Του ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ
Η εικόνα που έχουμε σήμερα για τους ζωντανούς οργανισμούς διαφέρει ριζικά από εκείνη που είχαν στην εποχή του Δαρβίνου. Χάρη στην επιστήμη της γενετικής, και κυρίως στην επανάσταση της μοριακής βιολογίας, το «μυστήριο» της ζωής μετατράπηκε σε πρώτης τάξεως επιστημονικό πρόβλημα και οι ζωντανοί οργανισμοί, από θαύματα της δημιουργίας έγιναν ταπεινές «μηχανές επιβίωσης των γονιδίων». Στην αφετηρία όλων αυτών των εντυπωσιακών αλλαγών βρίσκουμε πάντα την ανάπτυξη κάποιων ιδεών της δαρβινικής επανάστασης. Σήμερα όμως, στην εποχή της γονιδιακής παντοκρατορίας, τι περιθώρια ανάπτυξης υπάρχουν για την εξελικτική σκέψη; Αυτό το ερώτημα (και πολλά άλλα) θέσαμε στον Μισέλ Μοράνζ, διαπρεπή μοριακό βιολόγο και παγκοσμίου φήμης ιστορικό της σύγχρονης Βιολογίας.
Πανάρχαια ερωτήματα επανέρχονται επίμονα για να μας υπενθυμίζουν τα όρια αλλά και τις ασύλληπτες ανατροπές στην ανθρώπινη γνώση. Αν και συχνά οι νέες «συγκλονιστικές» ανακαλύψεις φαίνεται πως απλώς επαναδιατυπώνουν, στην τρέχουσα ορολογία, πανάρχαιες απαντήσεις.
Τι είναι η ζωή: Πώς εμφανίστηκε και γιατί εξελίσσεται; Μπορούν τα πολύπλοκα βιολογικά φαινόμενα να αναχθούν στα απλούστερα φυσικοχημικά φαινόμενα που τα παράγουν; Και αυτή η πρόσφατη τόσο επιτυχής αναγωγή της βιολογίας στη φυσικοχημεία -δηλαδή η μοριακή Βιολογία- αποτελεί την πλήρη εξήγηση των ζωικών φαινομένων ή μήπως υπάρχει σε αυτά και κάτι άλλο που μας διαφεύγει και πάντα θα παραμένει «αμετάφραστο» στη γλώσσα της Βιολογίας, που έγινε μοριακή;
Στην προσπάθειά της να απαντήσει σε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα, η σύγχρονη Βιολογία καταφεύγει σε δύο ετερογενή εξηγητικά σχήματα ή, αν προτιμάτε, σε δύο εντελώς διαφορετικές θεωρητικές-μεθοδολογικές προσεγγίσεις: την εξελικτική και τη μοριακή Βιολογία.
Και όσοι υποστηρίζουν ότι οι δύο αυτοί πυλώνες της σύγχρονης βιολογικής σκέψης είναι απολύτως συμβατοί -τόσο μεθοδολογικά όσο και θεωρητικά- απλώς εκφράζουν ευσεβείς πόθους ή τη βαθύτερη επιθυμία τους για τη μελλοντική τους ενοποίηση σε ένα ευρύτερο και ενιαίο θεωρητικό σχήμα, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη.
Λέγεται συχνά ότι η μοριακή προσέγγιση επικεντρώνεται στο «πώς» συντελούνται οι ζωικές διαδικασίες μέσα σε έναν οργανισμό, ενώ η εξελικτική προσέγγιση διερευνά το «πότε» και το «γιατί» εμφανίστηκαν κάποια στιγμή αυτές οι διαδικασίες στον δεδομένο οργανισμό.
Πρόκειται βέβαια για μια βολική αλλά χονδροειδή παρανόηση: ερωτήματα σχετικά με το πώς, το πότε και το γιατί των ζωικών φαινομένων τίθενται αδιάλειπτα τόσο από τη μοριακή όσο και από την εξελικτική Βιολογία. Το πρόβλημα είναι ότι, μέχρι σήμερα, οι απαντήσεις που δίνουν σε αυτά τα κοινά ερωτήματα, καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν, συχνά διαφέρουν και σπανίως μπορούμε να τις εντάξουμε σε μια ενιαία βιολογική εξήγηση, ικανή να περιγράφει εξίσου ικανοποιητικά τις βιολογικές λειτουργίες και την εξελικτική προέλευση αυτών των λειτουργιών.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει ή έστω ότι θα μπορούσαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στη λειτουργική-μοριακή ή την εξελικτική-ιστορική προσέγγιση της ζωής; Δυστυχώς, ούτε αυτό είναι εφικτό, γιατί τόσο η μοριακή όσο και η εξελικτική βιολογία είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένα και πολύ ισχυρά εξηγητικά σχήματα που περιγράφουν, καθένα από τη δική του ιδιαίτερη οπτική γωνία, την ανεπίλυτη διαπλοκή των εξελικτικών και λειτουργικών παραγόντων που καθορίζουν την ύπαρξη κάθε βιολογικού οργανισμού.
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, στη βιολογική έρευνα έχει αρχίσει να αναφαίνεται και να κάνει αισθητή την παρουσία της μια τρίτη δυνατότητα, πιο περίπλοκη μεθοδολογικά και πιο ενοποιητική θεωρητικά. Αυτή η «τρίτη οδός» για την κατανόηση της ζωής αρνείται συστηματικά τη διαζευκτική λογική του παρελθόντος, που επέβαλε στη βιολογική σκέψη να επιλέγει είτε τη λειτουργική είτε την ιστορική προσέγγιση. *
Τι είναι η ζωή: Πώς εμφανίστηκε και γιατί εξελίσσεται; Μπορούν τα πολύπλοκα βιολογικά φαινόμενα να αναχθούν στα απλούστερα φυσικοχημικά φαινόμενα που τα παράγουν; Και αυτή η πρόσφατη τόσο επιτυχής αναγωγή της βιολογίας στη φυσικοχημεία -δηλαδή η μοριακή Βιολογία- αποτελεί την πλήρη εξήγηση των ζωικών φαινομένων ή μήπως υπάρχει σε αυτά και κάτι άλλο που μας διαφεύγει και πάντα θα παραμένει «αμετάφραστο» στη γλώσσα της Βιολογίας, που έγινε μοριακή;
Στην προσπάθειά της να απαντήσει σε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα, η σύγχρονη Βιολογία καταφεύγει σε δύο ετερογενή εξηγητικά σχήματα ή, αν προτιμάτε, σε δύο εντελώς διαφορετικές θεωρητικές-μεθοδολογικές προσεγγίσεις: την εξελικτική και τη μοριακή Βιολογία.
Και όσοι υποστηρίζουν ότι οι δύο αυτοί πυλώνες της σύγχρονης βιολογικής σκέψης είναι απολύτως συμβατοί -τόσο μεθοδολογικά όσο και θεωρητικά- απλώς εκφράζουν ευσεβείς πόθους ή τη βαθύτερη επιθυμία τους για τη μελλοντική τους ενοποίηση σε ένα ευρύτερο και ενιαίο θεωρητικό σχήμα, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη.
Λέγεται συχνά ότι η μοριακή προσέγγιση επικεντρώνεται στο «πώς» συντελούνται οι ζωικές διαδικασίες μέσα σε έναν οργανισμό, ενώ η εξελικτική προσέγγιση διερευνά το «πότε» και το «γιατί» εμφανίστηκαν κάποια στιγμή αυτές οι διαδικασίες στον δεδομένο οργανισμό.
Πρόκειται βέβαια για μια βολική αλλά χονδροειδή παρανόηση: ερωτήματα σχετικά με το πώς, το πότε και το γιατί των ζωικών φαινομένων τίθενται αδιάλειπτα τόσο από τη μοριακή όσο και από την εξελικτική Βιολογία. Το πρόβλημα είναι ότι, μέχρι σήμερα, οι απαντήσεις που δίνουν σε αυτά τα κοινά ερωτήματα, καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν, συχνά διαφέρουν και σπανίως μπορούμε να τις εντάξουμε σε μια ενιαία βιολογική εξήγηση, ικανή να περιγράφει εξίσου ικανοποιητικά τις βιολογικές λειτουργίες και την εξελικτική προέλευση αυτών των λειτουργιών.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει ή έστω ότι θα μπορούσαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στη λειτουργική-μοριακή ή την εξελικτική-ιστορική προσέγγιση της ζωής; Δυστυχώς, ούτε αυτό είναι εφικτό, γιατί τόσο η μοριακή όσο και η εξελικτική βιολογία είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένα και πολύ ισχυρά εξηγητικά σχήματα που περιγράφουν, καθένα από τη δική του ιδιαίτερη οπτική γωνία, την ανεπίλυτη διαπλοκή των εξελικτικών και λειτουργικών παραγόντων που καθορίζουν την ύπαρξη κάθε βιολογικού οργανισμού.
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, στη βιολογική έρευνα έχει αρχίσει να αναφαίνεται και να κάνει αισθητή την παρουσία της μια τρίτη δυνατότητα, πιο περίπλοκη μεθοδολογικά και πιο ενοποιητική θεωρητικά. Αυτή η «τρίτη οδός» για την κατανόηση της ζωής αρνείται συστηματικά τη διαζευκτική λογική του παρελθόντος, που επέβαλε στη βιολογική σκέψη να επιλέγει είτε τη λειτουργική είτε την ιστορική προσέγγιση. *
2 - 31/01/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου