Και το χειρότερο είναι ότι, όλο και πιο συχνά, εμείς οι ίδιοι παραχωρούμε οικειοθελώς -από άγνοια, φόβο ή ανία- τα δικαιώματά μας για μια ελεύθερη, ιδιωτική και προσωπική ζωή. Για παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε ολόκληρο τον κόσμο συμμετέχουν εθελοντικά τα τελευταία χρόνια σε βιολογικές ή ιατρικές έρευνες που επιχειρούν να διαπιστώσουν την εξάρτηση ορισμένων ασθενειών ή παθολογικών συμπεριφορών από ορισμένα γονίδια.
Οι ειδικοί διαβεβαιώνουν και εγγυώνται σε αυτούς τους εθελοντές την ανωνυμία των δεδομένων που συλλέγουν. Παραβλέποντας, όμως, ότι πλέον είναι δυνατόν να ταυτοποιηθεί το βιολογικό και ψυχολογικό προφίλ κάθε ατόμου ακόμη και όταν παρουσιάζεται μαζί με εκατοντάδες άλλα άτομα. Η διαπίστωση αυτής της τεχνολογικής δυνατότητας ανάγκασε πρόσφατα πολλά ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα να περιορίσουν δραστικά την πρόσβαση σε τέτοιες προσωπικές πληροφορίες.
Η δημόσια κοινοποίηση όλων αυτών των πολύ προσωπικών βιοϊατρικών και ψυχολογικών δεδομένων υπάρχει η πιθανότητα -αν όχι η βεβαιότητα- ότι θα οδηγήσει στη χρησιμοποίησή τους για εντελώς διαφορετικούς σκοπούς από αυτούς για τους οποίους υποτίθεται ότι είχαν αρχικά συλλεγεί. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι τέτοιες προσωπικές πληροφορίες δεν θα χρησιμοποιηθούν καταλλήλως κατά την πρόσληψη σε εργασία, κατά την ασφάλιση σε ασφαλιστική εταιρεία ή κατά τη σύναψη γαμήλιου συμφωνητικού;
Το να θέλει κανείς να είναι διαφανής απέναντι σε τόσο σκοτεινούς μηχανισμούς, αποτελεί καθαρή αυτοκτονία. Και θα αποτελούσε ασφαλώς ειρωνεία αν, παρά την ιστορική αποτυχία πραγμάτωσης της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των κοινωνικών αγαθών από μια κομμουνιστική κοινωνία, αυτή η κοινοκτημοσύνη κατάφερνε τελικά να υλοποιηθεί μόνο στο επίπεδο των... γονιδιωμάτων.
Χωρίς αστεία, δεν είναι λίγοι αυτοί που ήδη προειδοποιούν για τους σοβαρούς κινδύνους αυτού του «κομμουνιστικού» επιστημονικού εγχειρήματος. Η κοινοκτημοσύνη των γονιδίων, ενώ είναι βέβαιο ότι δεν στοχεύει στην κατάργηση των ατομικών διακρίσεων, ανοίγει, αντίθετα, το δρόμο για τον αποτελεσματικότερο κοινωνικό έλεγχο και ενδεχομένως για νέες ευγονικές πρακτικές χειραγώγησης των γονιδίων μας.
Πράγματι το ευγονικό όνειρο -ή μάλλον εφιάλτης- του αυτοκαθορισμού της βιολογικής μας εξέλιξης επιστρέφει σήμερα και μάλιστα ιδιαίτερα δελεαστικό και ενισχυμένο, χάρη στις πρωτοφανείς δυνατότητες διαχείρισης της γενετικής μας κληρονομιάς. Ο όρος «ευγονική» δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 1869 από τον Francis Galton για να περιγράψει την νέα «επιστήμη», που αν εφαρμοστεί σωστά θα οδηγήσει νομοτελειακά στη βελτίωση του ανθρώπινου είδους. Οι ευγονικές πρακτικές, όπως μας διδάσκει η ιστορία, μπορούν να πραγματοποιηθούν προς δύο κατευθύνσεις: είτε θετικά, ενισχύοντας και διευκολύνοντας την αναπαραγωγή των πιο «προικισμένων» αντιπροσώπων του είδους μας (Θετική ευγονική), είτε αρνητικά, εξαλείφοντας ή παρεμποδίζοντας την αναπαραγωγή και την εξάπλωση των «ανάξιων μορφών ζωής» (Αρνητική ή εξαλειπτική ευγονική).
Ολες οι πρόσφατες εξελίξεις, τόσο στο πεδίο της τεχνολογίας των γονιδίων όσο και σε αυτό της τεχνητής γονιμοποίησης και του προγεννητικού γονιδιακού ελέγχου, προσφέρουν νέα και πολύ πιο αποτελεσματικά απ' ό,τι στο παρελθόν εργαλεία για την πραγματοποίηση των πιο διεστραμμένων ευγονικών ονείρων όσων διαχειρίζονται τις «γυμνές ζωές» μας και αποφασίζουν για το μέλλον του είδους μας.
2 - 01/11/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου