Κάθε πόλεμος, ακόμη κι ο πιο δίκαιος και αμυντικός, έχει μια εμφύλια διάσταση.
Οχι με την αφηρημένη φιλοσοφική προσέγγιση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι, σε τελική ανάλυση, αδέρφια. Αλλά επειδή στις ανθρώπινες κοινωνίες υπάρχουν πάντοτε κάποιοι τους οποίους οι καθοδηγητές τής πολεμικής προσπάθειας ταυτίζουν με τον εχθρό ή θεωρούν εμπόδιο στον αγώνα του έθνους.
Η μεταχείριση αυτού του (υπαρκτού ή δυνάμει) «εσωτερικού εχθρού» ποικίλλει από σύρραξη σε σύρραξη, ανάλογα με την ένταση του κινδύνου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθεστώτος κάθε εμπόλεμης χώρας.
Στις δημοκρατικές π.χ. και συνάμα ρατσιστικές ΗΠΑ του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, 80.000 αμερικανοί πολίτες ιαπωνικής καταγωγής και 40.000 ιάπωνες μετανάστες πρώτης γενιάς κλείστηκαν το 1942 «προληπτικά» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι (λευκοί) αμερικανοί πολίτες γερμανικής καταγωγής είχαν σαφώς καλύτερη τύχη: ως φαντάροι, στάλθηκαν, απλώς, να πολεμήσουν τους Γιαπωνέζους στον Ειρηνικό ωκεανό κι όχι τους «ομόφυλούς» τους στην Ευρώπη.
Στην εξίσου δημοκρατική Γαλλία, πάλι, 600.000 γερμανόφωνοι πολίτες απομακρύνθηκαν αναγκαστικά το 1939-40 από τις παραμεθόριες περιοχές της Αλσατίας και της Λωραίνης για λόγους «εθνικής ασφαλείας».
Ο ελληνοϊταλικός κι ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41 δεν θα μπορούσε ν' αποτελέσει εξαίρεση. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η διεξαγωγή του καθοδηγούνταν από τη φασίζουσα δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» δεν μπορούσε παρά να πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις.
Η επίσημη εκδοχή
Η εσωτερική αυτή διάσταση του «έπους του σαράντα» έχει, ωστόσο, διαγραφεί εντελώς από τη συλλογική μνήμη. Αποτελεί θέμα ταμπού, όχι μόνο για τους οπαδούς μιας «εθνικά καθαρής» Ιστορίας, αλλά και για το «μετα-αναθεωρητικό» ρεύμα που υπερπροβάλλει τις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου, με στόχο την απονομιμοποίηση της εαμικής Αντίστασης - όχι όμως και της «συντεταγμένης», εθνικόφρονος Πολιτείας.
*Ας επιστρέψουμε, όμως, στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» το 1940-41. Μια πρώτη, γενική εικόνα μας δίνουν οι επίσημες Ιστορίες των σωμάτων ασφαλείας της εποχής.
«Από της πρώτης στιγμής της κηρύξεως του πολέμου», διαβάζουμε στο λεύκωμα που εξέδωσε το 1961 για τα σαραντάχρονά της η Αστυνομία Πόλεων, «η Αστυνομία Αθηνών επεφορτίσθη, ως ήτο επόμενον, με σοβαρά εθνικά και κοινωνικά καθήκοντα. Συνέλαβε τους υπηκόους των χωρών του Αξονος, ως και τα εθνικώς ύποπτα άτομα, τα οποία, αφ' ενός μεν υπήρχε πιθανότης να κινηθούν κατασκοπευτικώς, αφ' ετέρου δε να δημιουργήσουν πνεύμα ηττοπαθείας εις τον πληθυσμόν. Το έργον τούτο, λίαν λεπτόν και δυσχερές, εξετελέσθη ταχύτατα, βάσει επιμελώς κατηρτισμένου σχεδίου» (σ. 65).
*Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο επίσημος ιστοριογράφος της Χωροφυλακής (επί χούντας), πανεπιστημιακός καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης:
«Επρεπε να συλληφθούν ή να τεθούν υπό αυστηράν επιτήρησιν οι δρώντες εις τα παρασκήνια και παρακολουθούμενοι έως τότε κομμουνισταί, ως και πάντα τα εν γένει ύποπτα και επικίνδυνα δι' ανατρεπτικήν ή υπονομευτικήν του εθνικού φρονήματος δράσιν άτομα. Το έργον τούτο η Χωροφυλακή επετέλεσε καθ' άπασαν την χώραν μετ' εκπληκτικής ταχύτητος, κατά το μέγιστον δε μέρος αυτήν την 28ην Οκτωβρίου. Ούτως, από της πρώτης ημέρας του πολέμου εδραιώθη η εσωτερική ασφάλεια, εξέλιπε πας κίνδυνος εις το εσωτερικόν και ο Ελληνικός Λαός με ακμαίον ηθικόν διεδήλωνεν αυθορμήτως τον ενθουσιασμόν του» («Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι 1973, τ. Α', σ. 86-7).
*Κάπως διαφωτιστικότερη για τα χαρακτηριστικά του «εσωτερικού εχθρού» είναι η διαταγή, βάσει της οποίας εξαπολύθηκε το ανθρωποκυνηγητό - οι απόρρητες «Κανονιστικαί Οδηγίαι επιστρατεύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας» που είχε εκδώσει το 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και παραθέτει η επίσημη Ιστορία της Χωροφυλακής.
«Τα Σώματα Ασφαλείας», γράφει, «εν περιπτώσει επιστρατεύσεως:
*Φροντίζουσι δια την κατάπνιξιν και εξαφάνισιν πάσης αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας, υφ' οιονδήποτε πρόσχημα εν τη ημετέρα χώρα (Ορα οδηγίας υπ' αριθ. 7).
*Επιμελούνται της διώξεως του κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως (Ορα οδηγίας υπ' αριθ. 11).
*Επιμελούνται της εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων κατά των ασκούντων προπαγάνδας (Ορα αριθ. 12).
*Επιφορτίζονται με την υποχρέωσιν της αυστηράς παρακολουθήσεως των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων (Ορα οδηγίας υπ' αριθ. 13)» (όπ.π., σ. 79-80).
Δυστυχώς, ο Δασκαλάκης δεν δημοσιεύει το κείμενο των επιμέρους «οδηγιών». Για την πληρέστερη επισκόπηση του ζητήματος πρέπει έτσι να καταφύγουμε σε άλλες πηγές.
«Κόκκινοι» και «ηττοπαθείς»
Με δεδομένο τον υστερικό αντικομμουνισμό της 4ης Αυγούστου, αλλά και την έντονα αντιμιλιταριστική κι αντιεθνικιστική δραστηριότητα των κομμουνιστών στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσοπολέμου, η προληπτική εξουδετέρωση των οπαδών της αριστεράς ήταν μάλλον αναμενόμενη. Καθώς, μάλιστα, τα ενεργά μέλη του ΚΚΕ την 28η Οκτωβρίου βρίσκονταν είτε σε φυλακές κι εξορίες είτε σε βαθιά παρανομία, η εκκαθάριση επικεντρώθηκε σε όσους είχαν παλιότερα «μολυνθεί» από τον «ιό» του «μπολσεβικισμού» ή είχαν συμμετάσχει ενεργά στο εργατικό κίνημα. Η τοποθέτηση του φυλακισμένου Ζαχαριάδη υπέρ του πολέμου κι η ενθουσιώδης συστράτευση πολλών αριστερών κατά του εισβολέα ελάχιστα επηρέασαν αυτό το κλίμα.
*«Ηταν όλος ο κρατικός μηχανισμός, ο Στρατός και η Χωροφυλακή, εμποτισμένοι με κακόβουλες συκοφαντικές αντιλήψεις από την προπαγάνδα της άκρας δεξιάς», θυμάται χαρακτηριστικά ένας συνδικαλιστής καπνεργάτης.
«Εβλεπαν τους καπνεργάτες και κάθε προοδευτικό με αποστροφή και δε θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα με μίσος. Πολλοί από τους πατριώτες που έτρεχαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στις μονάδες, βρέθηκαν σημαδεμένοι στα μητρώα του λόχου τους και το σημάδεμα αυτό σήμαινε την υποβάθμιση του πατριωτισμού τους».
»Οταν ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες κατόρθωσα να φτάσω στο λόχο μου, το όνομά μου ήταν υπογραμμισμένο με κόκκινη μελάνη. Αποτέλεσμα: δε με όπλισαν, αλλά με έριξαν στο Λόχο Σκαπανέων, όπου βρήκα πολλούς άλλους πατριώτες. Υπηρετήσαμε για πολύ με τους ανεπιθύμητους Τούρκους, Πομάκους και βουλγαρόφωνους. Υστερα από την επιφυλακτική αναγνώριση για το ειλικρινές ή όχι περιεχόμενο που είχε το γράμμα του Ζαχαριάδη, άλλους όπλισαν και άλλους έβαλαν να δουλεύουν σε οχυρωματικά και δημόσια έργα» (Γιώργος Πέγιος, «Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας», Αθήνα 1984, σ. 124).
*Σε «πειθαρχικό λόχο» μουλαράδων κατέληξε κι ένας άλλος προπολεμικός κομμουνιστής, από τα Χανιά. Στο στρατολογικό γραφείο, ενημερώθηκε ότι «στο απολυτήριο είχαν κάμει ειδικό σημάδι πως είμαι κομμουνιστής και μου είπε να είμαι προσεκτικός».
Πριν η μονάδα του μπει στην Αλβανία, όλοι οι «χαρακτηρισμένοι» ειδοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς πως θα εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες «αν χύσουν το δηλητήριό τους στις τάξεις του στρατού». Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου οι διακρίσεις σε βάρος τους ήταν φανερές, με κυριότερη την εξαίρεσή τους απ' τη διανομή της -πολύτιμης- «φανέλας του στρατιώτη» (Χρ. Ρουμελιωτάκης, «Γράμμα στο γιο μου από τον πόλεμο», Αθήνα 1981, σ. 12, 36-8 & 48-9).
*Μια δεύτερη κατηγορία διωχθέντων πολιτών ήταν όσοι θεωρήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μανιαδάκη ότι συνέβαλλαν στην καλλιέργεια αισθημάτων «ηττοπάθειας».
*Από τα αρχεία της Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας πληροφορούμαστε π.χ. ότι στις 24.12.1940 προφυλακίστηκε ο 20χρονος Δ.Φ., κάτοικος Νυμφαίου Φλωρίνης και «τελειόφοιτος της εν Θεσ/νίκη Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής», «ίνα δικασθή» από το Στρατοδικείο Κοζάνης «ως υπαίτιος του ότι κατά τας αρχάς Δεκεμβρίου 1940, ανεκοίνωσεν εις ιδιώτας πληροφορίες δυναμένας να εμβάλωσιν εις ανησυχίαν τους πολίτας ήτοι ότι "οι δικοί μας οπισθοχωρούν, νικήθηκαν από τους Ιταλούς και οι Ιταλοί βάλανε δύναμη μεγάλη κ.τ.λ."».
*Η «προστασία» της ηρεμίας του κοινού πήρε ενίοτε κωμικές διαστάσεις: Σαράντα μέρες μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο άκρως εθνικόφρων απόστρατος βενιζελικός στρατηγός Στυλιανός Γονατάς μεταφέρθηκε στις 20.2.1941 από όργανα της Ειδικής Ασφάλειας στο Ελληνικό, όπου και παρέμεινε «εν απομονώσει και υπό φρούρησιν».
Οπως διαβάζουμε στην απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας, η ήπια «εκτόπιση» του γηραιού πολιτικού έγινε «διότι η παρουσία του εις Αθήνας και αι συναντήσεις αυτού μετά διαφόρων προσώπων, δημιουργούσι φήμας μη εποικοδομητικάς της απολύτου γαλήνης, της οποίας έχει ανάγκην η Χώρα, ίνα αντιμετωπίση τας κρισίμους περιστάσεις, τας οποίας διέρχεται».
Η «πέμπτη φάλαγγα»
*Η εξουδετέρωση των πρακτόρων του αντιπάλου, πραγματικών ή εικαζόμενων, αποτελεί πάγιο συστατικό στοιχείο κάθε πολέμου. Για την έκταση που πήρε η εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα το 1940-41, αποκαλυπτικός είναι ο επίσημος ιστοριογράφος της Αστυνομίας Πόλεων (και στέλεχος του διαβόητου «Μηχανοκινήτου» επί Κατοχής), Νικόλαος Αρχιμανδρίτης:
*«Την 28.10.1940 συνελήφθησαν εντός 2 ωρών άπαντα τα εν τη περιοχή της Πρωτευούσης μέλη των ιταλικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας ως και έτεροι χίλιοι Ιταλοί ύποπτοι, μέχρι δε της 13 ώρας της 6ης Απριλίου [1941] άπαντα τα μέλη των υφισταμένων εννέα Γερμανικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας και άπαντες οι Γερμανοί ύποπτοι, 3.500 εν συνόλω» («Αστυνομικά Χρονικά», 1.11.1954, σ.1680).
Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι «ελήφθησαν δηλώσεις αποκηρύξεως της Ιταλικής Ιθαγενείας εκ μέρους χιλιάδων Ιταλών». Προφανώς, αξιοποιήθηκε η πλούσια πείρα της ειρηνικής περιόδου στον ίδιο τομέα.
*Η μεταχείριση των ιταλών υπηκόων υπήρξε, πάντως, ηπιότερη: «Οι ιταλικές οικογένειες οδηγήθηκαν υπό περιορισμό στο χώρο της ιταλικής πρεσβείας», σημειώνει στις 28 Οκτωβρίου στο ημερολόγιό του ο αμερικανός Λέρντ Αρτσερ, διευθυντής, τότε, του «Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής». Μεταξύ των συλληφθέντων, πάντως, συγκαταλεγόταν τουλάχιστον «μια οικογένεια Εβραίων, που είχαν διαφύγει από την Ιταλία για να αποφύγουν τις διώξεις εναντίον της φυλής τους».
Πέντε μέρες αργότερα, ο ίδιος πληροφορείται πως «το προσωπικό της πρεσβείας μαζί με άλλους 240 Ιταλούς φεύγουν σήμερα από την Ελλάδα». Καταγράφει, μάλιστα, και μια περίεργη εκδήλωση αβροφροσύνης του Μεταξά προς τον Αξονα: «Αρχικά επρόκειτο να φύγουν 300, αλλά οι Γερμανοί ζήτησαν 60 θέσεις για δικούς τους» («Βαλκανικό Ημερολόγιο 1936-1941», Εστία, Αθήνα 1993, σ. 174 & 184).
Οι έλληνες πολίτες που στοχοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες του Μανιαδάκη υπήρξαν φυσικά λιγότερο τυχεροί, όπως διαπιστώνουμε από το (επίσης δημοσιευμένο) ημερολόγιο του Χριστόφορου Χρηστίδη: «1 Μαΐου 1941. Ηλθε να με δει ο Φώκος Δημητριάδης. Συνάντησε κάποιον, που χωρίς κανένα λόγο ήταν σε ελληνικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αν όσα του διηγήθηκε είναι αλήθεια, οι κρατούμενοι πέρασαν πάρα πολύ άσκημα από τους χωροφύλακες, που επιπλέον τους εκμεταλλεύτηκαν αγρίως. Φοβούμαι πως, παρά τις υπερβολές, θα έχουν γίνει θλιβερά έκτροπα» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ. 7).
*Κάπως γνωστότερη έχει γίνει, τα τελευταία χρόνια, η «προληπτική» καταστολή των γλωσσικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων που θεωρήθηκαν ύποπτες για συμπάθεια προς τον εισβολέα. Με εξαίρεση την ξεχασμένη σήμερα -αλλά σχετικά πολυπληθή τότε- ιταλική μειονότητα της Κέρκυρας και της Πάτρας (βλ. διπλανή στήλη).
Σε Θεσπρωτία και Μακεδονία
*Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας αριθμούσαν το 1940 κάπου 20.000 άτομα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, οι αρχές συνέλαβαν κι εξόρισαν δεκάδες προκρίτους, ανάμεσά τους και μετριοπαθείς προσωπικότητες φιλικές προς την ελληνική διοίκηση. Μετά την ανακατάληψη της περιοχής απ' τον ελληνικό στρατό στα μέσα Νοεμβρίου, και ως απάντηση στη συνεργασία μελών της μειονότητας με τον ιταλικό στρατό, οι εκτοπίσεις γενικεύτηκαν κι εκατοντάδες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία», θυμάται ένας θεσπρωτός συγγραφέας, «τα έκτροπα σε βάρος των Μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης, καλούσαν στα γραφεία τους τις όμορφες χανούμισες και τις βίαζαν. Ορισμένοι χριστιανοί κάτοικοι οργίασαν. Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη έκδοση Μουσουλμανίδων, από ορισμένα χωριά, σε δημόσιους λειτουργούς, μεγάλη» (Γ. Σάρρας, «Μνήμες της τραγικής περιόδου», Αθήνα 2001, σ.52-3). Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, στα χρόνια της Κατοχής, είναι γνωστές.
*Παρόμοια μεταχείριση -με ανάλογα αποτελέσματα- επιφυλάχθηκε και στους σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας, που το 1940 υπολογίζονταν μεταξύ 160.000 και 200.000.
«Η κήρυξις του ελληνοϊταλικού πολέμου και η διεξαγωγή αυτού», γράφει στην ημιεπίσημη ιστορία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ο κατοχικός Διευθυντής Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου, «έδωσαν αφορμήν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν να επιληφθή της αντιμετωπίσεως του εσωτερικού τούτου προβλήματος, ως πρόχειρος δε λύσις εξευρέθη ο εις το εσωτερικόν της Ελλάδος εκτοπισμός των υπόπτων. Ελήφθησαν αψυχολόγητα και εν πολλοίς άδικα μέτρα, παρασύραντα εις εκτοπισμούς ακραιφνείς Ελληνας» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ.Β1, Θεσ/νίκη 1950, σ. 15).
Ο ίδιος αναφέρει ότι, «εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι θεωρηθέντες ύποπτοι ελήφθησαν εξ όλων των χωρίων, εις ά ωμιλείτο το σλαυόφωνον ιδίωμα». Θεωρεί δε πως το μέτρο τελικά εξυπηρέτησε τη βουλγαρική προπαγάνδα, αποξενώνοντας τους κατοίκους αυτών των περιοχών απ' το ελληνικό κράτος.
*Την ίδια άποψη συμμερίζονται οι παρατηρητές της εποχής, είτε πρόκειται για εαμίτες είτε για εθνικόφρονες.
«Ενώ όλαι ηλικίαι ευρίσκοντο από την πρώτη στιγμή και εις την πρώτην γραμμήν υπό τα όπλα», γράφει π.χ. τον Ιανουάριο του 1944 στον εξόριστο πρωθυπουργό Τσουδερό ο Δημ. Λαμπράκης, «την ημέραν της ενάρξεως του πολέμου συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν εκατοντάδες πατέρες και αδελφοί των στρατιωτών. Παρά πάσαν ενέργειαν εκρατήθησαν πεισμόνως μέχρι τέλους, μολονότι τα παιδιά των επολεμούσαν εις τα Αλβανικά βουνά και πολλοί ετραυματίζοντο, εφονεύοντο, ηνδραγάθουν».
*Ο δε Γεώργιος Μόδης, αφού περιγράφει εκτενώς στα απομνημονεύματά του την αδυναμία του να εμποδίσει τις εκτοπίσεις (σ. 391-3), καταλήγει στην πικρή διαπίστωση πως «αποδειχθήκαμε άλλη μια φορά ανίκανοι να διοικήσουμε λαούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου