30.8.08

Αποχαιρετώντας την Ανδρο

Αποχαιρετώντας την Ανδρο

Του ΑΝΤΩΝΗ ΣΟΥΡΟΥΝΗ

Οταν αποχαιρετάς κάποιον με μπαγκάζια, συνήθως αυτός ανεβαίνει, δεν κατεβαίνει, όπως εγώ. Ανεβαίνει σε τρένα, σε αεροπλάνα, σε βαπόρια, σε λεωφορεία, ώστε να μπορείς να τον βλέπεις μέχρι την τελευταία στιγμή του αποχωρισμού και να του κουνάς το χέρι. Παλιά είχε άλλη χάρη, σου κουνούσαν το μαντίλι, τώρα που δεν υπάρχουν μαντίλια, δεν ξέρεις αν σε μουντζώνουν ή αν σου γνέφουν να πας στον αγύριστο.

Κατέβαινα τα εκατό σκαλιά χωρίς να γυρίζω να κοιτάξω, ξέροντας ότι στα μισά περίπου θα με χάσει από το οπτικό της πεδίο. «Αποχαιρετισμό ό,τι λέν', πόσο έχω νιώσει...». Ο Ρίλκε το είπε μία φορά, εγώ το λέω συνέχεια.

Κάτω από τον πλάτανο περίμενε το ταξί για να με πάει στο Γαύριο, να πάρω το βαπόρι. Παρ' όλο που χρησιμοποιούσα καθημερινά ταξί στη Χώρα, τον οδηγό πρώτη φορά τον έβλεπα. Του το είπα. «Ολα στην ώρα τους...», γέλασε. Συμφώνησα. Του είπα ότι εγώ, επειδή δεν έχω αυτοκίνητο, είμαι επαγγελματίας επιβάτης ταξί και μπορώ να βεβαιώσω πως οι ταξιτζήδες της Ανδρου και προπαντός της Χώρας, όπου έμεινα τόσον καιρό, είναι από τους πιο ευγενικούς που συνάντησα. Και οι δύο οδηγίνες. Και τα δύο κορίτσια που έχουν στο τηλεφωνικό κέντρο. Γέλασε πάλι και μου είπε την ιστορία του σωματείου τους κι ότι δεκατέσσερα χρόνια είναι πρόεδρος.
Πραγματικά, τα ταξί της Χώρας και οι φωνές των κοριτσιών στο τηλεφωνικό κέντρο θα μου λείψουν. Θα μου λείψει επίσης η «Ενδοχώρα», που μοιάζει με γκαλερί, με βιβλιοθήκη, με στολισμένη Ινδή πριγκίπισσα και που από την κουζίνα της βγαίνουν τα ωραιότερα εδέσματα που έχω φάει. Και η Ρένα βέβαια, που τα μαγειρεύει και που μοιάζει τόσο με το μαγαζί της, ώστε έχεις την εντύπωση ότι κατέβηκε για λίγο από τους τοίχους να πάρει την παραγγελία και θα ξαναπάρει πάλι τη θέση της ανάμεσα στους ποιητές και τους ζωγράφους.

Στο Γαύριο βρήκα εισιτήριο, αλλά όχι και τα πουράκια μου. Πήγα στο «Εν Γαυρίω», το ωραίο μπαρ - εστιατόριο της φίλης μου Κατερίνας, αλλά δεν ήταν εκεί, ήταν όμως η φίλη μου Λία, που είχε παραγγείλει καφέ και τυρόπιτα, ό,τι ακριβώς ήθελα να παραγγείλω κι εγώ. Και μπροστά της στέκονταν τα ωραία μου τσιγάρα. «Πάρ' τα», μου λέει, «εγώ δεν τα καπνίζω». Τα πήρα και πήγα μέσα να πληρώσω. «Χαιρετισμούς στην Κατερίνα», είπα στην κοπέλα. «Από τον Αντώνη». Ποιον Αντώνη; Πάνω στο τραπέζι είδα μια στοίβα βιβλία κι ένα δικό μου με μπηγμένο τον σελιδοδείκτη. «Αυτόν», της έδειξα. «Α, κύριε Σουρούνη, θα της το πω». «Αντώνης, φτάνει. Ευχαριστώ...». «Ε, όχι, έχουμε τόση διαφορά ηλικίας». «Ευχαριστώ και γι' αυτό».

Ανέβηκα στο κατάστρωμα, ενώ η Λία πήγε στο γκαράζ να παρκάρει το αυτοκίνητο με τη γάτα και το ντόπερμαν που κουβαλούσε. Ανάμεσα στο πλήθος είδα ξαφνικά να περνάει από μπροστά μου ένα ζευγάρι με ωραία λευκά μαλλιά και σίγουρα και με ωραίες λευκές σκέψεις. Η γυναίκα ήταν ακόμη πανέμορφη κι αστραφτερή και ο άντρας έμοιαζε με μαέστρο που μόλις είχε τελειώσει τη συναυλία του. Κάποτε έτσι ονειρευόμουν να είμαι κι εγώ με τη γυναίκα μου κάποτε. Είπα στη Λία να κάνει μια βόλτα γύρω για να τους δει, όμως μας είδαν κι εκείνοι. Ο άντρας ήταν γνωστός σκηνοθέτης θεάτρου, η γυναίκα τηλεπαρουσιάστρια λογοτεχνίας. Για όλο τον κόσμο, πλην Ελλάδας. Μου πρότειναν να με πάρουν μαζί τους με το αυτοκίνητο, αλλά τους είπα ότι θα με περιμένει ένας φίλος με ταξί.

Ο Κώστας ήταν εκεί. Μου έδειξε μια ωραία κοπέλα με στενό κοντό φόρεμα, που στην έξοδο ήταν συνέχεια μπροστά μου - ή μάλλον εγώ ήμουν πίσω της. «Τι, δεν είστε μαζί;». Δεν μίλησα και μπήκα στο ταξί.

Συνέχισα να σιωπώ κρατώντας κλειστά τα χαρτιά μου και περιμένοντας να χτυπήσει πρώτος. Και λίγο προτού βγούμε από το λιμάνι της Ραφήνας, το 'κανε. «Να σταματήσουμε στον Ιωακείμ για κανένα τσίπουρο; Κερνάω». Πριν ακόμη μας πλησιάσει ο Ιωακείμ, μας πλησίασε ο φίλος μου λαχειοπώλης. «Κανένα τρίδυμο, κύριε Σουρούνη;». Του άρπαξα το πακέτο από τα χέρια. Με τέτοια ρέντα όλα μπορούσαν να συμβούν. *


2 - 30/08/2008

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τι ωραίο κείμενο!
Κάθε φορά που πάω στην Ανδρο αισθάνομαι μια απελευθέρωση.
Πολύ γλυκός τόπος, χαίρομαι πάρα πολύ για τη φιλοξενία αυτού του νησιού εδώ.