Περιοδικό ΓΕΩ Ελευθεροτυπία
37/30-12-2000
Διευθυντή Ευγενιδείου Πλανηταρίου
Κοιτάζοντας πίσω σ’ όλους τους αιώνες που πέρασαν από τη Γέννηση του Χριστού, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε με θαυμασμό τον τρόπο που η Γέννησή Του ανακοινώθηκε μόνο στους ταπεινούς βοσκούς από «πλήθος στρατιάς ουρανίου» και το λαό των Ιεροσολύμων από την άφιξη των σοφών Μάγων της Ανατολής. Με οδηγό τους το φως «αστέρος ον είδον εν τη Ανατολή», διέσχισαν ερήμους και όρη για να’ ρθουν να προσκυνήσουν αυτό το «άγνωστον παιδίον». Τι ήταν όμως αυτό το φως που οδήγησε τους Μάγους μακριά από τη χώρα τους; Τι είδους άστρο τους καθοδήγησε στο μέρος όπου ήταν σπαργανωμένο το Βρέφος της Βηθλεέμ; Τι ήταν άραγε το μυστηριώδες και υπέροχο αυτό άστρο, του οποίου το ακτινοβόλο φως έχει φωτίσει και εμπνεύσει τους ανθρώπους εδώ και σχεδόν 2.000 χρόνια;
Αν προσπαθήσουμε να μαζέψουμε τις αποδείξεις που έχουμε για το Αστρο των Χριστουγέννων, θα ανακαλύψουμε ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές και όλες τους βρίσκονται σε μια και μοναδική περικοπή στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Αυτή μάλιστα είναι και η μοναδική περικοπή που αναφέρεται στο Αστρο της Βηθλεέμ, είτε στη Βίβλο ψάξουμε είτε οπουδήποτε αλλού. Ακόμη και εδώ, όμως, το άστρο αναφέρεται μόνο τέσσερις φορές, χωρίς να μας δίνεται ούτε ο χρόνος ούτε η εποχή που εμφανίστηκε, αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη περιγραφή του.
Για να ανακαλύψουμε λοιπόν τι ήταν το περίφημο αυτό άστρο θα πρέπει να αναλογιστούμε τις ιδέες που είχαν οι αρχαίοι για τα ουράνια σώματα και τα φαινόμενα. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι όταν απευθύνονταν στους διάφορους θεούς τους, ύψωναν τα μάτια, τα χέρια και τις σκέψεις τους στον ουρανό. Ολοι τους δηλαδή θεωρούσαν ότι πλησίαζαν κάπως τους θεούς τους με το να αναρριχώνται στα κτίσματά τους και να υψώνουν τα πρόσωπά τους στον ουρανό. Υπάρχει φαίνεται κάτι στα ψηλά κτίσματα, και σ’ αυτόν ακόμη τον ουρανό, που ελκύει την πνευματική φύση του ανθρώπου. Αντικείμενα που έπεσαν από τον ουρανό διατηρήθηκαν με μεγάλη προσοχή και λατρεύτηκαν ιδιαίτερα. Ο «Μαύρος Λίθος», ένας μεγάλος μετεωρίτης, στο νοτιοανατολικό τμήμα της Καάμπα στη Μέκκα, αποτελεί αντικείμενο λατρείας των μωαμεθανών από τον 7ο ακόμη αιώνα μ.Χ.
Εκατομμύρια από τις πέτρινες και σιδερένιες αυτές μάζες βομβαρδίζουν συνεχώς τη Γη μας από τον ουρανό και προσθέτουν καθημερινά χιλιάδες τόνους στο βάρος της. Ακόμη και τα λιλιπούτεια και ακίνδυνα μετέωρα, που είναι αδύνατο να «επιζήσουν» και να φτάσουν στην επιφάνεια της Γης, προκαλούν πολλές φορές το θαυμασμό των παρατηρητών. Μεγάλη θεαματικότητα παρουσιάζουν επίσης και οι γνωστές «βροχές διαττόντων». Είναι πράγματι κάτι το απερίγραπτο. Στις 9 Οκτωβρίου 1948 ένα τέτοιο φαινόμενο είχε αποτέλεσμα την πτώση αρκετών χιλιάδων μετεώρων κάθε ώρα. Ενώ το 1833 μια ακόμη πιο θεαματική «καταιγίδα διαττόντων» θεωρήθηκε από πολλούς σαν η αρχή του τέλους του κόσμου.
Γι’ αυτόν το λόγο υπάρχουν μερικοί ερευνητές που υπέθεσαν ότι το Αστρο των Χριστουγέννων ίσως να ήταν κάποιο μετέωρο. Τα μετέωρα όμως δεν είναι καθόλου σπάνια φαινόμενα και δεν είναι δυνατό να προκάλεσαν τόση αναστάτωση στους Μάγους και να τους έκαναν να ξεκινήσουν για το μακρινό ταξίδι τους προς τη Βηθλεέμ. Ακόμη και στην περίπτωση που αναφλέγει ένα μεγαλύτερο κομμάτι, οι γνωστές «βολίδες», δεν είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι οι Μάγοι θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν στη Βηθλεέμ, γιατί η ζωή τους διαρκεί μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Μια άλλη πιθανότητα είναι η εμφάνιση κάποιου κομήτη. Ο Ωριγένης, για παράδειγμα, τον 3ο μ.Χ. αιώνα, γράφει τα εξής: «Έχω τη γνώμη ότι το άστρο που εμφανίστηκε στους σοφούς της Ανατολής…ήταν ένα από εκείνα τα φωτεινά σώματα που εμφανίζονται από καιρό και που οι Ελληνες, οι οποίοι συνηθίζουν να τα ξεχωρίζουν με ονομασίες ανάλογα με τη μορφή και το σχήμα τους, τα ονόμαζαν κομήτες, φωτεινές δοκούς, θυσάνους, άστρα με ουρά, καράβια και με διάφορα άλλα ονόματα». Ενας ξένος αστρονόμος παρομοίασε τους κομήτες με γιγάντια βρώμικα παγόβουνα, γιατί ο πυρήνας των κομητών αποτελείται από παγωμένα αέρια αναμιγμένα με μέταλλα και σκόνη. Καθώς πλησιάζουν προς τον Ηλιο τα παγωμένα αέρια εξατμίζονται από τη θερμότητά του και αποχωρίζονται από την «κεφαλή» του κομήτη, λόγω της πίεσης που ασκεί η ακτινοβολία του Ηλιου στο κενό του Διαστήματος. Εν τούτοις δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το Αστρο των Χριστουγέννων ήταν ένας κομήτης, αφ’ ενός μεν γιατί θα τον έβλεπαν όλοι, αφ’ ετέρου δε γιατί οι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν τους κομήτες προάγγελους δυσάρεστων γεγονότων και καταστροφών. Όταν, για παράδειγμα, ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε το 44 π.Χ. εμφανίστηκε ένας πολύ φωτεινός κομήτης. Ο κομήτης του 11 π.Χ. συνδέθηκε με το θάνατο του Αγρίππα και ο κομήτης του 14 μ.Χ. με το θάνατο του Καίσαρα Αυγούστου. Ο δε κομήτης του Χάλεϊ ακόμη και στην προτελευταία του εμφάνιση, το Μάϊο του 1910, προκάλεσε τρομερούς φόβους και δεισιδαίμονες προφητείες.
Μήπως ήταν άραγε κάποια νόβα, κάποιο νέο, δηλαδή «καινοφανές» άστρο; Πότε- πότε φαίνεται ότι κάποιο νέο άστρο προστίθεται στον ουρανό. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει ως εξής: καθώς τα άστρα γερνάνε, γίνονται ασταθή στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και φτάνει μια στιγμή που αποβάλλουν με μία ή περισσότερες εκρήξεις μερικά από τα εξωτερικά τους στρώματα αερίων και έτσι παρουσιάζονται λαμπρότερα απ’ ό,τι ήταν πριν. Μερικές φορές, λοιπόν, άστρα που ήταν πολύ αμυδρά και γι’ αυτό ήταν αδύνατο να τα διακρίνει κάποιος με γυμνό μάτι, όταν μετατραπούν σε νόβα είναι εύκολα ορατά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι ξαφνικά ένα νέο, ένα «καινοφανές» άστρο δημιουργήθηκε στον ουρανό. Το Αστρο των Χριστουγέννων όμως μάλλον δεν θα πρέπει να ήταν κάποια σουπερνόβα, γιατί ο καθένας θα μπορούσε να δεί ένα τέτοιο άστρο, ενώ το Αστρο της Βηθλεέμ το παρατήρησαν προφανώς μόνον οι Μάγοι.
Μερικές φορές ένας από τους πλανήτες λάμπει με ιδιαίτερη φωτεινότητα αποσπώντας την προσοχή μας. Η Αφροδίτη, για παράδειγμα, όταν εμφανίζεται ως Αυγερινός ή ως Αποσπερίτης λάμπει περισσότερο από κάθε άλλο ουράνιο σώμα (εκτός φυσικά από την Σελήνη και τον Ηλιο).
Πολλοί μάλιστα, ακόμη και σήμερα στη διαστημική εποχή μας, θεωρούν μερικές φορές τον πλανήτη αυτό σαν έναν εξωγήινο ιπτάμενο δίσκο, όπως έγινε στα μέσα του περασμένου μήνα, όταν η Αφροδίτη επί ημέρες προβλημάτιζε τους κατοίκους διαφόρων περιοχών της Ελλάδας που τη νόμιζαν για UFO! Παλαιότερα μάλιστα ένα πολεμικό πλοίο άνοιξε πυρ εναντίον της, πριν καταλάβουν περί τίνος επρόκειτο. Μήπως λοιπόν ήταν η Αφροδίτη ή κάποιος άλλος πλανήτης το μυστηριώδες άστρο που αναζητούμε; Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι καθόλου πιθανό. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης γνώριζαν αρκετά καλά τα άστρα και τους πλανήτες. Και το περιπλανώμενο αυτό άστρο, η Αφροδίτη, ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα, γιατί παρουσιαζόταν κανονικά στον ουράνιο θόλο. Ηταν πάρα πολύ γνωστή και, εκτός αυτού, θα ήταν ορατή από τον καθένα.
Η θεωρία του Κέπλερ
Ο φημισμένος αστρολόγος του 17ου αιώνα, Γιόχαν Κέπλερ, δημιούργησε το 1614 ένα βιβλίο με το δικό του υπολογισμό του χρόνου της Γέννησης του Χριστού, στο οποίο γράφει και τα εξής: «Το άστρο αυτό (της Βηθλεέμ) δεν ήταν οι συνήθεις κομήτες ή ένα άστρο, αλλά με έναν ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο κινούνταν στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας… για να οδηγήσει τους Μάγους από τη Χαλδαία στη Βηθλεέμ». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κέπλερ, που έθετε τη Γέννηση του Χριστού στο έτος 6 π.Χ., οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη διάρκεια του 7 π.Χ. έλαβαν μέρος σε μια τριπλή ή μεγάλη συζυγία. Προσπέρασαν δηλαδή ο ένας τον άλλο στις 27 Μαϊου, στις 5 Οκτωβρίου και την 1η Δεκεμβρίου. Κάτι που κανονικά συμβαίνει μια φορά κάθε 20 χρόνια, μ’ έναν (παράξενο) για τους Μάγους τρόπο είχε συμβεί τρεις φορές σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Οι πλανήτες στις κανονικές τους κινήσεις γύρω από τον Ηλιο, φαίνονται να κινούνται στον ουρανό από τη Δύση στην Ανατολή. Οι πλανήτες που βρίσκονται πλησιέστερα στον Ηλιο, φαίνονται να κινούνται ταχύτερα, ενώ οι πιο απομακρυσμένοι, κινούνται αργότερα. Με αυτόν τον τρόπο, ένας από τους πλανήτες είναι δυνατό να φτάσει και να προσπεράσει κάποιον άλλον.
Το προσπέρασμα αυτό το ονομάζουμε σύνοδο ή συζυγία των δύο πλανητών. Δεν είναι μάλιστα καθόλου παράξενο, να δει κάποιος έναν πλανήτη να σταματά την κανονική του πορεία και να οπισθοδρομεί προς την Δύση. Αυτή η κίνηση παραξένευε και βασάνιζε τους αρχαίους. Σήμερα όμως ξέρουμε, ότι οι πλανήτες στην πραγματικότητα δεν αλλάζουν κατεύθυνση ποτέ. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι καθώς περιφέρεται η Γη μας γύρω από τον Ηλιο, έρχεται πολλές φορές στη θέση να προσπεράσει έναν από τους εξωτερικούς πλανήτες και τότε ο πλανήτης αυτός, φαίνεται να κινείται προς τα πίσω, όπως όταν ένα αυτοκίνητο προσπεράσει κάποιο άλλο.
Οι πλανήτες όμως δε σταματούν ποτέ την κίνησή τους. Και τέτοιου είδους συμπεριφορά συμβαίνει συχνά. Πάρτε για παράδειγμα όλα όσα συνέβησαν μερικά χρόνια αργότερα στην διάρκεια των ετών 3 και 2 π.Χ.
Στις 19 Μαϊου του 3 π.Χ. βλέπουμε τον Ερμή να προσπερνάει τον Κρόνο, πάρα πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Στις 12 Ιουνίου είναι η σειρά της Αφροδίτης να προσπεράσει τον Κρόνο, σε ακόμη πιο μικρή απόσταση. Στις 12 Αυγούστου έχουμε ένα ακόμη πιο θεαματικό προσπέρασμα δύο πλανητών. Αυτή τη φορά πρόκειται για τους πλανήτες Δία και Αφροδίτη, σε απόσταση ενός δεκάτου της μοίρας ο ένας απ’ τον άλλο. Η συζυγία αυτή συνέβη στον αστερισμό του Λέοντα, που περιλαμβάνει ένα από τα λαμπρότερα αστέρια στον ουρανό, τον Βασιλίσκο. Δύο εβδομάδες αργότερα η Αφροδίτη ήρθε σε σύνοδο με τον Ερμή, ενώ ο Δίας πλησίαζε το Βασιλίσκο που τον προσπέρασε στις 14 Σεπτεμβρίου. Καθώς λοιπόν περνούσε ο καιρός, ο Δίας φάνηκε πως για λίγο κοντοστάθηκε και άρχισε να γυρίζει πάλι προς τα πίσω, όπως είχε κάνει νωρίτερα. Ετσι ο Δίας ξεπέρασε το Βασιλίσκο για δεύτερη φορά, στις 17 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ. Με την πάροδο του χρόνου, ο Δίας ξανάρχισε την κανονική του πορεία προς την Ανατολή και ξαναπέρασε το Βασιλίσκο για τρίτη φορά στις 8 Μαϊου του 2 π.Χ.
Αυτού του είδους οι τριπλές σύνοδοι, παρ’ όλο που θεωρούνται σημαντικές από τους αστρολόγους, δεν είναι ούτε σπάνιες, αφού συμβαίνουν μία φορά περίπου κάθε 40 χρόνια, ούτε μπορούν να επηρεάσουν γεγονότα στη Γη ή οπουδήποτε αλλού. Είναι απλά, και σήμερα εύκολα επεξηγήσιμα, ουράνια φαινόμενα που φαίνονται ότι συμβαίνουν απλώς γιατί εμείς τα παρατηρούμε από το κινούμενο διαστημόπλοιό μας που ονομάζουμε Γη, ταξιδιώτες και μεις στο αέναο ταξίδι γύρω από τον Ηλιο, όπως κάνουν άλλωστε και όλοι οι άλλοι πλανήτες. Με όλα αυτά λοιπόν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι το Αστρο της Βηθλεέμ δεν θα μπορούσε να ήταν ούτε κάποια πολλαπλή σύνοδος των πλανητών μεταξύ τους ή με κάποιο άστρο, γιατί τέτοιες σύνοδοι συμβαίνουν συχνά.
Ο χρόνος της Γέννησης
Στην προσπάθεια που κάναμε μέχρι τώρα για να εντοπίσουμε τι ακριβώς ήταν το Αστρο των Χριστουγέννων, είδαμε ότι δεν θα μπορούσε να ήταν κάποιο μετέωρο, κάποια νόβα ή σουπερνόβα, κάποιος κομήτης, κάποιος μεμονωμένος πλανήτης ή ακόμη και κάποια μεγάλη σύνοδος ή συζυγία πλανητών. Και όχι μόνον αυτό! Γιατί όπως φαίνεται από τις νεότερες ιστορικοαστρονομικές έρευνες, όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν το περίφημο αυτό άστρο, αλλά δεν γνωρίζουμε επακριβώς ούτε και αυτόν ακόμη τον ακριβή χρόνο της Γέννησης του Χριστού.
Δυστυχώς, οι ευαγγελιστές δεν μας αναφέρουν τον ακριβή χρόνο της Γέννησης, γιατί το χρονολόγιο που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη ήταν διαφορετικό από το σημερινό.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να γνωρίζετε ότι η σημερινή χρονολόγηση υπολογίστηκε να αρχίζει με τη Γέννηση του Χριστού από το Σκύθη μοναχό Διονύσιο το Μικρό, μόλις τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η χρονολόγηση που επικρατούσε μέχρι τότε ήταν η «από κτίσεως Ρώμης» (α.κ.P.) ή με βάση τις Ολυμπιάδες. Ο Διονύσιος, όμως, δεν είχε τα στοιχεία, που βρέθηκαν αργότερα, και έτσι προσδιόρισε, δυστυχώς εσφαλμένα, ότι η Γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε στις 25 Δεκεμβρίου του 754 α.κ.P. και ονόμασε το έτος αυτό «Primo Anno Domini» (πρώτο έτος του Κυρίου). Πού βρίσκεται λοιπόν το μπέρδεμα; Ο ευαγγελιστής Ματθαίος μάς αναφέρει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε «εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως», γεγονός που σημαίνει ότι ο Ηρώδης ήταν ακόμη ζωντανός. Για τον βασιλιά αυτόν, ο Ιουδαίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, Φλάβιος Ιώσηπος, μας αναφέρει ότι πέθανε λίγο πριν από το Εβραϊκό Πάσχα και λίγο μετά από μια έκλειψη της Σελήνης. Με τη βοήθεια του Πλανηταρίου μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε ότι σεληνιακές εκλείψεις, που ήταν ορατές στην Παλαιστίνη την εποχή εκείνη, έγιναν το 5, το 4 και το 1 π.Χ.
Έτσι, οι περισσότεροι ιστορικοί ερευνητές θεωρούσαν μέχρι πρόσφατα ότι η έκλειψη που συνδέεται με το θάνατο του Ηρώδη ήταν αυτή που συνέβη τις μεταμεσονύχτιες ώρες της 13ης Μαρτίου του 4 π.Χ. Τα τελευταία, όμως, χρόνια νεότεροι ερευνητές θεωρούν ότι η έκλειψη αυτή δεν πρέπει να ήταν η σωστή, αφ’ ενός μεν γιατί η έκλειψη αυτή ήταν μερική (37%), και δύσκολα παρατηρήσιμη στην Παλαιστίνη, αφ’ ετέρου δε γιατί ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της σεληνιακής εκλείψεως, στις 13 Μαρτίου, και της αρχής του Εβραϊκού Πάσχα εκείνης της χρονιάς, στις 11 Απριλίου, ήταν πάρα πολύ μικρός για να «χωρέσουν» όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος ότι συνέβησαν. Η νεότερη αυτή άποψη υποστηρίζει ότι η σωστή έκλειψη που αναφέρει ο Ιώσηπος πρέπει να ήταν η ολική έκλειψη που έγινε τη νύχτα της 9ης Ιανουαρίου του 1 π.Χ. και διήρκεσε από τις 11.30 το βράδυ έως τις 3.00 το πρωί. Και επειδή το Εβραϊκό Πάσχα ακολούθησε ύστερα από 90 ημέρες, υπήρχε αρκετός χρόνος για να συμβούν όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος.
Σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τις νεότερες έρευνες για το θέμα, το έτος 2 π.Χ. είναι επίσης και το έτος που έγινε η «απογραφή», η οποία διετάχθη από τον Αύγουστο Καίσαρα. Η απογραφή, δηλαδή, που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει μάλλον να τα ήταν ο «Ορκος Πίστεως» που διέταξε ο Αύγουστος Καίσαρας με την ευκαιρία του αργυρού ιωβηλαίου της βασιλείας του, όταν του απονεμήθηκε ο τίτλος «Patriae Patriae» στις 5 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ. Η «απογραφή» αυτή αναφέρεται και από τον Ιώσηπο και ήταν υποχρεωτική για όλους, Ρωμαίους υπηκόους και μη. Και σ’ αύτή λοιπόν την περίπτωση, η Γέννηση του Χριστού τοποθετείται ότι ίσως συνέβη το 2 π.Χ. Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, τα στοιχεία αυτά, έχουμε το εξής σενάριο γεγονότων: το 3 π.Χ. εκδόθηκε το «δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην», ο θάνατος του Ηρώδη επέρχεται κάποια στιγμή στους πρώτους δύο μήνες του 1 π.Χ. και η Γέννησις του Χριστού στα μέσα περίπου του 2 π.Χ. Το σωστό, λοιπόν, χρονολόγιο που παίρνει ως αφετηρία το χρόνο της Γέννησης του Ιησού Χριστού θα πρέπει να προσθέσει στο σημερινό μας έτος δύο επιπλέον χρόνια απ’ όσα λέει.
Φυσικά, το σημερινό Διονυσιακό χρονολόγιο εθεωρείτο ότι άρχιζε με τη Γέννηση του Χριστού σύμφωνα με την πραγματεία που συνέγραψε ο Διονύσιος ο Μικρός το 533
μ.Χ. με τίτλο Cyclus Decem Novennalis.
Αυτό το μικρό σύγγραμμα τον απαθανάτισε, γιατί σημείωνε για πρώτη φορά τα έτη του πίνακα με βάση τη χρονολόγηση από τη Γέννηση του Ιησού Χριστού.
Το λάθος προέκυψε από το γεγονός ότι ο Διονύσιος βασίστηκε σε μια πληροφορία του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, από το 2ο μ.Χ. αιώνα, ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 28ο έτος της αυτοκρατορίας του Καίσαρα Αυγούστου. Χωρίς λοιπόν, καμιά άλλη απόδειξη, υπολόγισε ως έτος Γέννησης του Χριστού το έτος 754 «από κτίσεως Ρώμης». Ετσι έδωσε στο έτος αυτό «από κτίσεως Ρώμης» την ονομασία «Primo Anno Domini», δηλαδή «πρώτο έτος του Κυρίου», το 1 μ.Χ.
Κανονικά, όμως, το έτος αυτό θα έπρεπε να ονομαστεί έτος μηδέν, γιατί όπως έχουν τα πράγματα σήμερα έχουμε το έτος 1 π.Χ. και το έτος 1 μ.Χ. αλλά όχι και έτος μηδέν. Λείπει δηλαδή ένας χρόνος.
Δεν είναι όμως δυνατό να κατηγορήσουμε τον Διονύσιο για την παράλειψη αυτή, γιατί την εποχή που έζησε αυτός η έννοια του μηδενός δεν είχε ακόμη εισαχθεί στην Ευρώπη. Η έννοια αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από Ινδούς μαθηματικούς και εισήχθη στην Ευρώπη από τους Άραβες με τους αραβικούς αριθμούς το 12ο μ.Χ. αιώνα. Εκτός αυτού, ο Διονύσιος, μην έχοντας τα στοιχεία που βρέθηκαν αργότερα, έσφαλε κατά 3 έως 6 χρόνια. Αφού λοιπόν και το ημερολόγιό μας παρέμεινε χρονολογούμενο όπως το είχε καθορίσει ο Διονύσιος, το σφάλμα του αυτό διαιωνίζεται πλέον στην ιστορία.
Το χειμερινό ηλιοστάσιο
Μέχρι τώρα διαπιστώσαμε ότι δεν μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε επακριβώς ούτε τι ήταν το Αστρο των Χριστουγέννων ούτε και τον ακριβή χρόνο της Γέννησης του Χριστού. Μήπως όμως θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την εποχή, τουλάχιστον, της Γέννησής του; Γιατί παρ’ όλο που σήμερα γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, δεν πρέπει να είναι αυτή η ημερομηνία που γεννήθηκε ο Χριστός. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές ενδείξεις που μας πείθουν ότι ο προσδιορισμός της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με την αντίληψη των πρώτων πατέρων της Εκκλησίας για την πραγματική ημέρα ή εποχή της Γέννησης του Χριστού.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η 25η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα εορτασμού πολλών και διαφόρων εθνικών ή ειδωλολατρικών θρησκειών, γιατί έχει μια σπουδαία αστρονομική σημασία. Στην εποχή μας, δηλαδή, ο Ηλιος βρίσκεται στο νοτιότερο ύψος του στις 22 Δεκεμβρίου. Επί έξι μήνες, κάθε μέρα χαμηλώνει όλο και περισσότερο στον ουρανό, ανατέλλοντας όλο και αργότερα και δύοντας καθημερινά νωρίτερα. Μετά τις 22 Δεκεμβρίου, όμως, ο Ηλιος αρχίζει σιγά να αναρριχάται και πάλι στον ουρανό και οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. Ετσι, τα μεσημέρια ο Ηλιος φαίνεται όλο και ψηλότερα στον ουρανό. Ονομάζουμε την 22α Δεκεμβρίου ημέρα της «χειμερινής τροπής του Ηλίου», οπότε ο Ηλιος σταματάει την προς Νότο κίνησή του και τρέπεται στην αντίθετη φορά, προς Βορρά. Η ημέρα αυτή επισημαίνει επίσης την αρχή της εποχής του χειμώνα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Το πρόβλημα αρχίζει με το Ιουλιανό ημερολόγιο που εισήγαγε ο Ιούλιος Καίσαρ το 44 π.Χ. Είχε όμως και αυτό τις δικές του ατέλειες γιατί έχανε μία ημέρα κάθε 128 χρόνια. Το Ιουλιανό λοιπόν ημερολόγιο είχε θεσπίσει τη «χειμερινή τροπή του Ηλίου», το χειμερινό δηλαδή ηλιοστάσιο, στις 25 Δεκεμβρίου, αλλά με την πάροδο των ετών το προστιθέμενο μικρό λάθος είχε μεταθέσει την πραγματική ημερομηνία της χειμερινής τροπής.
Έτσι λοιπόν το 325 μ.Χ., το έτος που έγινε η Σύνοδος της Νίκαιας, η χειμερινή τροπή συνέβαινε στις 22 Δεκεμβρίου. Η μετάθεση όμως του χειμερινού ηλιοστασίου συνεχίστηκε χωρίς να διορθωθεί μέχρι και το έτος 1582, οπότε η χειμερινή τροπή συνέβαινε στις 12 Δεκεμβρίου. Τότε ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ εισήγαγε μία νέα μεταρρύθμιση, γι’ αυτό και το νέο ημερολόγιο, αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα, ονομάζεται Γρηγοριανό, και χάνει μόνο μία ημέρα στα 4000 χρόνια. Για να γίνει μια καινούργια αρχή, η γρηγοριανή μεταρρύθμιση έτρεψε τη θέση του ημερολογίου προς τα εμπρός με βάση το έτος της Συνόδου της Νίκαιας και όχι το έτος εισαγωγής του Ιουλιανού ημερολογίου, το 44 π.Χ. Γι’ αυτό και το χειμερινό ηλιοστάσιο συμβαίνει σήμερα στις 22 Δεκεμβρίου, και ο πρωταρχικός λόγος για τον εορτασμό της 25ης Δεκεμβρίου έχει πια χαθεί.
Η 25η Δεκεμβρίου πάντως ήταν για τη Ρώμη η κεντρική εορτή της γέννησης του «αήττητου Ηλίου», η γνωστή ως Dies Natalis Invicti. Παράλληλα, οι αρχαίοι ΄Ελληνες γιόρταζαν τα Κρόνια και τα Διονύσια, καθώς επίσης και τα Θεοφάνεια ή Επιφάνεια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα.
Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια από τις 24 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου. Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του "αήττητου Ηλίου" στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της τροπής του Ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό, να μεγαλώνουν οι ημέρες και μαζί τους οι ζωογόνες ακτίνες του Ηλίου ξανάκαναν τη Γη να καρποφορίσει. Την 1η Ιανουαρίου γιορτάζονταν οι Καλένδες, στις 7 Ιανουαρίου τελείωνε η περίοδος αυτή των εορτών.
Στην Περσία η 25η Δεκεμβρίου γιορταζόταν ως ημέρα της γέννησης του θεού "Ηλίου-βασιλέως" Μίθρα, ενώ το 275 μ.Χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός θέσπισε τη γιορτή αυτή σ’ ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στους Άγγλους επίσης η 25η Δεκεμβρίου ήταν σπουδαία ημέρα του εορτασμού της «Μαντρανέχτ», η «Νύχτα της Μάνας», ενώ στους λαούς των σκανδιναβικών χωρών η τροπή του Ηλίου ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, και το σημερινό έθιμο του «σκαρκάντζαλου» ή Χριστόξυλου, στα τζάκια, ίσως να προέρχεται από τις γιορτές των Σκανδιναβών και το έθιμό τους «Yule Log».
Επειδή λοιπόν οι πρώτοι χριστιανοί ήταν εκτός νόμου στη Ρώμη και δεν τους επιτρεπόταν να συναντιούνται ή να εκκλησιάζονται μαζί, οι συναντήσεις τους γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές.
Οι διωγμοί ήταν τρομεροί, όπως αναφέρει άλλωστε και ο Τάκιτος: «Νέρων υπέβαλε σε εκτάκτους τιμωρίας εκείνους, ους δια τας αισχρουργίας μισουμένους, ο λαός εκάλει Χριστιανούς…Και κατέστησαν υποκείμενον παιδιάς οι μελλοθάνατοι, οίτινες διά δερμάτων θηρίων κεκαλυμμένοι εισπράχθησαν υπό των κυνών ή εσταυρώθησαν ή εκάησαν χρησιμεύοντες ως νυκτερινόν φως».
Οι πρώτοι λοιπόν χριστιανοί για να αποφύγουν τους διωγμούς αποφάσισαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να μην ανακαλυφθούν από τους εορτάζοντες Ρωμαίους. Οι διάφορες πρωτοχριστιανικές εκκλησίες γιόρταζαν τα Χριστούγεννα σε διαφορετικές ημερομηνίες, μερικές μάλιστα δεν τα γιόρταζαν καθόλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, το 2ο μ.Χ. αιώνα, είναι ο πρώτος που αναφέρει την εορτή των Χριστουγέννων. Στη μνεία που κάνει μας πληροφορεί ότι μερικοί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 20 Μαϊου, άλλοι στις 19 ή 20 Απριλίου. Ενώ ο ίδιος ο Κλήμης γιόρταζε τα Χριστούγεννα στις 17 Νοεμβρίου. Εκτός από αυτές τις ημερομηνίες, άλλες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων ετελείτο επίσης και στις 25 Μαρτίου και στις 29 Σεπτεμβρίου. Σε τι στοιχεία όμως βάσιζαν τον εορτασμό στις ημερομηνίες αυτές είναι σήμερα πια άγνωστο. Οι περισσότερες πάντως πρωτοχριστιανικές εκκλησίες συνεόρταζαν τα Χριστούγεννα, «υπό την καθολικωτέραν επίκλησιν Επιφάνεια», στις 6 Ιανουαρίου μαζί με την επίσης μεγάλη Δεσποτική γιορτή
του Βαπτίσματος.
Κατά την άποψη των πατέρων της Εκκλησίας, ο εορτασμός στην ημερομηνία αυτή στηριζόταν στην περικοπή του ευαγγελιστή Λουκά, που αναφέρει ότι κατά Βάπτιση «αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος» (γ΄ 23), από την οποία συνάγεται ότι ο Ιησούς βαπτίσθηκε την ημέρα των γενεθλίων Του.
Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων καθορίστηκε αργότερα, όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος (350-386) έγραψε στον Πάπα της Ρώμης Ιούλιο (337-352), παρακαλώντας τον να ψάξει στα σωζόμενα στη Ρώμη ιουδαϊκά αρχεία με την ελπίδα να βρει και να καθορίσει ακριβώς την ημερομηνία της Γέννησης.
Κατά την παράδοση αυτή του 8ου αιώνα ο Πάπας Ιούλιος «συναγαγών πάντα τα συγγράμματα και αχθέντα εις Ρώμην εύρε σύγγραμά τι Ιωσήπου του Χρονογράφου, συγγραφέν παρ’ αυτού… ότι τη 9η του Σπετ, Δεκεμβρίου 25, εγένετο η Γέννησις του Χριστού… και ούτως κατέθετο ο Ιούλιος ο Ρώμης πατριάρχης».
Άλλη εκδοχή για τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας Γέννησης του Χριστού αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε ο χρόνος της ιερατείας του Ζαχαρία, που ήταν πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Κατά την εκδοχή αυτή η ιερατεία του Ζαχαρία συνέπεσε το μήνα Σεπτέμβριο, οπότε και η «σύλληψις του Προδρόμου τη 25 Σεπτεμβρίου, ην πανηγυρίζει η εκκλησία ως απαρχήν των εφεξής τελεσθέντων μεγάλων μυστηρίων της απολυτρώσεως ημών», η δε Γέννησή Του στις 25 Ιουνίου, αμέσως δηλαδή μετά την καλοκαιρινή τροπή του Ηλίου οπότε οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. Με βάση λοιπόν αυτή τη Γέννηση, και με το λεγόμενο από τον Ιωάννη για τον Ιησού Χριστό «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιων. γ’ 30) καθορίστηκε η γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, αμέσως δηλαδή μετά τη χειμερινή τροπή του Ηλίου οπότε οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. Είναι πάντως γεγονός ότι η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων για πρώτη φορά στη Ρώμη κατά τα μέσα περίπου του 4ου μ.X. αιώνα, ενώ κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολή εκτός από την Αρμενία, όπου διατηρήθηκε ο συνεορτασμός στις 6 Ιανουαρίου.
Αν λοιπόν η 25η Δεκεμβρίου είναι μία συμβατική ημέρα γιορτασμού των Χριστουγέννων και όχι η πραγματική, το ερώτημα παραμένει: Ποια εποχή γεννήθηκε ο Χριστός;
Μετεωρολόγοι έχουν κάνει σήμερα λεπτομερείς μελέτες και αναφέρουν ότι η Βηθλεέμ το Δεκέμβριο είναι βυθισμένη στην παγωνιά και τη βροχή. Δεν θα ήταν λοιπόν λογικό να παραμένουν με τέτοιες συνθήκες βοσκοί και πρόβατα στην ύπαιθρο. Σε μια μόνο εποχή του έτους οι βοσκοί «φυλάσσουν φυλακάς νυκτός επί την ποίμνην αυτών»: την άνοιξη, όταν τα νεογέννητα αρνάκια χρειάζονται τη βοήθεια των βοσκών. Οπότε η Γέννηση του Χριστού πρέπει να έγινε μάλλον την άνοιξη.
Φτάσαμε πια στο τέλος της αναζήτησης και δυστυχώς μέχρι τώρα καμιά από τις εισηγήσεις που έχουν προταθεί δεν μπορεί να ικανοποιήσει πλήρως. Γιατί είναι μάλλον δύσκολο να αποδείξουμε όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαιτεί μια πλήρης και τεκμηριωμένη απόδειξη.
Πολλοί μάλιστα ερευνητές των Γραφών, υποστηρίζουν ότι το Αστρο της Βηθλεέμ δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο αστρονομικό σώμα ή φαινόμενο, αλλά πρόκειται απλά και μόνο για ένα συμβολικό άστρο των προφητειών της Π. Διαθήκης για τον προσδοκώμενο Μεσσία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης και το γεγονός ότι η εμφάνιση κάποιου άστρου ή άλλου αξιοσημείωτου ουράνιου φαινόμενου κατά τη Γέννηση σπουδαίων ανδρών της ιστορίας είναι αρκετά διαδεδομένη στα αρχαία κείμενα.
Σε τελική όμως ανάλυση δεν έχει και μεγάλη σημασία το τι συνέβη στον ουρανό εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατί το πολύ πιο σπουδαίο συνέβαινε επάνω στη γη μας. Κάτι υπέροχο συνέβη στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ εκείνο το βράδυ, και το γεγονός ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ’ οτιδήποτε γινόταν στον ουρανό. Γιατί όταν ο Ηλιος ανέτειλε το άλλο πρωινό, την πρώτη εκείνη μέρα των Χριστουγέννων, ανέτειλε πάνω από έναν κόσμο που ποτέ πια δεν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος. Σήμερα η Γέννηση του Χριστού αντιμετωπίζεται ως ένα θαύμα. Πολλοί μάλιστα πιστοί θεωρούν και την εμφάνιση του Αστρου της Βηθλεέμ ως ακόμη ένα θαύμα. Αν προτιμάτε να πιστεύετε ότι το Αστρο των Χριστουγέννων ήταν ένα θαύμα, η επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να υποστηρίξει, αλλά ούτε και να απορρίψει κάτι τέτοιο. Είναι ασφαλώς έξω από το πεδίο της επιστήμης και απόλυτα μέσα στο πεδίο της πίστης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου