ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ' ουρανού·
πέφτουν με μι' άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ' αστέρια προς τη μοναξιά.
Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες και τους άλλους: χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη·
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα·
κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι, που μισούνται,
πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται:
τη μοναξιά την παίρνουν τότε τα ποτάμια…
ΤΙ Θ' ΑΠΟΓΙΝΕΙΣ, ΘΕ ΜΟΥ, ΑΝ ΠΕΘΑΝΩ...
Τι θ' απογίνεις, Θε μου, αν πεθάνω;
Εγώ ειμαι το κανάτι σου (αν σπάσω;)
Εγώ ειμαι το ποτό σου (αν πικράνω;)
Εγώ ειμαι το έργο σου και το ένδυμά σου,
Μαζί μου θα χαθεί το νόημά σου.
Αλλού δεν πρόκειται να βρεις μια στέγη άλλη
να σε δεχτεί με λόγο απλό, ζεστό.
Θα σου λυθεί απ' το πόδι το σανδάλι
το μεταξένιο σου, που είμαι εγώ.
Το πανωφόρι σου πια θα σ' αφήσει.
Το βλέμμα σου, που στο πλευρό μου
το είχα πάντοτε εγώ προσκέφαλό μου,
μάταια τριγύρω ώρα πολλή θα με ζητήσει –
κι όταν ο ήλιος τελικά γείρει στη Δύση,
σε ξένης πέτρας αγκαλιά θα ξενυχτήσει.
Τι θ' απογίνεις, Θε μου; Αγωνιώ.
ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ
Νά τοι, παραταγμένοι, λες και πρέπει
να τους δοθεί κι εδώ ένας ρόλος για να παίξουν,
ώστε όλο αυτό το ψύχος που τους δρέπει,
την παρουσία του άλλου δίπλα τους ν' αντέξουν·
σαν να μην τέλειωσε τίποτε ακόμα.
Τι όνομα βρέθηκε στην τσέπη τους γραμμένο;
Της αηδίας τον λεκέ από το στόμα
οι νεκροκόμοι τούς τον έχουν ξεπλυμένο,
όμως δεν βγήκε· ας έχουν τώρα στόμα καθαρό.
Τα γένια τους στα μάγουλα εξέχουν πιο σκληρά,
κι ας τους τα ευπρέπισε μια χτένα συνετή,
μη νιώσει απέχθεια το ευαίσθητο κοινό.
Μόνο τα μάτια τους έχουν αντιστραφεί
κάτω απ' τα βλέφαρα· κοιτούν στα ένδον πια.
ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΚΟΡΜΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
Δεν το γνωρίσαμε το ανήκουστο κεφάλι
όπου μεστώναν των ματιών του οι βολβοί.
Όμως το στήθος του φλογίζει σαν κερί
κι εκεί το βλέμμα, ριζωμένο απλώς σε μι' άλλη
θέση, ζει και διαρκεί. Το στέρνο, αλλιώς,
δεν θα σε τύφλωνε, κι απ' την καμπή του ισχίου
δεν θα κυλούσε ενός γέλιου ο μορφασμός
ώς το σημείο που ήταν πρώτα του μορίου.
Αλλιώς, η πέτρα θα 'στεκε ανάπηρη, μισή
κάτω απ' τους ώμους που ερειπώθηκαν στην πτώση
και δεν θα σπίθιζε όπως άγρια λεοντή
ούτε σαν έκρηξη άστρου από παντού με τόση
λάμψη: γιατί το κάθε τι από δώ σε βλέπει,
η κάθε μια γωνιά. Ζωή ν' αλλάξεις πρέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου