ΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ
Γράφω για να καπνίζω
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
Σαράντα συγγραφείς (ποιητές και πεζογράφοι) ανοίγουν σε κοινή θέα το εργαστήρι της γραφής τους -το συναρπαστικό σημείο όπου διασταυρώνεται η περιπέτεια της γραφής και η γραφή της περιπέτειας. Σαράντα άνθρωποι που μοχθούν μπροστά στη λευκή σελίδα, μιλούν για τα μυστικά και τα ψέματα του εαυτού και των λέξεων, του κόσμου και της αναπαράστασής του. Παλαιότερα και νεότερα πρόσωπα της λογοτεχνίας αναπνέουν τη φλούδα αλλά και την ψίχα του κειμένου, εναλλάσσουν τις μάσκες του λογοτεχνικού ήρωα, του κριτικού και του αναγνώστη, αποκαλύπτουν τη βάσανο που υποσκάπτει την απόλαυση του γραφιά - εντέλει αφηγούνται την ιστορία που αρνείται να γίνει ιστορία.
Το να γράφεις είναι σαν να κυνηγάς έναν κορυδαλλό μες στον βυθό. Σαν να φτιάχνεις ένα κουλούρι ξεκινώντας απ' την τρύπα του. Αρχίζεις απ' το μηδέν και δουλεύεις πάνω σε ένα εργόχειρο - εντρύφημα με αόριστο σχέδιο, που φτιάχνεται από τα άφεγγα μέρη του μυαλού, τις αναδιπλώσεις της μνήμης, τα τζερεμέδια της οδύνης, το παίγνιο της στιγμής. Δουλεύουν τα εσώτερα νερά, οι διαβαθμίσεις, οι συνοικήσεις, οι συνηχήσεις.
Οι ρευστοί κλειδάριθμοι. Οι υπόγειες κρύπτες αναβράζουν ζωντανό ασβέστη. Η ομολογία των ημαρτημένων αφανισμός γίνεται των πλημμελημάτων. Δουλεύεις μέσα-έξω. Χωρίς να υπάρχει μέσα-έξω, αλλά στην ουσία μια σχέση. Ενα άνυσμα - αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία. Κάθομαι μέσα - δεν γράφω λέξη. Μπαίνω στην ALFA, κάνω μια βόλτα ώς τη Σιθωνία κι αμέσως, γυρνώντας, γράφω ένα διήγημα. Ισως γιατί στο ισιάδι πάτησα διακόσια, διακινδύνευσα, είδα το μαύρο γυάλισμα, άλλαξα, άστραψε το έσοπτρον.
Δούλεψε η έμπνευση - απεργοσπάστης. Το γράψιμο βρίσκεται στη γύρα. Το εργαστήρι, το μαραγκούδικο του συγγραφέα είναι ο ίδιος, ολόκληρος. Σώμα - μυαλό - παρατήρηση - καταγραφή - έμπνευση - διατύπωση - γυαλοχαρτάρισμα - και φτου κι απ' την αρχή. Πολλές φορές, μέχρι το χαρτί να γίνει λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, απ' το παλίμψηστο σβήσε - γράψε, και μ' αυτό να στρίψεις τσιγάρο. Το ανάβεις και ο καπνός που βγαίνει είναι η πραγματική αρχή. Ξαναρχίζεις. Το μαραγκούδικο του συγγραφέα είναι όλη του η υπόσταση. Αλλά είναι και η εκπαίδευση, η παρακολούθηση, το συνειδητό ψαχτήρι, η θεληματική συναναστροφή.
Ψάχνω τους χειρότερους που είναι ο καλύτεροι - χειρότεροι. Αυτούς που κουβαλούν σκοτάδια, παράνοια, φθόνο, πικραμένη αγάπη, εμποδισμένο σπέρμα, φονική αφέλεια.
Ψάχνω γυναίκες με μεγάλο διασκελισμό, ξυράφια κάτω απ' τη γλώσσα, διπολικές, αόρατο σκουλαρίκι στον αφαλό, όμορφα πέλματα, με ροπή προς την προδοσία, ενδοτικές. Τις αγαπώ, αν και τις έχω στη μαχαιριά. Ξέρω, νιώθω ποιες εκπροσωπούν το όντως είδος, ποιες νοθεύτηκαν από ιδεολογήματα, ποιες ξέρουν το βαθύ παιχνίδι. Τρανέ, μου λένε σιωπηλά, όρμα!. Και ξέρω πως οι ποικίλοι τραμπούκοι -ανεξαρτήτως εμμονής- είναι ψυχούλες.
Μερικοί είναι πρίγκιπες. Μερικοί, παιδιά. Οι άλλοι, στα γραφεία, οι κομψοί, με τις ωραίες λέξεις και το δήθεν, οι ιδεολόγοι, είναι οι δειλοί, οι πραγματικοί φονιάδες.
Και ψάχνω και το ανάποδο. Λαμπρούς ημίαιμους, ημιδιανοούμενους, με κολέγια, μεσοαστούς. Με τζιπ-νεκροφόρες, βραχόκηπους, ωραία σπίτια φτιαγμένα από διακοσμητή, προοδευτικούς, γενναιόδωρους. Αυτοί στη φέρνουν χειρότερα απ' όλους. Οι νυχιές τους, πιο γρήγορες απ' της γάτας. Εχουν γυναίκες με δέρμα καρχαρία, μίζερα λεφτά, ψεύτρες. Κι από κάτω η λαγνεία, το εμπορικό δίκαιο, η τρίτη κίνηση, το πούλημα, τα δηλητηριώδη υγρά, η τσιγκουνιά, η φλυαρία στα τηλέφωνα, η αλληλεγγύη με τους ομοϊδεάτες.
Κι αλλού βρίσκω άλλες, μαυριδερές γυναίκες που ζουν πάντα εναντίον. Εναντίον κάποιων. Βρίσκουν το εύκολο ιδεολόγημα και μέσα από κει συντονίζονται. Το πουλούν. Το υποδύονται. Μόλις τις μυρίσω, φεύγω τρέχοντας. Μετά ψάχνω τους ανυποψίαστους που φωσφορίζουν μέσα σε μια αυτάρκη μοναξιά. Τους διαφεύγοντες, τους καλοκάγαθους που, μέσα στην άλλη συγκυρία, γίνονται τέρατα με αναμμένα όλα τα αλάρμ. Τους παρανοειδείς. Τους υγιώς σχιζοφρενείς, τους σχιζοφρενικά υγιείς. Τις άλλες γυναίκες στα κομμωτήρια, στην πούδρα, στα γυμναστήρια. Με τα μικρά σκυλιά. Τον αιφνίδιο, πεντακάθαρο ταξιτζή που μου είπε:
«Τι τα θέλετε, κύριέ μου, είμαστε κράτος αναπόφευκτον». Ξέρω: τα καλά αισθήματα παράγουν κακή τέχνη. Οι ιδεολογίες παράγουν κακή τέχνη. Κακούς κριτικούς. Κακούς συγγραφείς. Οπότε ψάχνω χωρίς προκατάληψη -προσπαθώ. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξ υπαρχής, παρά μόνον ενδιαφέροντες, ή όχι. Ετσι κι αλλιώς, κατά βάθος, όλοι είμαστε χωρισμένοι, λειψοί, ρευστοί, με κυμαινόμενα κλισέ. Κι αγνοούμε τα μυστικά αρχεία. Ψάχνω στα ξυλάδικα, στους περιστεράδες, στα μπαρ, στους μπάτσους, στους φυλακισμένους, στις βίλες του Πανοράματος, στα σκυλέ. Ψάχνω στη νύχτα, στην επαρχία. Ξέρω το πνευματικό παιδί του Ρωχάμη: γκρέμισε με τα χέρια του τη φυλακή και βγήκε. Θηρίο. Γίνομαι τσιράκι του, του φέρνω τους καφέδες. Αρκεί να τον ακούσω. Να μου κάνει παρέα. Ξέρω και τον παπά - η καλύτερη φωνή της περιοχής, φροντίζει τους φτωχούς, ένας άγγελος. Αλλά στιγμές βλέπω το σκοτεινό πουλί στο βλέμα του που λέει: δεν υπάρχει άφεση.
Το βλέπω: ο καθένας είναι μια μαύρη τρύπα που πιστεύει ότι δικαιούται να εξαφανίσει όλους τους άλλους.
Γι' αυτό, άμα ξεκινήσεις ιδεολογικά, βγάζεις κρέπα από στραβό τηγάνι. Το μαραγκούδικο του συγγραφέα είναι η βόλτα. Η διαρκής αυτοψία. Η μη προκατάληψη. Η αίσθηση. Το βλέμμα-αγκίστρι. Και μετά η καταβύθιση, η σκληρή επεξεργασία, η μεταποίηση της μεσογειακής σαρδέλας σε ιπτάμενους ροφούς. Το μαραγκούδικο του συγγραφέα: περιπολών, περί πολλών τυρβάζω. Και, το ξέρω: γράφω για να καπνίζω. Γιατί, το βλέπω: υπάρχουν πράματα βαθύτερα, βαθύτερα απ' τον εαυτό μας.
Οι ρευστοί κλειδάριθμοι. Οι υπόγειες κρύπτες αναβράζουν ζωντανό ασβέστη. Η ομολογία των ημαρτημένων αφανισμός γίνεται των πλημμελημάτων. Δουλεύεις μέσα-έξω. Χωρίς να υπάρχει μέσα-έξω, αλλά στην ουσία μια σχέση. Ενα άνυσμα - αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία. Κάθομαι μέσα - δεν γράφω λέξη. Μπαίνω στην ALFA, κάνω μια βόλτα ώς τη Σιθωνία κι αμέσως, γυρνώντας, γράφω ένα διήγημα. Ισως γιατί στο ισιάδι πάτησα διακόσια, διακινδύνευσα, είδα το μαύρο γυάλισμα, άλλαξα, άστραψε το έσοπτρον.
Δούλεψε η έμπνευση - απεργοσπάστης. Το γράψιμο βρίσκεται στη γύρα. Το εργαστήρι, το μαραγκούδικο του συγγραφέα είναι ο ίδιος, ολόκληρος. Σώμα - μυαλό - παρατήρηση - καταγραφή - έμπνευση - διατύπωση - γυαλοχαρτάρισμα - και φτου κι απ' την αρχή. Πολλές φορές, μέχρι το χαρτί να γίνει λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, απ' το παλίμψηστο σβήσε - γράψε, και μ' αυτό να στρίψεις τσιγάρο. Το ανάβεις και ο καπνός που βγαίνει είναι η πραγματική αρχή. Ξαναρχίζεις. Το μαραγκούδικο του συγγραφέα είναι όλη του η υπόσταση. Αλλά είναι και η εκπαίδευση, η παρακολούθηση, το συνειδητό ψαχτήρι, η θεληματική συναναστροφή.
Ψάχνω τους χειρότερους που είναι ο καλύτεροι - χειρότεροι. Αυτούς που κουβαλούν σκοτάδια, παράνοια, φθόνο, πικραμένη αγάπη, εμποδισμένο σπέρμα, φονική αφέλεια.
Ψάχνω γυναίκες με μεγάλο διασκελισμό, ξυράφια κάτω απ' τη γλώσσα, διπολικές, αόρατο σκουλαρίκι στον αφαλό, όμορφα πέλματα, με ροπή προς την προδοσία, ενδοτικές. Τις αγαπώ, αν και τις έχω στη μαχαιριά. Ξέρω, νιώθω ποιες εκπροσωπούν το όντως είδος, ποιες νοθεύτηκαν από ιδεολογήματα, ποιες ξέρουν το βαθύ παιχνίδι. Τρανέ, μου λένε σιωπηλά, όρμα!. Και ξέρω πως οι ποικίλοι τραμπούκοι -ανεξαρτήτως εμμονής- είναι ψυχούλες.
Μερικοί είναι πρίγκιπες. Μερικοί, παιδιά. Οι άλλοι, στα γραφεία, οι κομψοί, με τις ωραίες λέξεις και το δήθεν, οι ιδεολόγοι, είναι οι δειλοί, οι πραγματικοί φονιάδες.
Και ψάχνω και το ανάποδο. Λαμπρούς ημίαιμους, ημιδιανοούμενους, με κολέγια, μεσοαστούς. Με τζιπ-νεκροφόρες, βραχόκηπους, ωραία σπίτια φτιαγμένα από διακοσμητή, προοδευτικούς, γενναιόδωρους. Αυτοί στη φέρνουν χειρότερα απ' όλους. Οι νυχιές τους, πιο γρήγορες απ' της γάτας. Εχουν γυναίκες με δέρμα καρχαρία, μίζερα λεφτά, ψεύτρες. Κι από κάτω η λαγνεία, το εμπορικό δίκαιο, η τρίτη κίνηση, το πούλημα, τα δηλητηριώδη υγρά, η τσιγκουνιά, η φλυαρία στα τηλέφωνα, η αλληλεγγύη με τους ομοϊδεάτες.
Κι αλλού βρίσκω άλλες, μαυριδερές γυναίκες που ζουν πάντα εναντίον. Εναντίον κάποιων. Βρίσκουν το εύκολο ιδεολόγημα και μέσα από κει συντονίζονται. Το πουλούν. Το υποδύονται. Μόλις τις μυρίσω, φεύγω τρέχοντας. Μετά ψάχνω τους ανυποψίαστους που φωσφορίζουν μέσα σε μια αυτάρκη μοναξιά. Τους διαφεύγοντες, τους καλοκάγαθους που, μέσα στην άλλη συγκυρία, γίνονται τέρατα με αναμμένα όλα τα αλάρμ. Τους παρανοειδείς. Τους υγιώς σχιζοφρενείς, τους σχιζοφρενικά υγιείς. Τις άλλες γυναίκες στα κομμωτήρια, στην πούδρα, στα γυμναστήρια. Με τα μικρά σκυλιά. Τον αιφνίδιο, πεντακάθαρο ταξιτζή που μου είπε:
«Τι τα θέλετε, κύριέ μου, είμαστε κράτος αναπόφευκτον». Ξέρω: τα καλά αισθήματα παράγουν κακή τέχνη. Οι ιδεολογίες παράγουν κακή τέχνη. Κακούς κριτικούς. Κακούς συγγραφείς. Οπότε ψάχνω χωρίς προκατάληψη -προσπαθώ. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξ υπαρχής, παρά μόνον ενδιαφέροντες, ή όχι. Ετσι κι αλλιώς, κατά βάθος, όλοι είμαστε χωρισμένοι, λειψοί, ρευστοί, με κυμαινόμενα κλισέ. Κι αγνοούμε τα μυστικά αρχεία. Ψάχνω στα ξυλάδικα, στους περιστεράδες, στα μπαρ, στους μπάτσους, στους φυλακισμένους, στις βίλες του Πανοράματος, στα σκυλέ. Ψάχνω στη νύχτα, στην επαρχία. Ξέρω το πνευματικό παιδί του Ρωχάμη: γκρέμισε με τα χέρια του τη φυλακή και βγήκε. Θηρίο. Γίνομαι τσιράκι του, του φέρνω τους καφέδες. Αρκεί να τον ακούσω. Να μου κάνει παρέα. Ξέρω και τον παπά - η καλύτερη φωνή της περιοχής, φροντίζει τους φτωχούς, ένας άγγελος. Αλλά στιγμές βλέπω το σκοτεινό πουλί στο βλέμα του που λέει: δεν υπάρχει άφεση.
Το βλέπω: ο καθένας είναι μια μαύρη τρύπα που πιστεύει ότι δικαιούται να εξαφανίσει όλους τους άλλους.
Γι' αυτό, άμα ξεκινήσεις ιδεολογικά, βγάζεις κρέπα από στραβό τηγάνι. Το μαραγκούδικο του συγγραφέα είναι η βόλτα. Η διαρκής αυτοψία. Η μη προκατάληψη. Η αίσθηση. Το βλέμμα-αγκίστρι. Και μετά η καταβύθιση, η σκληρή επεξεργασία, η μεταποίηση της μεσογειακής σαρδέλας σε ιπτάμενους ροφούς. Το μαραγκούδικο του συγγραφέα: περιπολών, περί πολλών τυρβάζω. Και, το ξέρω: γράφω για να καπνίζω. Γιατί, το βλέπω: υπάρχουν πράματα βαθύτερα, βαθύτερα απ' τον εαυτό μας.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/04/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου