετανάστες πρώτης γενιάς κλείστηκαν το 1942 «προληπτικά» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι (λευκοί) αμερικανοί πολίτες γερμανικής καταγωγής είχαν σαφώς καλύτερη τύχη: ως φαντάροι, στάλθηκαν, απλώς, να πολεμήσουν τους Γιαπωνέζους στον Ειρηνικό ωκεανό κι όχι τους «ομόφυλούς» τους στην Ευρώπη.

Στην εξίσου δημοκρατική Γαλλία, πάλι, 600.000 γερμανόφωνοι πολίτες απομακρύνθηκαν αναγκαστικά το 1939-40 από τις παραμεθόριες περιοχές της Αλσατίας και της Λωραίνης για λόγους «εθνικής ασφαλείας».

Ο ελληνοϊταλικός κι ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41 δεν θα μπορούσε ν' αποτελέσει εξαίρεση. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η διεξαγωγή του καθοδηγούνταν από τη φασίζουσα δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» δεν μπορούσε παρά να πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις.

Η επίσημη εκδοχή

Η εσωτερική αυτή διάσταση του «έπους του σαράντα» έχει, ωστόσο, διαγραφεί εντελώς από τη συλλογική μνήμη. Αποτελεί θέμα ταμπού, όχι μόνο για τους οπαδούς μιας «εθνικά καθαρής» Ιστορίας, αλλά και για το «μετα-αναθεωρητικό» ρεύμα που υπερπροβάλλει τις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου, με στόχο την απονομιμοποίηση της εαμικής Αντίστασης - όχι όμως και της «συντεταγμένης», εθνικόφρονος Πολιτείας.

*Ας επιστρέψουμε, όμως, στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» το 1940-41. Μια πρώτη, γενική εικόνα μας δίνουν οι επίσημες Ιστορίες των σωμάτων ασφαλείας της εποχής.

«Από της πρώτης στιγμής της κηρύξεως του πολέμου», διαβάζουμε στο λεύκωμα που εξέδωσε το 1961 για τα σαραντάχρονά της η Αστυνομία Πόλεων, «η Αστυνομία Αθηνών επεφορτίσθη, ως ήτο επόμενον, με σοβαρά εθνικά και κοινωνικά καθήκοντα. Συνέλαβε τους υπηκόους των χωρών του Αξονος, ως και τα εθνικώς ύποπτα άτομα, τα οποία, αφ' ενός μεν υπήρχε πιθανότης να κινηθούν κατασκοπευτικώς, αφ' ετέρου δε να δημιουργήσουν πνεύμα ηττοπαθείας εις τον πληθυσμόν. Το έργον τούτο, λίαν λεπτόν και δυσχερές, εξετελέσθη ταχύτατα, βάσει επιμελώς κατηρτισμένου σχεδίου» (σ. 65).

*Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο επίσημος ιστοριογράφος της Χωροφυλακής (επί χούντας), πανεπιστημιακός καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης:

«Επρεπε να συλληφθούν ή να τεθούν υπό αυστηράν επιτήρησιν οι δρώντες εις τα παρασκήνια και παρακολουθούμενοι έως τότε κομμουνισταί, ως και πάντα τα εν γένει ύποπτα και επικίνδυνα δι' ανατρεπτικήν ή υπονομευτικήν του εθνικού φρονήματος δράσιν άτομα. Το έργον τούτο η Χωροφυλακή επετέλεσε καθ' άπασαν την χώραν μετ' εκπληκτικής ταχύτητος, κατά το μέγιστον δε μέρος αυτήν την 28ην Οκτωβρίου. Ούτως, από της πρώτης ημέρας του πολέμου εδραιώθη η εσωτερική ασφάλεια, εξέλιπε πας κίνδυνος εις το εσωτερικόν και ο Ελληνικός Λαός με ακμαίον ηθικόν διεδήλωνεν αυθορμήτως τον ενθουσιασμόν του» («Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι 1973, τ. Α', σ. 86-7).

*Κάπως διαφωτιστικότερη για τα χαρακτηριστικά του «εσωτερικού εχθρού» είναι η διαταγή, βάσει της οποίας εξαπολύθηκε το ανθρωποκυνηγητό - οι απόρρητες «Κανονιστικαί Οδηγίαι επιστρατεύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας» που είχε εκδώσει το 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και παραθέτει η επίσημη Ιστορία της Χωροφυλακής.

«Τα Σώματα Ασφαλείας», γράφει, «εν περιπτώσει επιστρατεύσεως:

*Φροντίζουσι δια την κατάπνιξιν και εξαφάνισιν πάσης αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας, υφ' οιονδήποτε πρόσχημα εν τη ημετέρα χώρα (Ορα οδηγίας υπ' αριθ. 7).

*Επιμελούνται της διώξεως του κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως (Ορα οδηγίας υπ' αριθ. 11).

*Επιμελούνται της εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων κατά των ασκούντων προπαγάνδας (Ορα αριθ. 12).

*Επιφορτίζονται με την υποχρέωσιν της αυστηράς παρακολουθήσεως των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων (Ορα οδηγίας υπ' αριθ. 13)» (όπ.π., σ. 79-80).

Δυστυχώς, ο Δασκαλάκης δεν δημοσιεύει το κείμενο των επιμέρους «οδηγιών». Για την πληρέστερη επισκόπηση του ζητήματος πρέπει έτσι να καταφύγουμε σε άλλες πηγές.

«Κόκκινοι» και «ηττοπαθείς»

Με δεδομένο τον υστερικό αντικομμουνισμό της 4ης Αυγούστου, αλλά και την έντονα αντιμιλιταριστική κι αντιεθνικιστική δραστηριότητα των κομμουνιστών στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσοπολέμου, η προληπτική εξουδετέρωση των οπαδών της αριστεράς ήταν μάλλον αναμενόμενη. Καθώς, μάλιστα, τα ενεργά μέλη του ΚΚΕ την 28η Οκτωβρίου βρίσκονταν είτε σε φυλακές κι εξορίες είτε σε βαθιά παρανομία, η εκκαθάριση επικεντρώθηκε σε όσους είχαν παλιότερα «μολυνθεί» από τον «ιό» του «μπολσεβικισμού» ή είχαν συμμετάσχει ενεργά στο εργατικό κίνημα. Η τοποθέτηση του φυλακισμένου Ζαχαριάδη υπέρ του πολέμου κι η ενθουσιώδης συστράτευση πολλών αριστερών κατά του εισβολέα ελάχιστα επηρέασαν αυτό το κλίμα.

*«Ηταν όλος ο κρατικός μηχανισμός, ο Στρατός και η Χωροφυλακή, εμποτισμένοι με κακόβουλες συκοφαντικές αντιλήψεις από την προπαγάνδα της άκρας δεξιάς», θυμάται χαρακτηριστικά ένας συνδικαλιστής καπνεργάτης.

«Εβλεπαν τους καπνεργάτες και κάθε προοδευτικό με αποστροφή και δε θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα με μίσος. Πολλοί από τους πατριώτες που έτρεχαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στις μονάδες, βρέθηκαν σημαδεμένοι στα μητρώα του λόχου τους και το σημάδεμα αυτό σήμαινε την υποβάθμιση του πατριωτισμού τους».

»Οταν ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες κατόρθωσα να φτάσω στο λόχο μου, το όνομά μου ήταν υπογραμμισμένο με κόκκινη μελάνη. Αποτέλεσμα: δε με όπλισαν, αλλά με έριξαν στο Λόχο Σκαπανέων, όπου βρήκα πολλούς άλλους πατριώτες. Υπηρετήσαμε για πολύ με τους ανεπιθύμητους Τούρκους, Πομάκους και βουλγαρόφωνους. Υστερα από την επιφυλακτική αναγνώριση για το ειλικρινές ή όχι περιεχόμενο που είχε το γράμμα του Ζαχαριάδη, άλλους όπλισαν και άλλους έβαλαν να δουλεύουν σε οχυρωματικά και δημόσια έργα» (Γιώργος Πέγιος, «Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας», Αθήνα 1984, σ. 124).

*Σε «πειθαρχικό λόχο» μουλαράδων κατέληξε κι ένας άλλος προπολεμικός κομμουνιστής, από τα Χανιά. Στο στρατολογικό γραφείο, ενημερώθηκε ότι «στο απολυτήριο είχαν κάμει ειδικό σημάδι πως είμαι κομμουνιστής και μου είπε να είμαι προσεκτικός».

Πριν η μονάδα του μπει στην Αλβανία, όλοι οι «χαρακτηρισμένοι» ειδοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς πως θα εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες «αν χύσουν το δηλητήριό τους στις τάξεις του στρατού». Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου οι διακρίσεις σε βάρος τους ήταν φανερές, με κυριότερη την εξαίρεσή τους απ' τη διανομή της -πολύτιμης- «φανέλας του στρατιώτη» (Χρ. Ρουμελιωτάκης, «Γράμμα στο γιο μου από τον πόλεμο», Αθήνα 1981, σ. 12, 36-8 & 48-9).

*Μια δεύτερη κατηγορία διωχθέντων πολιτών ήταν όσοι θεωρήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μανιαδάκη ότι συνέβαλλαν στην καλλιέργεια αισθημάτων «ηττοπάθειας».

*Από τα αρχεία της Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας πληροφορούμαστε π.χ. ότι στις 24.12.1940 προφυλακίστηκε ο 20χρονος Δ.Φ., κάτοικος Νυμφαίου Φλωρίνης και «τελειόφοιτος της εν Θεσ/νίκη Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής», «ίνα δικασθή» από το Στρατοδικείο Κοζάνης «ως υπαίτιος του ότι κατά τας αρχάς Δεκεμβρίου 1940, ανεκοίνωσεν εις ιδιώτας πληροφορίες δυναμένας να εμβάλωσιν εις ανησυχίαν τους πολίτας ήτοι ότι "οι δικοί μας οπισθοχωρούν, νικήθηκαν από τους Ιταλούς και οι Ιταλοί βάλανε δύναμη μεγάλη κ.τ.λ."».

*Η «προστασία» της ηρεμίας του κοινού πήρε ενίοτε κωμικές διαστάσεις: Σαράντα μέρες μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο άκρως εθνικόφρων απόστρατος βενιζελικός στρατηγός Στυλιανός Γονατάς μεταφέρθηκε στις 20.2.1941 από όργανα της Ειδικής Ασφάλειας στο Ελληνικό, όπου και παρέμεινε «εν απομονώσει και υπό φρούρησιν».

Οπως διαβάζουμε στην απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας, η ήπια «εκτόπιση» του γηραιού πολιτικού έγινε «διότι η παρουσία του εις Αθήνας και αι συναντήσεις αυτού μετά διαφόρων προσώπων, δημιουργούσι φήμας μη εποικοδομητικάς της απολύτου γαλήνης, της οποίας έχει ανάγκην η Χώρα, ίνα αντιμετωπίση τας κρισίμους περιστάσεις, τας οποίας διέρχεται».

Η «πέμπτη φάλαγγα»

*Η εξουδετέρωση των πρακτόρων του αντιπάλου, πραγματικών ή εικαζόμενων, αποτελεί πάγιο συστατικό στοιχείο κάθε πολέμου. Για την έκταση που πήρε η εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα το 1940-41, αποκαλυπτικός είναι ο επίσημος ιστοριογράφος της Αστυνομίας Πόλεων (και στέλεχος του διαβόητου «Μηχανοκινήτου» επί Κατοχής), Νικόλαος Αρχιμανδρίτης:

*«Την 28.10.1940 συνελήφθησαν εντός 2 ωρών άπαντα τα εν τη περιοχή της Πρωτευούσης μέλη των ιταλικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας ως και έτεροι χίλιοι Ιταλοί ύποπτοι, μέχρι δε της 13 ώρας της 6ης Απριλίου [1941] άπαντα τα μέλη των υφισταμένων εννέα Γερμανικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας και άπαντες οι Γερμανοί ύποπτοι, 3.500 εν συνόλω» («Αστυνομικά Χρονικά», 1.11.1954, σ.1680).

Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι «ελήφθησαν δηλώσεις αποκηρύξεως της Ιταλικής Ιθαγενείας εκ μέρους χιλιάδων Ιταλών». Προφανώς, αξιοποιήθηκε η πλούσια πείρα της ειρηνικής περιόδου στον ίδιο τομέα.

*Η μεταχείριση των ιταλών υπηκόων υπήρξε, πάντως, ηπιότερη: «Οι ιταλικές οικογένειες οδηγήθηκαν υπό περιορισμό στο χώρο της ιταλικής πρεσβείας», σημειώνει στις 28 Οκτωβρίου στο ημερολόγιό του ο αμερικανός Λέρντ Αρτσερ, διευθυντής, τότε, του «Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής». Μεταξύ των συλληφθέντων, πάντως, συγκαταλεγόταν τουλάχιστον «μια οικογένεια Εβραίων, που είχαν διαφύγει από την Ιταλία για να αποφύγουν τις διώξεις εναντίον της φυλής τους».

Πέντε μέρες αργότερα, ο ίδιος πληροφορείται πως «το προσωπικό της πρεσβείας μαζί με άλλους 240 Ιταλούς φεύγουν σήμερα από την Ελλάδα». Καταγράφει, μάλιστα, και μια περίεργη εκδήλωση αβροφροσύνης του Μεταξά προς τον Αξονα: «Αρχικά επρόκειτο να φύγουν 300, αλλά οι Γερμανοί ζήτησαν 60 θέσεις για δικούς τους» («Βαλκανικό Ημερολόγιο 1936-1941», Εστία, Αθήνα 1993, σ. 174 & 184).

Οι έλληνες πολίτες που στοχοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες του Μανιαδάκη υπήρξαν φυσικά λιγότερο τυχεροί, όπως διαπιστώνουμε από το (επίσης δημοσιευμένο) ημερολόγιο του Χριστόφορου Χρηστίδη: «1 Μαΐου 1941. Ηλθε να με δει ο Φώκος Δημητριάδης. Συνάντησε κάποιον, που χωρίς κανένα λόγο ήταν σε ελληνικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αν όσα του διηγήθηκε είναι αλήθεια, οι κρατούμενοι πέρασαν πάρα πολύ άσκημα από τους χωροφύλακες, που επιπλέον τους εκμεταλλεύτηκαν αγρίως. Φοβούμαι πως, παρά τις υπερβολές, θα έχουν γίνει θλιβερά έκτροπα» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ. 7).

*Κάπως γνωστότερη έχει γίνει, τα τελευταία χρόνια, η «προληπτική» καταστολή των γλωσσικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων που θεωρήθηκαν ύποπτες για συμπάθεια προς τον εισβολέα. Με εξαίρεση την ξεχασμένη σήμερα -αλλά σχετικά πολυπληθή τότε- ιταλική μειονότητα της Κέρκυρας και της Πάτρας (βλ. διπλανή στήλη).

Σε Θεσπρωτία και Μακεδονία

*Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας αριθμούσαν το 1940 κάπου 20.000 άτομα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, οι αρχές συνέλαβαν κι εξόρισαν δεκάδες προκρίτους, ανάμεσά τους και μετριοπαθείς προσωπικότητες φιλικές προς την ελληνική διοίκηση. Μετά την ανακατάληψη της περιοχής απ' τον ελληνικό στρατό στα μέσα Νοεμβρίου, και ως απάντηση στη συνεργασία μελών της μειονότητας με τον ιταλικό στρατό, οι εκτοπίσεις γενικεύτηκαν κι εκατοντάδες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία», θυμάται ένας θεσπρωτός συγγραφέας, «τα έκτροπα σε βάρος των Μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης, καλούσαν στα γραφεία τους τις όμορφες χανούμισες και τις βίαζαν. Ορισμένοι χριστιανοί κάτοικοι οργίασαν. Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη έκδοση Μουσουλμανίδων, από ορισμένα χωριά, σε δημόσιους λειτουργούς, μεγάλη» (Γ. Σάρρας, «Μνήμες της τραγικής περιόδου», Αθήνα 2001, σ.52-3). Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, στα χρόνια της Κατοχής, είναι γνωστές.

*Παρόμοια μεταχείριση -με ανάλογα αποτελέσματα- επιφυλάχθηκε και στους σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας, που το 1940 υπολογίζονταν μεταξύ 160.000 και 200.000.

«Η κήρυξις του ελληνοϊταλικού πολέμου και η διεξαγωγή αυτού», γράφει στην ημιεπίσημη ιστορία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ο κατοχικός Διευθυντής Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου, «έδωσαν αφορμήν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν να επιληφθή της αντιμετωπίσεως του εσωτερικού τούτου προβλήματος, ως πρόχειρος δε λύσις εξευρέθη ο εις το εσωτερικόν της Ελλάδος εκτοπισμός των υπόπτων. Ελήφθησαν αψυχολόγητα και εν πολλοίς άδικα μέτρα, παρασύραντα εις εκτοπισμούς ακραιφνείς Ελληνας» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ.Β1, Θεσ/νίκη 1950, σ. 15).

Ο ίδιος αναφέρει ότι, «εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι θεωρηθέντες ύποπτοι ελήφθησαν εξ όλων των χωρίων, εις ά ωμιλείτο το σλαυόφωνον ιδίωμα». Θεωρεί δε πως το μέτρο τελικά εξυπηρέτησε τη βουλγαρική προπαγάνδα, αποξενώνοντας τους κατοίκους αυτών των περιοχών απ' το ελληνικό κράτος.

*Την ίδια άποψη συμμερίζονται οι παρατηρητές της εποχής, είτε πρόκειται για εαμίτες είτε για εθνικόφρονες.

«Ενώ όλαι ηλικίαι ευρίσκοντο από την πρώτη στιγμή και εις την πρώτην γραμμήν υπό τα όπλα», γράφει π.χ. τον Ιανουάριο του 1944 στον εξόριστο πρωθυπουργό Τσουδερό ο Δημ. Λαμπράκης, «την ημέραν της ενάρξεως του πολέμου συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν εκατοντάδες πατέρες και αδελφοί των στρατιωτών. Παρά πάσαν ενέργειαν εκρατήθησαν πεισμόνως μέχρι τέλους, μολονότι τα παιδιά των επολεμούσαν εις τα Αλβανικά βουνά και πολλοί ετραυματίζοντο, εφονεύοντο, ηνδραγάθουν».

*Ο δε Γεώργιος Μόδης, αφού περιγράφει εκτενώς στα απομνημονεύματά του την αδυναμία του να εμποδίσει τις εκτοπίσεις (σ. 391-3), καταλήγει στην πικρή διαπίστωση πως «αποδειχθήκαμε άλλη μια φορά ανίκανοι να διοικήσουμε λαούς».

Φάκελοι πολλαπλής χρήσης

Η αυξημένη «επαγρύπνηση» του μεταξικού καθεστώτος κατά του «εσωτερικού εχθρού» είχε κάποιες απρόβλεπτες συνέπειες.

Μια απ' αυτές ήταν η αντιστροφή της χρήσης των υπηρεσιακών φακέλων, που στις χαώδεις στιγμές της κατάρρευσης του μετώπου έπεσαν σε λάθος χέρια.

*«Πλείστοι αστυνομικοί διέπραξαν εγκληματική επιπολαιότητα να εγκαταλείψουν έκθετα τα εμπιστευτικά αρχεία των (Φλώρινα, Αμύνταιον)», διαβάζουμε σε επιστολή του Δημητρίου Λαμπράκη προς την εξόριστη κυβέρνηση (1944). «Οι Βούλγαροι έσπευσαν άμα τη εισόδω των Γερμανών να τα λάβουν και να επιδεικνύουν εις τους διστακτικούς και αμφιρρέποντας ταύτα, εις τα οποία ανεγράφοντο και ούτοι ως ύποπτοι» (ΓΑΚ/Αρχείο Εμμ. Τσουδερού, φ. Ε16).

*Το γεγονός επιβεβαιώνεται από «σημείωμα» της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (22.7.1941) που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ: «Η Νομαρχία Φλωρίνης αναφέρει ότι περιήλθον εις τας Βουλγαρικάς αρχάς και διά τούτων εις τας Γερμανικάς όλοι οι φάκελλοι και οι ονομαστικοί κατάλογοι των υπόπτων και ως Βουλγάρων χαρακτηριζομένων, ούτω βάσει των στοιχείων τούτων θα ζητηθή η λειτουργία Βουλγαρικών Σχολείων και Εκκλησιών».

*«Η βουλγαρική προπαγάνδα είχε τις εγκληματικές συλλήψεις [του 1940-41] τρομερόν όπλο εναντίον μας», συνοψίζει ο Φλωρινιώτης Γεώργιος Μόδης. «Η Χωροφυλακή της έδωσε και ένα άλλο: Διοικήσεις και Υποδιοικήσεις στην φυγή τους, άφησαν έκθετα και τα εμπιστευτικά τους αρχεία. Δε θέλησαν να εξοδεύσουν και ένα σπίρτο και να τους βάλουν φωτιά. Και οι πράκτορες του Κομιτάτου τα πήραν και έδειχναν σ' ένα διστακτικόν ή και σταθερόν ιδικό μας την σελίδα όπου χαρακτηριζόταν "ύποπτος", "επικίνδυνος", "φανατικός Βούλγαρος" κ.λπ.» («Αναμνήσεις», Θεσσαλονίκη 2004, σ.393).

*Οι φάκελοι των «ύποπτων» Μακεδόνων δεν ήταν όμως το μοναδικό προϊόν των υπηρεσιών ασφαλείας που αξιοποίησε η βουλγαρική προπαγάνδα. Ερευνώντας τα αρχεία του βουλγαρικού ΥΠΕΞ, ανακαλύψαμε ένα φάκελο του 1940-44 με «ντοκουμέντα για τα εθνικά προβλήματα της Βουλγαρίας σε σχέση με τις εργασίες της προσεχούς ειρηνευτικής διάσκεψης, μετά το τέλος του πολέμου» (TsDA, f. 176k, op. 21, a.e. 2613). Το σημαντικότερο από τα έγγραφα που περιέχονται εκεί, και προορίζονταν να στηρίξουν τις βουλγαρικές αξιώσεις πάνω στην ελληνική Μακεδονία, είναι μια 17σέλιδη «στατιστική εθνολογική κατάστασις του [τότε] νομού Φλωρίνης».

*Καταρτισμένη το 1932 από το (ελληνικό) Β' Σώμα Στρατού, καταγράφει τόσο τον αριθμό των σλαβόφωνων κατοίκων ανά χωριό όσο και την ταξινόμηση των «εθνικών φρονημάτων» τους. Σε σύνολο 77.795 κατοίκων της επαρχίας Φλωρίνης, καταμετρούνται, έτσι, 60.288 «βουλγαρόφωνοι»: 11.554 «ελληνικής συνειδήσεως», 14.033 «βουλγαρόφρονες» και 34.701 «αμφίβολοι». Στην επαρχία Καστορίας, από τους 57.867 κατοίκους «βουλγαρόφωνοι» είναι οι 28.513: 10.418 «ελληνοσυνείδητοι», 4.986 «βουλγαροσυνείδητοι» και 13.109 «αμφίβολοι».

*Πώς να μην έτριβαν τα χέρια τους οι παραλήπτες αυτού του «εθνοπρεπούς» συλλογικού φακελώματος;

Η ξεχασμένη μειονότητα

Μια από τις πληθυσμιακές ομάδες που στις 28 Οκτωβρίου 1940 βρέθηκαν στο στόχαστρο των υπηρεσιών ασφαλείας ήταν, αναπόφευκτα, και οι ιταλικές παροικίες της Κέρκυρας και της Πάτρας.

Συγκροτημένες κατά κύριο λόγο από απόγονους πολιτικών προσφύγων των επαναστάσεων του 1848, οι κοινότητες αυτές αριθμούσαν τουλάχιστον 1.500 άτομα στην Κέρκυρα και 2.000-3.000 στην Πάτρα. Πολιτικά δεν διαφοροποιούνταν ιδιαίτερα από τον ελληνόφωνο περίγυρό τους, παρά την ύπαρξη οργανωμένων πυρήνων του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Οι Ιταλοπατρινοί, άλλωστε, είχαν παίξει παλιότερα καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του τοπικού σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος.

*Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, το σύνολο αυτής της μειονότητας αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως de facto πέμπτη φάλαγγα. «Από της πρώτης ημέρας των εχθροπραξιών, η Αστυνομία της Κερκύρας προέβη εις την σύλληψιν και συγκέντρωσιν εντός του παλαιού φρουρίου απάντων των Ιταλικής καταγωγής Κερκυραίων και άλλων υπόπτων ή επικινδύνων διά την εθνικήν ασφάλειαν ατόμων. Το έργον τούτο ήχθη εις πέρας εντός ελαχίστου χρόνου», μας πληροφορεί χαρακτηριστικά το λεύκωμα της Αστυνομίας Πόλεων (σ. 19).

*Παρόμοιο ανθρωποκυνηγητό εξαπολύθηκε και στην Πάτρα: «Στις 5 το πρωί αστυνομικές δυνάμεις κυκλώσανε τη συνοικία του Αγίου Διονυσίου, όπου κατοικούσαν πολλοί Ιταλοπατρινοί, για να τους συλλάβουνε. Πιάσανε όμως τους πιο ακίνδυνους, γιατί οι οργανωμένοι φασίστες, ειδοποιημένοι από το τοπικό φάτσιο, δεν κοιμηθήκανε εκείνο το βράδι στα σπίτια τους». Οι συλληφθέντες «κλειστήκανε στις φυλακές του Μαργαρίτη και στη Μέση Σχολή» (Βασίλης Λάζαρης, «Πολιτική ιστορία της Πάτρας», τ. Β', Αθήνα 1986, σ. 403).

*Η καταδίωξη συνεχίστηκε όλο το Νοέμβριο. Με έγγραφό της προς τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, η Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών διαβίβασε π.χ. στις 19.11.40 καταστάσεις «ιταλών το γένος προσώπων, κατοικούντων και διαμενόντων εν Πάτραις και εν τοις περιχώροις», τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, «δρώσιν αντεθνικώς, προπαγανδίζουν ιδέας και διασπείρουν φήμας προς τον σκοπόν να αποθαρρύνουν τον πληθυσμόν», ζητώντας την άμεση σύλληψή τους (όπ. π., τ. Γ', Αθήνα 1989, σ. 43).

*Αναλυτικές πληροφορίες παρέχει το πρόσφατα δημοσιευμένο «Ημερολόγιο» της τοπικής Χωροφυλακής (Ξενοφών Παπαευθυμίου, «Εδέχθημεν αεροπορικήν επιδρομήν», Πάτρα 2005). Ηδη από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου οι σταθμάρχες ενημερώνονται «να ώσιν έτοιμοι να συλλάβουσι τους Ιταλούς βάσει καταστάσεων» και λίγο μετά περνούν στη δράση: «Κατά διαταγήν Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας συνελήφθησαν άπαντες οι Ιταλοί μέχρι της 8ης πρωινής ώρας» (σ. 9). Το επόμενο διήμερο, ο επικεφαλής της Υποδιοίκησης πηγαίνει με 22 στρατιώτες στο Προάστειο, συλλαμβάνει 300 Ιταλούς και τους στέλνει «εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως εις Πάτρας» (σ. 10-11). Μεταξύ 4-30 Νοεμβρίου ασχολείται, τέλος, «με την εκκαθάρισιν της περιφερείας από κρυπτομένους ιταλούς υπηκόους και αλβανούς τοιούτους».

Υπήρξαν όμως και «παράπλευρα» θύματα: Στις 29.10.40 στα Ζαρουχλέικα «δύο στρατιώται καταδιώκοντες φεύγοντα Ιταλόν και πυροβολούντες, εφόνευσαν εξ αμελείας δύο γυναίκας» (σ. 10). Τρεις πάλι από τους 7 νεκρούς του ιταλικού βομβαρδισμού στις 2.11.40 ήταν Ιταλοπατρινοί (σ. 12).

*Εξίσου προδιαγεγραμμένο υπήρξε το τέλος αυτής της «αλλογενούς» μειονότητας. Ηδη από την άνοιξη του 1944 ο βρετανός πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λίπερ προεξοφλούσε πως «οι 2.000 περίπου Ιταλοί της Πάτρας δεν μπορούν να παραμείνουν» μεταπολεμικά στη χώρα (FO 371/43775, Leeper to Eden, 29.5.44, Νο 107). Την επαύριο της απελευθέρωσης καταγράφηκαν στην πόλη 1.943 άτομα, εργάτες κατά 90%, που περίμεναν μέρα με τη μέρα την εκδίωξή τους. «Τελικά το σύνολο σχεδόν των ιταλοπατρινών αναχώρησε για την Ιταλία, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1945, με τις κορβέτες "Πάτραι" και "Θεσσαλονίκη", ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα παρέμειναν μόνο εκατό οικογένειες» (Β. Λάσκαρης, όπ. π., τ. Δ', Πάτρα 1990, σ. 53-4).

*Συνοπτικότερες διαδικασίες υιοθετήθηκαν στην Κέρκυρα. Με την απελευθέρωση, η αστυνομία συνέλαβε όχι μόνο «τους ιταλούς υπηκόους, οίτινες διέπραξαν εγκλήματα κατά του λαού», αλλά και «τα λοιπά μέλη της ιταλικής παροικίας, προς πρόληψιν αυτοδικιών και αντεκδικήσεων εις βάρος των» (Λεύκωμα, σ. 19-20). Στις 13.10.44 πραγματοποιήθηκε «αυθόρμητο συλλαλητήριο» με αίτημα την εκδίωξή τους και με αποτέλεσμα τον εγκλεισμό τους στο φρούριο της πόλης. Τέλος, «στις 7 Νοέμβρη φορτωθήκανε σε νορβηγικό φορτηγό που στείλανε οι Αγγλοι και πήγανε στην Ιταλία» (Οδυσσέας-Κάρολος Κλήμης, «Ιστορία νήσου Κέρκυρας», Κέρκυρα 1992, σ. 174).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Απόστολος Δασκαλάκης, «Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950»

(Αρχηγείον Χωροφυλακής, Αθήναι 1973).

Δίτομη επίσημη (κι εξιδανικευτική) παρουσίαση της δράσης του σώματος επί 4ης Αυγούστου, Κατοχής και Εμφυλίου. Συνοπτική περιγραφή της προληπτικής καταστολής του «εσωτερικού εχθρού» το 1940-41.

«Τα 40 χρόνια της Αστυνομίας Πόλεων»

(Λεύκωμα του περιοδικού «Αστυνομικά Χρονικά», Αθήναι 1961).

Σποραδικές πληροφορίες για την εξουδετέρωση «υπόπτων» και μειονοτικών κοινοτήτων στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Γιώργος Μαργαρίτης, «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες»

(Αθήνα 2005, εκδ. Βιβλιόραμα).

Η εξόντωση των Εβραίων και η εθνοκάθαρση των Τσάμηδων της Ελλάδας στη διάρκεια της Κατοχής.

Γιάννης Σάρρας, «Μνήμες της τραγικής περιόδου 1936-1945»

(εκδ. Στ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2001).

Εξαιρετικά ψύχραιμη περιγραφή (και) της αντιμετώπισης των Τσάμηδων στη διάρκεια του πολέμου.

Κολιόπουλος Ιωάννης κ.ά. «Η Φλώρινα στο έπος του Σαράντα»

(Θεσσαλονίκη 2008, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών).

Συλλογή επίσημων «ημερολογίων» στρατιωτικών μονάδων και πλήρης αποσιώπηση των εκτοπίσεων και λοιπών κατασταλτικών μέτρων που επέστησαν οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες.

ΔΕΙΤΕ

«Ελα να δεις τον παράδεισο»

(Come see the Paradise) του Αλαν Πάρκερ (1990).

Η οδύσσεια των αμερικανών πολιτών ιαπωνικής καταγωγής στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία γυρίστηκε μετά την επίσημη συγγνώμη (μετά αποζημιώσεων) του αμερικανικού κράτους προς τους πάλαι ποτέ εκτοπισθέντες πολίτες του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: